Όταν μιλάμε για το Hellfest (για αυτούς που δεν ξέρουν περί τίνος πρόκειται) μιλάμε για την Μecca των απανταχού μεταλλάδων ανά την υφήλιο. Μιλάμε για ένα από τα σημαντικότερα αλλά και μεγαλύτερα festivals του ήχου παγκοσμίως και για τον ευσεβή πόθο κάθε μεταλλοκέφαλου (και όχι μόνο) που σέβεται τον εαυτό του. Μιλάμε όμως και για μία μοναδικά αναζωογονητική και ταυτόχρονα κουραστική μέχρι αηδίας εμπειρία. Πώς θα σου φαινόταν να παίζουν οι δύο αγαπημένες σου μπάντες ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ σε δύο σκηνές που απέχουν 500 μέτρα μεταξύ τους και να μη ξέρεις τι να κάνεις; Πώς θα σου φαινόταν να διακόπτεις στη μέση τη παρακολούθηση του set των High on Fire κι εκεί που βρίζεις και καταριέσαι για τη τύχη σου, ως όαση δροσιάς να φτάνεις στο gig των Motorhead που συμβαίνει μερικά μέτρα παρακάτω; Εμένα μου φάνηκε λυτρωτικό και αυτήν ακριβώς την εμπειρία θα σας αφηγηθώ παρακάτω…
Ανταπόκριση: Δημήτρης Κότσης
Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Για αρχή θα αναφέρω πως είναι ΑΔΥΝΑΤΟ για έναν μόνο ανταποκριτή να καλύψει όλο το festival, μιας που μιλάμε για 6 σκηνές και αμέτρητα μουσικά συγκροτήματα, οπότε εκ των πραγμάτων το παρόν report είναι βασισμένο σε αυτά που επέλεξα να δω ως πιο αγαπημένα μου, με την δεσποινίς Αναστασία Παπαδάκη να προσθέτει (στο τέλος αυτού του report) μερικές σειρές για αυτά που κατάφερε να δει εκείνη τουλάχιστον. Επιπρόσθετα, προκειμένου να μπορέσω να μεταφέρω όσο το δυνατόν πιστότερα την εμπειρία μου από το Hellfest και αυτά ακριβώς που ένιωθα κατά την παρουσία μου εκεί, ίσως σε σημεία αδικήσω ή αποθεώσω κάποια μουσικά σχήματα υπέρ του δέοντος. Πιστέψτε με, η πρόθεσή μου δεν είναι κακή, μιας που αγαπώ όλες τις μουσικές και χαίρομαι να βρίσκομαι ανάμεσά τους, όμως μέσα σε μία τέτοια μουσική υπερπροσφορά και κάτω από έναν τέτοιο καυτό ήλιο, όλα φαντάζουν διαφορετικά. Welcome to Hell(fest)!!!
ΜΕΡΑ 1η:
Περνώντας τις πύλες του Hellfest, ένα πράγμα ήταν ξεκάθαρο κατευθείαν: ΠΟΛΥΣ ΚΟΣΜΟΣ (απ΄ότι μάθαμε πάνω από 50000 άτομα ανά ημέρα)! Έχοντας συμβουλευτεί παλιότερους “θαμώνες” της διοργάνωσης, σπεύσαμε στο Festival Merchandise για να προμηθευτούμε τα απαραίτητα αναμνηστικά zip hoodies, τα οποία και με τρόπο γραφικό θα μετατρέψουμε σε δεύτερη πέτσα μας τους προσεχείς μήνες.
Ο ήλιος φονικός και στο Main Stage το οποίο ήταν και το μοναδικό προσβάσιμο οπτικοακουστικά από το σημείο που στεκόμασταν, βρίσκονταν οι ’80s hard rock’n’rollers Quireboys, που –εκτός των άλλων- μην αποτελώντας άκουσμα πολύ προσφιλές σε εμένα, μου φάνηκαν ελαφρώς βαρετοί. Κάτι μεταξύ Kansas, UFO και AC/DC θα έλεγα πως μου θύμισαν. Το ανεβασιάρικο στυλάκι τους ωστόσο ήταν αυτό που με βοήθησε να κατεβάσω τη πρώτη μπύρα της ημέρας, σαν να ήταν νερό. Εις υγείαν! Οι We Are Harlot που ακολούθησαν, θα έλεγα πως ήταν κάτι μεταξύ hard rock, του μοντέρνου glam rock που δίδαξαν οι Motley Crue των ’00s και του metalcore των Atreyu. Κάποια “γηπεδικά” refrains εδώ κι εκεί, έδιναν μια φεστιβαλική ατμόσφαιρα στο όλο πράγμα, το οποίο όμως ηχούσε πλήρως αδιάφορο στα αυτιά μου. Αργότερα έμαθα πως στη σύνθεσή τους έχουν μέλη από Asking Alexandria και τον Jeff George, πάλαι πότε κιθαρίστα του Sebastian Bach. Ας είναι.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Στο Valley Stage (κατ’ εξοχήν doom-ο-stoner stage που πολύ θα αγαπούσαν οι Έλληνες φίλοι) σειρά έπαιρναν οι Truckfighters που με κέρασαν τις πρώτες ανατριχίλες της βραδιάς. Υψηλή ενέργεια, έντονη σκηνική παρουσία, ήχος τούμπανο και ωραία επικοινωνία με τον κόσμο από το σουηδικό stoner rock trio, που έμοιαζε να ξέρει πολύ καλά τι έκανε. Οι μπύρες είχαν ξεκινήσει πλέον να ρέουν με ρυθμό σταθερά ανοδικό. Περνώντας από το Temple Stage (black metal προσανατολισμού), έγινα μάρτυρας του υπέροχου φωτισμού του με led που σχημάτιζαν ανάποδους σταυρούς και άλλα όμορφα. Οι Enthroned που ήταν στη σκηνή έμοιαζαν συμπαγείς και ατμοσφαιρικοί, όμως έπρεπε να πιάσω θέση και πάλι στο Main Stage, όπου και παρατάσσονταν σιγά-σιγά οι Armored Saint. Τι να πω εδώ… Μπαντάρα, ηχάρα, η πρώτη heavy metal βόμβα της βραδιάς ήταν γεγονός. Θεωρώ πως δεν ήμουν ο μοναδικός που αντιλήφθηκε πως είχαν ξεκινήσει να “ανάβουν τα άιματα” όσο ο John Bush και η παρέα του έκαναν τα δικά τους. Υμνικές εκτελέσεις σε πραγματικά έπη. Θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να τους ξαναπαρακολουθήσω σε κλειστό venue, όπου και πιστεύω πως θα είναι πλήρως καθηλωτικοί.
Περνώντας και πάλι από το Temple Stage, παρατήρησα πως στη σκηνή είχαν ανέβει οι Λετονοί Skyforger, που ηχητικά μου φάνηκε να ακροβατούν κάπου ανάμεσα στο folk, το black metal και το παραδοσιακό heavy metal. Εύκολα θα μπορούσα να τους φανταστώ στο πλευρό των Amon Amarth. Οι Orchid ήταν το πρώτο σχήμα που παρακολούθησα από την αρχή μέχρι το τέλος και δεν το μετάνιωσα. Το sabbath-ικό rock τους (σε βαθμό κλωνοποίησης) ακούγεται ακόμη καλύτερα ζωντανά και με ένα καινούριο τραγούδι μου έδωσαν την ελπίδα πως έχουν ξεκινήσει να δημιουργούν ένα κάποιο πιο προσωπικό στυλάκι και να απαγκιστρώνονται από την παρελθοντολαγνεία στην οποία μέχρι στιγμής μας έχουν συνηθίσει. Ίδωμεν.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Χαράζοντας και πάλι πορεία προς το main stage έγινα μάρτυρας ενός μικρού μέρους του set του Billy Idol, ο οποίος έμοιαζε να εκτελεί με τη δέουσα αρτιότητα το βρετανοτραφές glam punk rock του, το οποίο όμως δυστυχώς με αφήνει παγερά αδιάφορο και το οποίο ούτως ή άλλως διέκοψα στη μέση για να πιάσω θέση στο Valley Stage όπου θα έκαναν την εμφάνισή τους οι High On Fire. Ο ενθουσιασμός μου ήταν μεγάλος, μιας που είχα να τους δω από εκείνο το επικό show, το 2007, στο An Club της Αθήνας, δυστυχώς όμως ο ήχος δεν έμοιαζε να βοηθάει ούτε αυτούς αλλά και ούτε τις υψηλές μου προσδοκίες, αφήνοντας μια τόσο ποιοτική μπάντα του σύγχρονου μεταλλικού πανθέου να ακουστεί στα αυτιά μου ως ακαθόριστη φασαρία και με πλήρη απουσία φωνητικών στη μίξη.
Τρεχάτε ποδαράκια μου προς το Main Stage και πάλι, αυτή τη φορά για να δούμε θείο Lemmy και στη σκηνή πετυχαίνουμε τους Γερμανούς thrash overlords Sodom, τους –κατά τη γνώμη μου- γνησιότερους απογόνους των Motorhead. Ο Tom “Angelripper” και η παρεά του είναι από τα σχήματα που έχω παρακολουθήσει live τις περισσότερες φορές (πάνω από 5 αν δεν με γελάει η μνήμη μου) και είναι κάθε φορά απολαυστικοί και τιμιότατοι. Φαντάζουν αγέραστοι και είναι –κατά τη γνώμη μου- από εκείνα τα λίγα σχήματα που “το κρατάνε αληθινό” στην πορεία των ετών. Το κλείσιμο με το επικό “Remember the Fallen” ήρθε απλά να επιβεβαιώσει τους ισχυρισμούς μου. Οι Motorhead που ακολούθησαν αμέσως μετά, κατέρριψαν ότι φόβο υπήρχε σε σχέση με την ακμαιότητα του αειθαλούς frontman τους. Σε υψηλά επίπεδα αποδόσεων και με τον Lord Axsmith (κατά κόσμον Phil Campbell) να πραγματοποιεί όλη την επικοινωνία με το κοινό, αφήνοντας τον Lemmy να “κλέψει” μερικές ανάσες ανάμεσα στα τραγούδια, απέδειξαν πως παρά τις δυσκολίες και τα προβλήματα υγείας του προαναφερθέντος στην πορεία των τελευταίων ετών, στέκουν ακόμη εδώ αγέρωχοι και πιο rock’n’roll από ποτέ. Έπαιξαν ακόμη κι ένα καινούριο κομμάτι, ανοίγοντάς μας την όρεξη αλλά και τον δρόμο για το επόμενο δισκογραφικό τους πόνημα. Εύγε!
Οι Lamb Of God όσο πάνε και αναρριχώνται στα μεγάλα stages των festivals παγκοσμίως και όχι άδικα. Η απόδοσή τους ήταν και εδώ υψηλότατη και –μην έχοντας την ευκαιρία να τους παρακολουθήσω live στο παρελθόν- μπορώ να πω με βεβαιότητα πως το υλικό τους ακούγεται καλύτερα επί σκηνής. Ο frontman τους Randy Blythe είναι επικοινωνιακότατος και χαρισματικός και με τις διαρκείς παροτρύνσεις του προς το εκστασιασμένο κοινό του festival, κατάφερε να σχηματίσει κάποια από τα μεγαλύτερα moshing pits όλου του τριημέρου. Πλέον (εδώ και καιρό πιθανότατα) μπορούμε με βεβαιότητα να μιλάμε για μία μεγάλη μπάντα που ήρθε για να μείνει. Ακολούθησε η ανώτερη –κατ εμέ- στιγμή του festival και δεν μιλάω για άλλον από τον απειροτεράστιο Alice Cooper, κατά κόσμον Vincent Damon Furnier. Με την αεικίνητη κιθαρίστρια Nita Strauss των Iron Maidens στις τάξεις του σχήματος να κλέβει την παράσταση με τα απίστευτα κιθαριστικά της προσόντα (δεν είναι τυχαίο πως έχει πάρει στις πλάτες της το 60%-70% των solos) και… όχι μόνο, ο πατέρας του horror rock έδωσε ένα μοναδικό show από αυτά που δεν παρακολουθείς κάθε μέρα. Το στήσιμο της μπάντας ήταν απίστευτο, οι εκτελέσεις των κομματιών σε επίπεδο στουντιακών, ενώ δεν έλειψε και το εντυπωασιακό stage show, με ότι μπορεί να βάλει ο νους σου. Τεράστια τέρατα, ζουρλομανδύες, λαιμητόμοι (αποκεφαλίστηκε ο Cooper προς το τέλος του show, επικό σκηνικό!) ακόμα και η Sheryl Cooper (κόρη ποιου άραγε;) ντυμένη horror νοσοκόμα πήραν τη θέση τους στη σκηνή, καταξιώνοντας το συγκεκριμένο show σε ένα από τα καλύτερα που έχω παρακολουθήσει στη ζωή μου (καλά ακούσατε). Κύριε Furnier σας βγάζω το καπέλο.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Ένα μικρό πέρασμα μόνο από τους Mastodon ήταν αρκετό για να διαπιστώσω πως μιλούσαμε μάλλον για μία μία από τις πιο crowded σε προσέλευση εμφανίσεις του Valley Stage για όλο το τριήμερο. Έπρεπε όμως λίγο να καθαρίσουν τα αυτιά μας και να ξεκουραστούμε, οπότε κάνουμε λίγη υπομονή για να τους παρακολουθήσουμε τον Σεπτέμβρη στη χώρα μας. Η μοίρα θέλησε να δούμε μισούς Satyricon και μισούς Judas Priest (λογώ κοινών ωρών εμφάνισης). Οι μεν πρώτοι ήταν καθηλωτικοί, με μπροστάρη σε αυτό τον ταλαντούχο frontman τους Satyr (με τον οποίον είχαμε τη χαρά και να συνταξιδέψουμε στο τρένο του πηγαιμού προς Ναντ) οι δε δεύτεροι… ε τι να λέμε! Είναι οι θεοί του Metal. Η μη στρατηγική μας θέση, σχετικά μακριά από τη σκηνή δεν μας επέτρεψε να τους ευχαριστηθούμε όπως θα θέλαμε, αλλά μας επέτρεψε να αντιληφθούμε πως η απόδοση του Rob Halford ήταν σχετικά πεσμένη (με μεγάλη μας χαρά, λίγες μέρες μετά, στην Αθήνα, δεν βιώσαμε το ίδιο, παρά γίναμε μάρτυρες ενός θεϊκού Halford που δεν χώραγε αμφισβητήσεις).
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Ακολούθησε το πρώτο πέρασμα του υπογράφοντος από το Warzone (το hardcore stage του festival που ήταν τοποθετημένο αρκετά μακριά από όλα τα υπόλοιπα) για να παρακολουθήσει το set των Dead Kennedys. Με όλη την αυθεντική σύνθεση στις επάλξεις πλην του Jello Biafra, η εμφάνιση των Kennedys με έκανε με λύπη μου να διαπιστώσω πως “Kennedys χωρίς Biafra δεν είναι Kennedys”. Τι κι αν ο Ron “Skip” Greer αντέγραφε μέχρι και τις κινήσεις του προαναφερθέντος, τι κι αν τα τραγούδια εκτελούνταν στην εντέλεια, η μπάντα έμοιαζε γερασμένη και άψυχη, γεγονός που με ώθησε, πριν το τέλος του set τους να οδεύσω και πάλι προς το Main Stage όπου οι Slipknot έδιναν πόνο. Αυτή η μπάντα ξέρει να παίζει live. Ο Corey Taylor είναι ένας από τους καλύτερους frontmen εκεί έξω και το καινούριο line-up σκοτώνει. Όλα όσα έπρεπε να ακουστούν, ακούστηκαν (και φαντάζομαι άλλα τόσα πριν φτάσω εκεί) στα 45 λεπτά που πρόλαβα από το set της πολυμελούς μπάντας από το Iowa των ΗΠΑ. Στα συν της υπόθεσης, το γεγονός του ότι το main stage έχει απίστευτο στήσιμο και φωτισμό, τα οποία κανείς αντιλαμβάνεται κυρίως όταν βραδιάζει. Κι επειδή στην αγροτική Γαλλία βραδιάζει στις… 22:30, οι Slipknot ήταν από τους τυχερούς της ημέρας. Όχι τόσο τυχεροί όσο εγώ όμως, που μπόρεσα να τους παρακολουθήσω (για 4η φορά αν δεν κάνω λάθος) σε ένα τέτοιο stage και σε μια τέτοια συγκυρία που μου επέτρεπε να τους δώσω την απαραίτητη σημασία. Γυρνώντας στο ξενοδοχείο, απλά λιποθύμησα, εξουθενωμένος αλλά με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά. Η πρώτη μέρα είχε τελειώσει.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
ΜΕΡΑ 2η:
Χάρη στη κούραση της πρώτης ημέρας, το εγερτήριο κατέστη ιδιαίτερα δυσβάσταχτο, γεγονός που επηρέασε την ώρα άφιξής μας στον χώρο του festival, τη δεύτερη μέρα διεξαγωγής του. Η παρουσία ενός μπλακμεταλά φίλου στην παρέα εν τω μεταξύ, μας οδήγησε κατευθείαν (περίπου στις 15:00) στο Temple Stage όπου οι Craft –μουσικά τουλάχιστον- με εντυπωσίασαν, επιδιδόμενοι σε ένα γκρουβάτο, νορβηγικού στυλ black metal με κάποιες επικές και κάποιες post black στιγμές. Η παρουσία ετερόκλητων παρουσιαστικά μουσικών, ως σεσιονάδων στις θέσεις του μπάσου και της δεύτερης κιθάρας, καθιστούσαν το οπτικό του πράγματος λίγο αμήχανο, αλλά οι εντυπώσεις μας παρέμειναν μέχρι το τέλος θετικές. Η back-to-back εμφάνιση των βρετανών thrash metallers Onslaught στο ακριβώς διπλανό Altar Stage ήταν ακριβώς αυτή που περίμενα. Το γερμανικού τύπου thrash metal τους ανέβασε κατευθείαν τον κόσμο. Όπως πάντα συμβαίνει σε αυτόν τον ήχο, δεν υπήρξαν εκπλήξεις αλλά σίγουρα μιλάμε για μια εμφάνιση που δεν θα άφηνε κανέναν οπαδό του ιδιώματος ασυγκίνητο.
Τα βήματά μας, μας έβγαλαν στο Main Stage, του οποίου το line-up ήταν για άλλη μια μέρα καταπληκτικό. Οι Backyard Babies είχαν πάρει θέσεις μάχης και λίγα λεπτά μετά, επιδόθηκαν σε ένα αλητήριο rock’n’roll, κοντά σε αυτό των Hellacopters, χωρίς συμβιβασμούς και φλυαρίες. Μέσα σε όλα ακούστηκε και ένα καινούριο τραγούδι από το νέο τους album που κυκλοφορεί τον Νοέμβριο και για το οποίο ανυπομονούμε. Σειρά πήραν οι Αυστραλοί, παραπαίδια των AC/DC, που ακούν στο όνομα Airbourne, μία μπάντα που όπως αποδείχτηκε, είναι φτιαγμένη για μεγάλα στάδια, γεγονός που επιβεβαίωσε και η –για πρώτη μέχρι στιγμής φορά- παρουσία τόσο πολύ κόσμου που έμοιαζε να βρίσκεται εκεί για αυτούς, τραγουδώντας στίχους, χορεύοντας και αποθεώνοντάς τους. Το πιο σοβαρό τεχνικό πρόβλημα του τριημέρου, με το PA να καταρρέει για 15 ολόκληρα λεπτά, δεν έμοιασε να τους πτοεί, μιας που το διασκέδασαν μοιραζόμενοι μπύρες με τον κόσμο, ακόμη και παίζοντας 2 τραγούδια χωρίς ηχοσύστημα μπροστά σε ένα κατάμεστο Hellfest που απλά παραληρούσε. Ο χαρακτηρισμός rock’n’roll heroes τους ανήκει δικαιωματικά.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Ήταν η δεύτερη φορά που παρακολουθούσα τους Ahab, μετά το show τους στην Αθήνα τον περασμένο Μάρτιο και για άλλη μια φορά εντυπωσιάστηκα από την πραγματικά έντονη παρουσία αυτού του «ναυτικού» στοιχείου στη μουσική τους. Δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα. Πραγματικά νομίζεις πως θα γυρίσεις και δίπλα σου θα δεις τον Captain Nemo. Φανταστείτε τους Mastodon του “Leviathan” στη μισή ταχύτητα με κάποια brutal φωνητικά και είστε μέσα. Στις επανενωμένες L7 (all female band των late 80’s) ο κόσμος λίγο “έσπασε” από το main stage, γεγονός που δεν μπορώ παρά να αποδώσω στην πλήρως πλαδαρή, στην οριογραμμή της βαρεμάρας, εμφάνισή τους. Μέτρια πράγματα.
Στον δρόμο μου για το Valley Stage, όπου και σκόπευα να παρακολουθήσω τον Brant Bjork, μην έχοντας καταφέρει να το κάνω στο παρελθόν στις εν Ελλάδι εμφανίσεις του, έκανα μια σύντομη στάση στους Φινλανδούς Fintroll οι οποίοι είχαν γεμίσει ασφυκτικά το Temple Stage (όπως έκαναν και οι ομοιδεάτες τους Ensiferum λίγο μετά) και με περίσια δεξιότητα εκτελούσαν το εκκεντρικό folk metal τους, φέροντες μυτερά αυτιά και κερατάκια ωσάν αποκριάτικες φορεσίες. Κάπου εκεί και μιλώντας με τους ντόπιους, διαπίστωσα το πόσο μεγάλη απήχηση έχει αυτή η σκηνή σε τέτοιου τύπου festivals. Εντυπωσιακό αν και μακριά από τα γούστα μου. Ο Brant Bjork είναι μάγκας. Και εξηγούμαι: Πέραν του συμπαγούς drummer, η μουσική του εν λόγω σχήματος κυμαίνεται στα γνωστά στεροτυπικά desert rock μονοπάτια, που μετά το τρίτο τραγούδι σε κάνουν να καταρριέσαι την ύπαρξη των Kyuss (drummer των οποίων και έχει διατελέσει ο προαναφερθής, για όσους δεν το γνωρίζουν) στον μουσικό χάρτη. Έλα μου όμως που η φωνή του, ως φωνή έγχρωμου άντρα, μαζί με την “τσαχπινιά” της όλης παρουσίας του, έρχονται (μετά από μία τρίλεπτη επανάληψη του ίδιου riff) και αλλάζουν το όλο σκηνικό. Ο ωραίος ήχος και το ξεκούραστο άκουσμα που αποτελούν τα τραγούδια του συνετέλεσαν σε ένα ευχάριστο διάλειμμα πριν τον πανικό των…
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
… Body Count!!! Κάπου εδώ θα αναφερθώ στην πιο μελανή –κατά τη γνώμη μου- στιγμή του φετινού Hellfest. Την εξής: Φτάνοντας στο Warzone Stage, λίγη ώρα πριν το set της παρέας του Ice-T, ο κόσμος ήδη φάνταζε υπέρμετρα πολυπληθής για τη χωρητικότητα του συγκεκριμένου stage (που σημειωτέον, μαζί με τα Main Stages ήταν το μοναδικό open air stage του festival). Ελάχιστα λεπτά πριν οι Aμερικάνοι “Cop Killers” ανέβουν στο stage, ήδη είμασταν ο ένας πάνω στον άλλον. Η εμφάνισή τους ενωπίον ενός πρακτικά over-sold-out χώρου, απλα οδήγησε την κατάσταση στον εκτροχιασμό. Δεν πρέπει να υπήρχε άνθρωπος που δεν “έφαγε τις ψιλές του” μέσα σε αυτόν τον πανικό που οδήγησε πολλούς στο να μην μπορέσουν καν να φτάσουν στο σημείο της συναυλίας και εμάς να αποχωρήσουμε πριν το τέλος του set, εξουθενωμένοι από το ξύλο και αφυδατωμένοι. Για την εμφάνιση των αμερικάνων βέβαια, δε χωράει αμφισβήτηση. Μιλάμε για μία από τις πιο δυνατές εμφανίσεις όλου του τριημέρου και είναι πραγματικά κρίμα που αυτή δεν πραγματοποιήθηκε στο Main Stage προκειμένου να την απολαύσουμε όλοι στον βαθμό που θα έπρεπε. Ο Ice-T έκανε τον κόσμο, πραγματικά ότι ήθελε, ενώ παρότρυνε συνέχεια για circle pits και λοιπά μπάχαλα, ενθαρρύνοντας την δυσφορία της όλης κατάστασης. Ουφ.
Προσπαθώντας να πιάσουμε μια καλή θέση για την εμφάνιση των Faith No More, απολαύσαμε τους ZZ Top, που δεν μας έδωσαν τίποτα λιγότερο από αυτό που περιμέναμε. Παλιομοδίτικο, γκρουβάτο, διασκεδάστικό και boogie, blues rock από τους masters του είδους. Ένα απαραίτητο cool-down από την ένταση της μέχρι στιγμής μέρας. Οι δε Faith No More, τους οποίους επίσης είχα να απολαύσω χρόνια (από την εμφάνισή τους στο Θέατρο Βράχων το 2009) ήταν απλά άψογοι. Μέσα σε ένα εκκεντρικό σκηνικό, με άσπρες κουρτίνες και λουλούδια ξεκίνησαν το set τους με την φράση-κλειδί του Mike Patton: “Let’s put some heaven in Hellfest”. Κι έτσι έπραξαν. Ο φοβερά καθαρός τους ήχος και η φοβερή επιλογή τραγουδιών από όλη την πορεία τους συνετέλεσαν σε άλλη μία από τις απολαυστικότερες εμφανίσεις του τριημέρου, που σε μία στιγμή οδήγησε στην κορυφαία –κατ εμέ- στιγμή της βραδιάς με τη μπάντα να πραγματοποιεί μία άτυπη διασκευή του “Midlife Crisis” σε ένα μακροσκελές πέρασμα στη μέση του κομματιού. Ο δε Mike Patton, όπως πάντα ήταν επικοινωνιακότατος με τον κόσμο, καταλήγοντας, λίγη ώρα μετά την έναρξη του set να “κλέψει” την μπλούζα ενός σεκιουριτά, αποτελώντας για όλη τη συνέχεια της συναυλίας μια ευχάριστη παραφωνία στο κάτασπρο σκηνικό, με την νεοαποκτηθείσα φωσφοριζέ πορτοκαλί του περιβολή. Έπος.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Πείτε με φλώρο ή ότι άλλο θέλετε, αλλά έχετε παρεξηγήσει πολύ τους Scorpions. Αμέσως μετά από ένα εντυπωσιακότατο show με πυροτεχνήματα (διάρκειας περίπου 15 λεπτών), οι γερόλυκοι του rock έκαναν την εμφάνισή τους στη σκηνή παραδίδοντας μαθήματα ευρωπαϊκού rock, χεβιμεταλικού εκτοπίσματος. Το show στις τεράστιες οθόνες του Main Stage ήταν αρκετά διαφοροποιημένο από αυτό των άλλων σχημάτων, δίνοντας ένα level-up στην ατμόσφαιρα της εμφάνισής τους, ενώ ο βαρύς και καθαρός ήχος τους καθιστούσε το αποτέλεσμα κάτι παραπάνω από ικανοποιητικό. Η φωνή του Klaus Meine στέκεται ακόμη σε υψηλότατα επίπεδα (παρά τα 67 του χρόνια παρακαλώ) και το στήσιμο της μπάντας στη σκηνή είναι φοβερά επαγγελματικό (λογικό μετά από τόσα χρόνια στις πλάτες τους). Το drum solo του James Kottak κατά τη διάρκεια του οποίου επικοινωνούσε ακατάπαυστα με τον κόσμο (σταθερό τρικ στις εμφανίσεις τους τον τελευταίων ετών, όπως έμαθα αργότερα) και οι καπνοί που έβγαιναν από την κιθάρα του Rudolf Schenker κατά τη διάρκεια της εκτέλεσης του “Blackout” ήταν τα “κερασάκια” στην τούρτα του εντυπωσιασμού. Με κάθε ευκαιρία, εύκολα θα επιδίωκα να τους ξαναδώ.
Ο υπέροχος φωτισμός και οι εκκεντρικές φορεσίες του Marilyn Manson και της λοιπής κομπανίας, δεν μπόρεσαν να μου ρίξουν αρκετή στάχτη στα μάτια, ώστε να παραβλέψω τη σχετικά μέτρια εμφάνιση που πραγματοποίησαν. Μία μετριότητα που εντοπίζω ως επί τω πλείστον στην “κουρασμένη” παρουσία του mainman Marilyn, κατά κόσμον Brian Hugh Warner, που σε στιγμές έδινε ακόμη και την εντύπωση πως έκανε αγγαρεία. Παραβλέπω γραφικότητες τύπου “Πετάξτε μας τα σουτιέν σας, προκειμένου να συνεχίσουμε να παίζουμε”, τα τεράστια κενά ανάμεσα στα τραγούδια και την χλιαρή εκτέλεση του προσωπικού αγαπημένου “Beautiful People” γιατί απλά θα παρατείνω τον εκνευρισμό μου. Παρ’ όλα αυτά, το φετινό “The Pale Emperor” είναι ένας πολύ καλός δίσκος, που προτείνω ανεπιφύλακτα να στροφάρετε άμεσα στον όποιον player σας.
Το αντηλιακό και η περιορισμένη κατανάλωση μπύρας, είχαν σώσει την ημέρα και εμάς από βέβαιη κατάρρευση (όπως παραλίγο να συμβεί την πρώτη) και η προσμονή της τρίτης (εξίσου εντυπωσιακής) συνέχειας της χεβιμεταλικής μας περιπέτειας, μας έδωσαν τη δύναμη να διανύσουμε μερικά χιλιόμετρα μέχρι τον απομακρυσμένο χώρο στάθμευσης. Καληνύχτα Hellfest.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
ΜΕΡΑ 3η:
Την τρίτη μέρα δεν την πατήσαμε όπως τις άλλες δύο κι έτσι καταφέραμε να είμαστε στον χώρο του φεστιβάλ από τις 13:00, όπου περνώντας από το Valley Stage γίναμε για λίγα λεπτά μάρτυρες του show των Sofy Major, που εκτελούσαν ένα Mastodon-meets-Eyehategod-meets-Melvins sludge metal μετρίου βεληνεκούς. Θα έλεγε κανείς πως η μέρα μας επίσημα ξεκίνησε με καφέ, γυαλί ηλίου και black metal περιοπής από τους Khold, οι οποίοι επιδίδονταν σε ένα “ψυχρό”, groovy, epic black metal νορβηγικής σχολής (όπως και η καταγωγή τους) που σε στιγμές μου έφερε στο μυαλό τους μεγάλους Satyricon ενώ είχε και αρκετά doomy αλλά και thrashy σημεία. Ενδιαφέρον σχήμα που καλούμαι να ψάξω περισσότερο.
Πρόλαβα μόνο ένα μέρος της εμφάνισης των Red Fang, που δεν κατάφεραν να κρατήσουν πολύ το ενδιαφέρον μου, αλλά έμοιαζαν να ανταπεξέρχονται ιδιαίτερα καλά σε φεστιβαλικές συνθήκες και μάλιστα στο μεγάλο stage. Χωρίς να ανταλάσσουν κουβέντα με το κοινό (στο κομμάτι της εμφάνισης που παρακολούθησα εγώ τουλάχιστον) άφησαν τα riffs και τη γκρούβα να μιλήσουν για αυτούς, δύο πράγματα στα οποία το έχουν πάρα πολύ. Άλλη μια μπάντα που θέλω να ξαναδώ με την πρώτη ευκαιρία. Οι Dark Tranquillity, που πήραν τη σκυτάλη στο ακριβώς δίπλα stage, είναι σαφέστατα ένα από αυτά τα συγκροτήματα στα οποία ταιριάζουν καλύτερα οι venue gig συνθήκες παρά οι φεστιβαλικές, γεγονός που επιβεβαίωσε ο μέτριος ήχος τους αλλά και η πλήρης απουσία ατμόσφαιρας από τη μουσική τους. Άλλωστε ήταν 14:00 η ώρα διάολε.
Πριν οδεύσω –για τρίτη συνολικά φορά μέσα σε όλο το τριήμερο – προς το Warzone Stage, έκανα μία μικρή στάση στους Russian Circles που είχαν και αυτοί καταφέρει να γεμίσουν ασφυκτικά το Valley Stage, παραδίδοντας μαθήματα instrumental post rock απαράμιλλης ποιότητας. Δεν μπόρεσα όμως να απολαύσω όλο το set τους γιατί είχα ένα παιδικό απωθημένο που ήθελα να εκπληρώσω: Fuck the record! And fuck the people! Let there be Snot!!! Με όλη τη σύνθεση του θρυλικού “Get Some” του 1997, πλην του εκλιπόντος τραγουδιστή Lynn Strait (R.I.P.) και με τον Carl Bensley (ποιος είναι αυτός;) στη θέση του, το κουιντέτο από τη Καλιφόρνια των Η.Π.Α. γκρούβαρε μέχρι αηδίας, εκτελώντας τον προαναφερθέντα δίσκο-αριστούργημα στην ολότητά του, όπως και… μισή διασκευή στο “New Level” των Pantera, αλλά και ολόκληρη στο “Hit the Lights”. Γαμάτα!
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Επιστροφή στο Valley Stage που είχε μια γεμάτη τρίτη μέρα να διανύσει, με acts που με ενδιέφεραν ιδιαιτέρως. Οι Weedeater είναι η πιο σάπια μπάντα που έχω δει live. Με την καλή έννοια. Τελείως στον κόσμο τους, με έναν αλλοπρόσαλο drummer να κλωτσάει κάθε τόσο τα πιάτα του με το πόδι και να εκσφενδονίζει μπαγκέτες δεξιά-αριστερά και με τον Dave “Dixie” Collins (επίσης μέλος των sludge θρύλων Buzzov-en) να αλληθωρίζει (κυριολεκτικά) κάθε φορά που οι κραυγές του το απαιτούσαν, οι “μπαφοφάγοι” μας προσέφεραν 40 λεπτά μαστουρωμένου sludge stoner, όπως αυτοί και άλλοι 2-3 μόνο κατέχουν πραγματικά. Cheers! Οι Eyehategod σε ένα σημείο του set τους με έκαναν να βουρκώσω λίγο και μιλάω σοβαρά. Εδώ πέρα κύριοι μιλάμε για τους πατεράδες του sludge (ειδικότερα μιλώντας για τον Jimmy Bower) και –τηρουμένων των αναλογιών πάντα- θα έλεγα πως επίσης μιλάμε για την “καλύτερη” μπάντα ολόκληρου του Hellfest. Απορείτε ε; Κι εγώ απορούσα. Τρομερό δέσιμο, επικοινωνιακότατοι, ο Aaron Hill είναι ο καλύτερος αντικαταστάτης που θα μπορούσε να έχει βρεθεί για τον εκλιπόντα Joey LaCaze (ένας-ένας φεύγουν γαμώτο μου), τα τζαμαρίσματα προς το τέλος του σετ μας έδωσαν μία εικόνα του πως είναι η διαδικασία της σύνθεσης νέων τραγουδιών στο studio, ενώ το τελείωμα με το “Jackass in the Will of God”… απλά άστο. Στα αξιοσημείωτα της υπόθεσης, το γεγονός του ότι ο Bower την ίδια μέρα είχε να βγάλει και την εμφάνιση των Superjoint Ritual, ενώ ο μικροκαμωμένος Mike Williams έβγαλε αυτούσια την φωνητική σαπίλα της δισκογραφίας τους, έχοντας –καθ’ ότι φαίνεται- πιει… και τα τραπέζια. Απλά, κομμάτια.
Στο Main Stage οι Cavalera Conspiracy, ως δεύτεροι Sepultura (ή μήπως πρώτοι) έριξαν μεγάλο βάρος του set τους σε τραγούδια του προηγούμενου σχήματός τους (έπαιξαν σύνολο 5 αν δεν κάνω λάθος), ενώ ακούστηκε ακόμη και ένα κομμάτι Nailbomb (!!!). Είχαμε πάλι μία προσωρινή παύση λειτουργίας του PA εδώ, γεγονός που δεν πτόησε ούτε αυτούς, που με τα παιδιά τους να παρακολουθούν τη συναυλία από το πίσω μέρος της σκηνής, δημιούργησαν τεράστια moshing pits χάρη στην ενέργειά και την υψηλή τους απόδοση. Μοναδικό μελανό σημείο αποτέλεσε η φωνή του Max, που φαίνεται πως έχει πλέον πάνω της ανεξίτηλα τα… σημάδια του χρόνου.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Οι Life Of Agony (με τους οποίους είχα να ασχοληθώ χρόνια) ήταν γεμάτοι ενέργεια και την μετέδιδαν ακατάπαυστα, σε ένα κοινό που έμοιαζε να τους αγαπάει ιδιαίτερα. Τι κι αν ο Keith Caputo έγινε Mina Caputo (για όσους δεν το γνωρίζουν, ο frontman του σχήματος, πριν λίγο καιρό πραγματοποίησε εγχείρηση αλλαγής φύλου και έγινε… frontwoman), οι αμερικάνοι alternative metallers δεν έχουν χάσει καθόλου από την ποιότητά τους (παρά την πολυετή δισκογραφική τους απουσία) και ο / η προαναφερθής έχει μία απίστευτη φωνή, γεγονός που τους καθιστά ένα must-see. Χάρηκα πολύ που είχα την ευκαιρία να τους απολαύσω, έστω και τόσο ετεροχρονισμένα από τον καιρό τους. Οι Epica από την άλλη με αφήνουν πλήρως αδιάφορο, δεν μπορώ όμως να μην επισημάνω το πόσο πολλή ενέργεια βγάζουν πάνω στο stage, το πόσο υψηλών προδιαγραφών ήχο είχαν, το πόσο επαγγελματικά είναι στημένοι και φυσικά το πόσο εντυπωσιακή φωνή έχει η πανέμορφη τραγουδίστριά τους. Οι fans του είδους πρέπει να είχαν μικρές ονειρώξεις. Οι Limp Bizkit με απογοήτευσαν. Δεν αποτελούσαν ποτέ αγαπημένο μου άκουσμα, όμως ανανγώριζα ανέκαθεν την ποιότητά και τη δισκογραφική αρτιότητά τους και ήταν ένα από τα σχήματα που είχα πολύ απορία ως προς το πως θα απέδιδαν το set τους σε συνθήκες ζωντανής εμφάνισης. Ο πλέον χιπστερομουσάτος Fred Durst ήταν κινητικότατος και η φορεσία του Wes Borland, όπως πάντα ευρηματικότατη (κάτι μεταξύ Guy Faux και drag queen), όμως κάτι τα ανούσια τζαμαρίσματα πάνω σε τραγούδια των Metallica, κάτι τα μεγάλα διαλείμματα και η πολυλογία μέσα στο setlist τους, με έκαναν να πιστέψω πως μάλλον ήμουν σε κάποιο jam night παρά στο live μιας τόσο μεγάλης μπάντας.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Εγκατέλειψα στη μέση, πριν εκνευριστώ κι άλλο και άφησα τους Saint Vitus να με εντυπωσιάσουν. Με τον Scott Reagers (τραγουδιστή στα πρώτα τρία albums της μπάντας) στη θέση πίσω από το μικρόφωνο, αντί για τον Scott “Wino” Weinrich, οι παππούδες και θρύλοι του doom metal παρέδωσαν μαθήματα doom attitude. Πλήρως στατικοί, με εξαίρεση τον frontman τους, ήταν απόλυτα πειστικοί σε ότι έκαναν πάνω στη σκηνή. Απέδωσαν στην τελειότητα υλικό απο το early discography τους (ένεκα της παρουσίας του Scott Reagers), με τους Eyehategod, Superjoint Ritual και Weedeater να παρακολουθούν το show από το πλάϊ της σκηνής, πριν –στο τέλος αυτού- ξεχυθούν πάνω τους για αγκαλίες και συγχαρητήρια. Τα άσπρα και κόκκινα μπαλόνια που έπεσαν πάνω στο κοινό στο τέλος του set τους και το παροξυσμικά οπαδικό sing-along του Phil Anselmo στο “Born Too Late” (“I know I don’t belong and there’s nothing I can do, I was born too late and I’ll never be like you”), κατατάσσονται έυκολα στις πιο συγκινητικές doom-metal-related εμπειρίες στη ζωή του υπογράφοντος. Ε-Π-Ο-Σ!!!
Ζαλισμένος, βρέθηκα και πάλι στο Temple Stage όπου οι Triptykon έπαιρναν σειρά για να μας δώσουν άλλη μια σερί σφαλιάρα, σε μια ήδη επική βραδιά. Ο Tom G Warrior είναι ο άρχοντας του σκότους. Σε ένα stage γεμάτο καπνούς και άσπρο φως, με τα decibel να κόβουν κεφάλια, τα octavers (όσοι ασχολούνται με μουσική τεχνολογία ξέρουν σε τι αναφέρομαι) να σου κόβουν την ανάσα και τα τρία χαρακτηριστικά Ιceman guitars (google it) στα χέρια, οι Triptykon, με σύμμαχό τους τον πολύ καλό ήχο, εκτέλεσαν υλικό τόσο δικό τους, όσο και από τη δισκογραφία των Celtic Frost, μην αφήνοντας κανέναν δυσαρεστημένο. Ούτε καν εμένα που έπρεπε να διακόψω το σετ κάπου μετά τη μέση για να πάω να πιάσω σειρά στο Valley Stage όπου οι Superjoint Ritual του Phil Anselmo θα πραγματοποιούσαν την πρώτη Ευρωπαϊκή εμφάνιση στην ιστορία τους. Κι έτσι κι έγινε. Οι sludge punk metallers από τη Νέα Ορλεάνη του έδωσαν και κατάλαβε, με τα μικρά σε διάρκεια μα θανατηφόρα τραγούδια από την σύντομη δισκογραφία τους (μόλις 2 albums). Ο Phil Anselmo με κάποια παραπανίσια κιλάκια, με κάποιες διαλείψεις (δεν θυμήθηκε ούτε έναν τίτλο τραγουδιού) αλλά και σε στιγμές με μία αδικαιολόγητη πολυλογία, έδωσε μία εντύπωση εξουθένωσης σε σχέση με το δοξασμένο παρελθόν του, όμως δεν παύει η ενέργεια που κουβαλάει πάνω του από την μακροχρόνια πορεία του στη σκηνή να είναι αρκετή για να σε κάνει να θες να σπάσεις τον σβέρκο σου (και τα μούτρα του διπλανού) με κάθε κίνηση του πάνω στη σκηνή. Μας υποσχέθηκε πως θα επιστρέψουν στην Ευρώπη και για άλλα shows κι εμείς ευχόμαστε τόσο αυτό, όσο και να κυκλοφορήσουν σύντομα τον διάδοχο του “A Lethal Dose of American Hatred” γιατί 12 χρόνια είναι πολλά. Πάρα πολλά.
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015
Δεν μου είχαν μείνει πολλές δυνάμεις για να παρακολουθήσω με θέρμη τους Nightwish, που παρατάχθηκαν με την νεοαποκτηθείσα frontwoman τους Floor Jansen που μοιάζει να τους πηγαίνει πραγματικά πολύ. Το πολυάριθμο κοινό του main stage και τα χαμόγελα στα πρόσωπα των μελών της μπάντας, μαρτυρούσαν μία από τις δεόντως φορτισμένες στιγμές του festival (άλλωστε μιλάμε για το τελευταίο act του τριημέρου), όμως η κούραση και τα πρησμένα μου πόδια, με έφεραν λίγα λεπτά μετά και πάλι στον δρόμο της επιστροφής για το ξενοδοχείο. Τι, δεν έχει τέταρτη μέρα; Αυτό ήταν; Τελείωσε; Ήμουν εξουθενωμένος, μα μια τέτοια εμπειρία εύχεσαι να μη χρειαστεί να τελειώσει ποτέ. Ό,τι κι αν είχα ακούσει από άλλους που την είχαν στο παρελθόν, δεν ήταν αρκετό. Η παρουσία σου σε μία τέτοια φεστιβαλάρα αλλάζει πραγματικά πολύ τον τρόπο που βλέπεις τα πράγματα. Το επίπεδο είναι πάρα πολύ υψηλό στο καθετί που αφορά σε παραγωγή, διοργάνωση και εκτέλεση και κάθε στιγμή είναι μοναδική σε έναν τέτοιο χώρο γεμάτο θετική ενέργεια, χαρούμενα πρόσωπα και δυνατή, ποιοτική μουσική. Να είμαστε καλά να το κάνουμε και του χρόνου.
Είναι πραγματικά ΑΠΙΘΑΝΟ να δεις έστω κι τις μισές από τις μπάντες που σε ενδιαφέρουν σε ένα τόσο μεγάλο φεστιβάλ, ειδικά αν φωτογραφίζεις και πρέπει να περιμένεις στην ουρά αρκετή ώρα πριν την εμφάνιση ενός σχήματος στη σκηνή. Ωστόσο, όσο ο Δημήτρης Κότσης παρακολουθούσε τα… “δικά του”, εγώ είχα την ευκαιρία να δω κάποιες μπάντες ακόμη. Η δεύτερη μέρα με βρήκε να μπαίνω τελευταία στιγμή στο photopit για να φωτογραφίσω τον χοντρούλη πλέον Ace Frehley (πρώην κιθαρίστα ξέρετε ποιων) και την μπάντα του. Διασκεδαστικό hard rock, διασκευές σε κομμάτια των Kiss κι ένας Richie Scarlet να κλέβει την παράσταση με την θεατρική σκηνική του παρουσία. Είδα επίσης για πρώτη μου φορά τους Orange Goblin, μια από τις πιο heavy metal μπάντες που έπαιξαν στο The Valley και πλέον έχω την επιθυμία να τους ξαναδώ σε ένα full set. Οι Hollywood Undead, που έπαιξαν στο Main Stage την τρίτη και τελευταία μέρα, δεν μπορώ να πω ότι με έπεισαν ιδιαίτερα, αλλά οι fans των Papa Roach και Linkin Park μάλλον τους εκτίμησαν περισσότερο. Λίγη ώρα αργότερα, επέλεξα να δω τους ανανεωμένους Beastmilk ή καλύτερα τους Grave Pleasures, όπως ονομάζονται πια. Λίγο η ώρα, λίγο ότι ο κόσμος μπορεί να μην κατάλαβε με ποιους είχε να κάνει, το The Temple δεν μάζεψε όσο κόσμο περίμενα, αλλά ο Kvohst και η υπόλοιπη συμμορία του, δεν φάνηκαν να πτοούνται ιδιαίτερως. Ο ήλιος είχε σχεδόν πέσει όταν οι In Flames ανέβηκαν στη σκηνή με το αγαπημένο μου “Only For The Weak”. Από κάτω πανζουρλισμός, στo photopit χαμός και οι In Flames δεν μπορούν να σταματήσουν να χαμογελούν. Κρίμα που δεν είχα το χρόνο να απολαύσω ολόκληρο το set τους. Και μιας που το έφερε η κουβέντα, και τους Superjoint Ritual άφησα λίγο πριν τέλος, για να πιάσω σειρά για να φωτογραφίσω Nightwish. Ε, εκείνη την ώρα τελείωναν το set τους και οι Korn, των οποίων την πορεία δεν μπορώ να πω ότι έχω παρακολουθήσει ιδιαίτερα. Αυτό που μου έμεινε όμως ήταν ο κακός ήχος, αφού εκεί που καθόμουν άκουγα μόνο μπότα και μπάσο. Μώρε μήπως ο Jonathan Davis ήταν στη διπλανή σκηνή; – Aναστασία Παπαδάκη
Gepostet von RockinAthens.gr am Sonntag, 12. Juli 2015