Δύσκολο να υπάρξει ημέρα στο Hellfest (και σε οποιοδήποτε fest αυτού του βεληνεκούς, εδώ που τα λέμε) χωρίς ενδιαφέρουσες μπάντες για να παρακολουθήσεις, αλλά θα έλεγε κανείς πως –τηρουμένων των αναλογιών πάντα- η δεύτερη μέρα της φετινής έκδοσης ήταν η λιγότερο ενδιαφέρουσα από τις συνολικά έξι που είχαμε μέχρι στιγμής την τύχη να παραβρεθούμε (για όσους δεν διάβασαν το report της πρώτης μέρας (βρείτε το εδω), θυμίζουμε πως φέτος ήταν η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά μας στο festival). Λίγη παραπάνω ξεκούραση, μιας που το 15ωρο της πρώτης ημέρας μας είχε εξουθενώσει και περίπου στις 15:30 ξεκινούν οι περιπέτειές μας.
Aνταπόκριση: Δημήτρης Κότσης & Αναστασία Παπαδάκη
Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Μην έχοντας παρακολουθήσει την τελευταία συναυλία των Torche επί ελληνικού εδάφους, έχοντάς τους δει παρ’ όλα αυτά στο Rockwave Festival του 2009, αλλά θέλοντας να τους βιώσουμε σε εμπειρία κλειστού venue (μιας που τέτοια είναι αυτή που σου προσφέρουν οι μικρότερες σκηνές του Hellfest), πήραμε την θέση μας στο σκιερό Valley Stage (που μάλιστα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον τη συγκεκριμένη μέρα), για να απολαύσουμε το sludge / stoner / doom metal (αν και οι ταμπέλες δεν είναι ικανές να περιγράψουν τον ήχο τους) κουαρτέτο από το Miami της Florida, που έχει εκτός των άλλων γεννήσει και τους αγαπημένους Cavity, Floor και Dove. Και κάπως έτσι η επιλογή μας δικαιώθηκε. Κρυστάλινος ήχος, χαμηλοκουρδισμένα riffs μεγατόνων και μαγευτικές διφωνίες ήχησαν για περίπου 50 λεπτά, από ένα κεφάτο σχήμα που χαμογελαστό και με ισχυρές δόσεις θετικής ενέργειας, εκτελούσε με χειρουργική ακρίβεια το αργόσυρτο υλικό του. Επαναληπτικό; Ναι. Με προσωπικό ύφος; Επίσης ναι. Βαρετό και κουραστικό; Σε καμία περίπτωση.
Το συμφωνικό death metal των Ιταλών Fleshgod Apocalypse δεν μας είπε πολλά. Συνεπείς απέναντι σε αυτό που πρεσβεύουν, με ιδιαίτερη προσοχή να έχει δοθεί στις εκκεντρικές αμφιέσεις και την θεατρική σκηνική τους παρουσία και με έναν προσεγμένο ήχο, που παρά τις υπέρμετρα πλούσιες ενορχηστρώσεις (ως και soprano live member είχαν για τα οπερετικά τους σημεία), άφηνε τα κιθαριστικά riffs να αναπνεύσουν και να αναδειχθούν, οι Fleshgod είναι αυτό που θα λέγαμε “ξαδερφάκια” των δικών μας Septicflesh (δεν είναι τυχαίο άλλωστε το ότι έχουν περιοδεύσει αρκετές φορές μαζί), σε ένα λιγότερο σκοτεινό και πιο “αναγεννησιακό” μοτίβο. Ο ήχος αυτός γνωρίζει ιδιαίτερη αναγνώριση και άνθιση σε Αμερική και Κεντρική Ευρώπη, γεγονός που κατέδειξε και το γεμάτο εκείνη την ώρα Altar Stage. Δυστυχώς όμως πρέπει να είσαι fan του είδους για να τους απολαύσεις πραγματικά, κάτι που δεν δούλεψε καλά για εμάς. Έτσι, κάπου στη μέση του set των Ιταλών, χαράξαμε τον δρόμο μας προς την “έξοδο”.
Σε αντίθεση με το official festival merchandise, το band merchandise ανανεώνεται μέρα με τη μέρα. Έτσι η τοποθεσία του στην δεξιά πλευρά των δύο Main Stages, οδήγησε τα βήματά μας προς τα εκεί, την ώρα που στη σκηνή ήταν οι βετεράνοι Αμερικανοί hard rockers Foreigner. Η πρώτη σκέψη μας ήταν πως θα βλέπαμε ένα washed-up act να προσπαθεί να ανακαλέσει τις πάλαι πότε δοξασμένες ημέρες του… Λάθος! Υψηλής ποιότητας απόδοση λοιπόν από τους Foreigner του σήμερα, που βέβαια πλην του ιδρυτή, κιθαρίστα / τραγουδιστή Mick Jones, καμία σχέση δεν έχουν με την μπάντα που γνωρίσαμε στα ‘80s. Παρά την μακρά δισκογραφική τους απουσία (μία μόνο κυκλοφορία την τελευταία 20ετία) οι Νεοϋορκέζοι έχουν ακόμη μια φρεσκάδα στις ζωντανές τους εμφανίσεις, ενώ η εκτέλεση του “I Want To Know What Love Is”, προς το τέλος του set τους, έφερε ένα χαμόγελο στα χείλη των νοσταλγών του παρελθόντος. Σίγουρα όχι κορυφαία συναυλιακή εμπειρία, αλλά ένα όμορφο filler-άκι που επιβεβαιώνει πως η Κόλαση του Clisson, έχει acts για κάθε γούστο και… βαλάντιο!
Τα 30 τους χρόνια γιορτάζουν φέτος οι Sick Of It All, αλλά ο χρόνος δε φαίνεται να έχει επηρρεάσει καθόλου τους υπερκινητικούς Lou και Pete Koller σε μικρόφωνο και κιθάρα αντίστοιχα, οι οποίοι είχαν μία από τις καλύτερες και πιο εντυπωσιακές εμφανίσεις της ημέρας. Στο “Uprsing Nation” έγινε -όπως αναμενόταν- o χαμός, ενώ από το setlist δεν έλειψε και το πρώτο τραγούδι που έγραψαν ποτέ οι Αμερικανοί, το “All My Life”. Τίμιο show από μια τιμιότατη hardcore punk μπάντα.
Με έναν σχετικό ενθουσιασμό βρεθήκαμε και πάλι στο Valley Stage, για την εμφάνιση του νέου supergroup των With The Dead, που εκτός από τον αειθαλή Lee Dorian (φωνή – ex-Cathedral, ιδιοκτήτης της Rise Above Records), έχει στις τάξεις του και τους Leo Smee (μπάσο, επίσης ex-Cathedral) και Tim Bagshaw (κιθάρα – ex-Electric Wizard, ex-Ramesses). Όπως ήταν φυσικό και επόμενο, οι With The Dead πραγματικά ηχούν λες και οι Electric Wizard τζαμάρουν μαζί με τους Cathedral, με την διαφορά πως τα τραγούδια τους –ζωντανά τουλάχιστον- δεν σου κρατούν το ενδιαφέρον.
Το πρόγραμμα είχε μαθήματα κιθάρας και, ειλικρινά, υπάρχει καλύτερος δάσκαλος από τον Joe Satriani; Ο 60χρονος πια μουσικός μάγεψε ακόμα και τους λιγότερο φίλους του instrumental και της κιθαράς γενικότερα με το μοναδικό του παίξιμο και, με σύμμαχο τον drummer (κι επίσης παιχταρά) Marco Minnerman, μας ταξίδεψε στο παρελθόν με κομμάτια από το “Surfing With The Alien” και “Flying in A Blue Dream”, τιμώντας παράλληλα και την τελευταία του κυκλοφορία με τίτλο “Shockwave Supernova”. Μαγεία και πάλι μαγεία, λέμε.
Η γραφικότητα που συνοδεύει το βορειοευρωπαϊκό black metal, μπορεί σε κάποιους να φαντάζει αστεία, όταν όμως μια μπάντα ξέρει τι κάνει σε αυτό το ιδίωμα, μπορεί πολύ εύκολα να σου βάλει τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι. Υπάρχοντας στον μαυρομεταλλικό χάρτη από το 1989, αλλά πρακτικά δισκογραφώντας πλήρεις κυκλοφορίες από το 2006 και μετά (και με όχι ιδιαίτερη συνέπεια – τρεις κυκλοφορίες σε 10 χρόνια) οι Archgoat είναι μία από αυτές τις μπάντες. Με το μπολιασμένο με death metal, Venom-ικό και Mayhem-ικό black metal τους, οι Φινλανδοί χαρακτηρίζονται από μια συμπαγή απλότητα που σε μαγνητίζει, αν φυσικά είσαι οπαδός του ακραίου ήχου. Άλλα 50 λεπτά πέρασαν “νεράκι” σε ένα από τα λίγα περάσματά μας από το Altar Stage για φέτος.
Πριν λίγο καιρό είχαμε δει το “Ten Thousand Fists” να συμπεριλαμβάνεται στο “Τop 10 Heavy Metal Anthems”, κάτι που θεωρήσαμε λιγό χαζούλι. Βλέποντας όμως τους Disturbed ζωντανά και τραγουδώντας αυθόρμητα το εν λόγω κομμάτι με τη γροθιά μας σηκωμένη, καταλάβαμε το γιατί. Οι Disturbed σε πωρώνουν θες δε θες, ακόμα κι αν ποτέ δεν υπήρξες fan τους, κι αυτό έχει την περισσότερη σημασία. Highlights της εμφάνισης τους οι διασκευές στα “The Sound of Silence” (συνοδευόμενο από βιολιά και ακουστικές κιθάρες), “Shout at the Devil” (μαζί με τους Sixx:A.M.), “Baba O’Riley” (μαζί με τον Glenn Hughes) και το κλασικό πλέον “Killing in the Name”.
Πίσω στο Valley Stage με τους Goatsnake του τεράστιου Greg Anderson (Sunn O))), Southern Lord Recordings κλπ) να έχουν πάρει τις θέσεις τους στη σκηνή, έτοιμοι να παραδόσουν το bluesy doom rock τους. Το ωραίο με τους εν λόγω κυρίους είναι πως παρά την σχετικά stoner-άδικη προσέγγιση που έχουν στις συνθέσεις τους, ακούγονται περισσότερο συγγενικοί με τους St Vitus λ.χ., φέροντας μια επικομεταλλική ατμόσφαιρα (όχι με την έννοια των Bathory ή των Omen, μην παρεξηγηθούμε), σε ένα υλικό που ακούγεται εξίσου καλά με καπνιστά ή πόσιμα διεγερτικά αλλά και σε πλήρως νηφάλια κατάσταση. Ο massive ήχος στάθηκε σύμμαχος στην εμφάνιση των Goatsnake που χωρίς να εντυπωσιάσουν, ήταν άρτιοι και συμπαγείς, προσφέροντάς μας άλλη μία αξιομνημόνευτη στιγμή, στο Hellfest 2016.
“Οι Bad Religion είναι σοβαρή rock μπάντα” δήλωσε ένας φίλος νωρίτερα και δεν είχε άδικο. Αγέραστοι και αγέρωχοι, σε ένα κατάμεστο Warzone, οι θρυλικοί melodic punk rockers, με τα χαρακτηριστικά τους vocal harmonies να “χρωματίζουν” μία ζωντανή εμφάνιση υψηλής ενέργειας και επιδόσεων, κατάφεραν να είναι άλλο ένα από τα σχήματα που μας απέδειξαν πως η ηλικία δεν έχει καμία μα καμία σημασία. Το πλούσιο με τραγούδια του μακρινότερου αλλά και πιο πρόσφατου παρελθόντος της μπάντας, setlist, έμοιαζε να μην αφήνει κανέναν δυσαρεστημένο, ενώ το κλείσιμο με το εμβληματικό “American Jesus” απλά σηματοδότησε μία από τις σημαντικότερες παρουσίες της δεύτερης μέρας του festival.
Full show με video walls (στα οποία είδαμε τους Keith Caputo και Xzibit για τις εκτελέσεις “What Have You Done” και “And We Run” αντίστοιχα), φωτιές και πολλά πολλά φώτα έστησαν οι Ολλανδοί Within Temptation στο Mainstage I. Ωστόσο την παράσταση μάλλον έκλεψε η guest εμφάνιση της Tarja Turunen, η οποία συνόδευσε τη συγκλονιστική Sharon Den Adel και την παρέα της στο “Paradise” και εμάς μας σηκώθηκε η τρίχα. Μακάρι να τους απολαύσουμε ξανά σύντομα σε μια headline εμφάνιση σε κλειστό venue, γιατί ωραία τα open air festivals, αλλά σε μπάντες σαν τους Within Temptation ταιριάζουν άλλες συνθήκες.
Η τελευταία φορά που παρακολουθήσαμε ζωντανά τους Hermano του πολύ John Garcia, ήταν σε εκείνη την ιστορική συναυλία στο An Club της Αθήνας το 2004 και οι μνήμες ήταν ακόμη ζωντανές. Όσο κι αν έχουμε δει τον πάλαι πότε frontman των Kyuss live πολυάριθμες φορές με διάφορα σχήματα (Unida, Sons of Kyuss, solo), εκείνη η μία φορά είναι από αυτές που μένουν χαραγμένες στο μυαλό. Ο λόγος για αυτό –εκτός των άλλων- είναι το γεγονός πως με τους Hermano, ο προαναφερθής –κατά την ταπεινή προσωπική άποψη των υπογραφόντων- έγραψε τα καλύτερα albums της καριέρας του (μετά από αυτά των Kyuss βέβαια). Με ένα setlist ομαλά μοιρασμένο ανάμεσα στις τρεις κυκλοφορίες τους, οι Αμερικανοί desert rockers μας χάρισαν μερικές ακόμη εκρήξεις αδρεναλίνης, συνεπαίρνοντας το κοινό του Valley Stage που τραγουδούσε με τα χέρια υψωμένα στον αέρα, ενώ έπαιξαν –περίπου στη μέση του set- και ένα καινούριο κομμάτι που ήχησε αρκετά υποσχόμενο. Νέο album σύντομα; Μακάρι!
Οι Primordial είναι σταθερή αξία στις ζωντανές τους εμφανίσεις και αυτό το γνωρίζαμε καλά καιρό τώρα, έχοντάς τους ήδη παρακολουθήσει τέσσερεις φορές live επί Αθηναϊκού εδάφους (τρεις εκ των οποίων στο An Club). Το εναρκτήριο έναυσμα δόθηκε με το “Where Greater Men Have Fallen”, από το ομώνυμο album του 2014 και από την αρχή κιόλας ο αεικίνητος A.A. Nemtheanga (κατά κόσμον Alan Averill) έδειχνε ορεξάτος και ξεκούραστος, προσφέροντας –τόσο αυτός όσο και το υπόλοιπο σχήμα- άλλη μία εξαιρετική εμφάνιση, που ήρθε να προστεθεί στο ιστορικό των τεσσάρων προηγουμένων που είχαμε δει. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε πως ο Alan είναι ένας χαρισματικός frontman που ξέρει να παρασέρνει τους θεατές στους ρυθμούς του σχήματος, πράγμα που κατάφερε ακόμη και με το… ελαφρώς ξενέρωτο Γαλλικό κοινό. Μεγάλη μπάντα.
Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν τα είκοσι λεπτά ήταν αρκετά για να δούμε τι εστί Bring Me The Horizon, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν εντυπωσιαστήκαμε ιδιαίτερα. Ο frontman τους, Oliver Sykes, μπορεί πανεύκολα να ξεσηκώνει το κοινό των BMTH, που, ας μη γελιόμαστε, αποτελείται από μικρότερες ηλικίες, όμως η ενέργεια στη σκηνή δεν αρκεί, χρειάζεται και μια καλή φωνή. Επιπλέον, χρησιμοποιούν τόσο προηχογραφημένο υλικό που, εν αντιθέσει για παράδειγμα με τους Within Temptation, δυσκολεύεσαι να καταλάβεις τι ακριβώς παίζει η μπάντα επί σκηνής αν δεν έχεις ασχοληθεί με τη μουσική τους.
Άλλο ένα αναθεματισμένο overlap μας περίμενε, με τους Twisted Sister, στα πλαίσια της αποχαιρετιστήριας “Forty and Fuck It” περιοδείας τους, να εμφανίζονται την ίδια ώρα με τους “άχαστους” Fu Manchu κι έτσι χωριστήκαμε, για να καταφέρουμε να έχουμε μια πλήρη εικόνα της εμφάνισης των πρώτων, αλλά να πάρουμε και μια γεύση από το δεύτερο μισό εκείνης των δεύτερων.
Η παρέα του the-one-we-love-to-hate Dee Snider, με τον Mike Portnoy πίσω από το drumkit, στήθηκε επαγγελματικότατα στη σκηνή και σαν καλοκουρδισμένο μηχανάκι, εκτόξευε το ένα hit μετά το άλλο. Εμμονικοί στις βαρύγδουπες δηλώσεις κατά τα διαλείμματα (Ο Jay Jay French έθεσε σε αντιπαραβολή την πραγματική καριέρα της μπάντας με την επίκαιρη που προσφέρουν τα talent shows του σήμερα, σε έναν αχρείαστο δραματικό μονόλογο), επαναληπτικοί μέχρι αηδίας στο τελείωμα του “We’re Not Gonna Take It” (το έπαιξαν τρεις φορές παροτρύνοντας τον κόσμο για sing along), συγκινητικοί εκεί που έπρεπε (αφιέρωσαν το “Price” στον εκλιπόντα drummer του σχήματος, A. J. Pero) και γεμάτοι εκπλήξεις (ανέβασαν τον Phil Campbell στη σκηνή για τις εκτελέσεις του “Shoot ‘Em Down” και της διασκευής του “Born To Raise Hell” των Motorhead), οι Twisted Sister ξέρουν να κάνουν τον κόσμο να περνάει καλά και το απέδειξαν για άλλη μία φορά. Θα μας λείψουν.
Παλιοί και καλοί σαν το παλιό καλό κρασί, οι αληταράδες Fu Manchu είχαν γεμίσει το Valley Stage, είχαν εκτελέσει περίπου το μισό τους setlist και έπαιρναν κεφάλια, με τον ογκώδη ήχο τους και την απίστευτα ενεργητική τους σκηνική παρουσία. Προλάβαμε την διασκευή στο “Godzilla” των Blue Oyster Cult αλλά και τα αγαπημένα “Ojo Rojo” και “King of the Road”, μεταξύ άλλων και είμαστε εν μέρει ικανοποιημένοι, ωστόσο πληγωμένοι από άλλο ένα από εκείνα τα δυσάρεστα overlaps του Hellfest, που πάντα θα σου στερήσουν μία (πολλές φορές και παραπάνω) μπάντα που θες να δεις. Μακάρι να ήταν όλα τα διλήμματα της ζωής έτσι βέβαια!
Την ώρα που η ομιλία του Phil Campbell, σχετικά με τους Motorhead και τον Lemmy τελείωνε, το παραδοσιακό show πυροτεχνημάτων ξεκινούσε, συνοδεία ενός video αφιερωμένου στη ζωή του frontman των Motorhead. Άλλη μια πολύ όμορφη στιγμή που μόνο ένα festival του βεληνεκούς του Hellfest είναι ικανή να προσφέρει τόσο εμφατικά. Χαρά μας που είμασταν εκεί για άλλη μια χρονιά.
Επίλογος στη βραδιά με το μεγάλο μας λάθος να επιλέξουμε να παρακολουθήσουμε το project του Henry Rollins που ακούει στο όνομα “Gutterdämmerung”. Ένα πανί βρισκόταν στο εμπρός μέρος της σκηνής του Warzone στο οποίο λίγη ώρα μετά ξεκίνησε να προβάλλεται το ασπρόμαυρο σουρεαλιστικό film “Gutterdämmerung”, στο οποίο πρωταγωνιστούν οι Slash, Iggy Pop, Lemmy, Josh Homme και άλλοι. Ο Henry Rollins έκανε κάθε τόσο την εμφάνισή του μπροστά από το πανί ως ιεροκύρηκας, ενώ στο πίσω μέρος του πανιού, μία μπάντα (την οποία μόνο στιγμιαία βλέπαμε, όταν ο φωτισμός μας το επέτρεπε ή –για να το πω πιο σωστά- επιδίωκε), αγνώστων λοιπών στοιχείων εκτελούσε επιτυχίες των Black Sabbath, Motorhead, Rammstein, Deftones, Metallica κ.α. Δεν καταλάβαμε ποτε την ουσία αυτού του project και ούτε την σκοπιμότητα της εμφάνισής του σε ένα τέτοιο festival, ενώ η βαρεμάρα μας, μας οδήγησε, μιση ώρα μετά στην αποχώρηση, μιας που η ξεκούραση ήταν επιβεβλημένη, εν όψει της τρίτης –και πιο ενδιαφέρουσας- μέρας του festival.
Διαβάστε την ανταπόκριση της πρώτης ημέρας εδώ και ακολουθήστε αυτό το link για την τρίτη και τελευταία ημέρα του Hellfest!