Η πρώτη ημέρα του Heavy Psych Sounds Fest μπορεί να είχε αρκετά οργανωτικά προβλήματα, αλλά τουλάχιστον το μουσικό της σκέλος μας άφησε ικανοποιημένους. Η δεύτερη μέρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας μαραθώνιος, με τις δυο σκηνές και τα τόσα συγκροτήματα που πήραν μέρος. Η αλλαγή χώρου ήταν επιβεβλημένη και, προσωπικά μιλώντας, τη θεωρώ επιτυχημένη, αφού ήταν σχετικά απομακρυσμένη από τον ιστό της πόλης και έτσι δεν υπήρχαν ευτράπελα με ηχορύπανση και ενόχληση των περιοίκων. Από την άλλη, βέβαια, δεν ήταν εύκολα προσβάσιμη με τα μέσα. Λόγω καθυστερημένης άφιξής μου στο χώρο, τα δυο πρώτα συγκροτήματα, τους Congulus και το απωθημένο μου, τους Wyatt.E, δυστυχώς δεν τα πρόλαβα, οπότε δεν μπορώ να σας μεταφέρω το τι και πώς εκτυλίχθηκε επί σκηνής.
Ανταπόκριση: Χρήστος Κατσίμπας / Φωτογραφίες: Έλενα Θεοδωροπούλου
Στην ουσία, οι Birds of Vale άνοιξαν τη δεύτερη ημέρα για εμένα, για τον λόγο που προανέφερα. Το συγκρότημα ανέβηκε στη μικρή σκηνή του φεστιβάλ, η οποία ήταν στον εξωτερικό χώρο του venue, στο μικρό stage, και πραγματικά έδωσαν ό,τι καλύτερο είχαν με αυτό το ιδιαίτερο rock n’ roll τους, παρά το γεγονός ότι δεν είχαν σύμμαχο τον ήχο.

Λίγο πριν τελειώσουν οι Birds of Vale, κατευθυνθήκαμε στο χώρο του κλειστού venue, το οποίο με άφησε πλήρως ικανοποιημένο, καθώς οι doomsters Acid Mammoth είχαν πάρει τη θέση τους στη σκηνή και, σαν έτοιμοι από καιρό, μας παρέσυραν στη πρώτη μεγάλη εμφάνιση του φεστιβάλ με το μονολιθικό doom metal τους. Εύγε, γιατί αυτό το συγκρότημα είναι φονιάδες επί σκηνής και μόνο ανοδική πορεία μπορεί να έχουν.

Συνέχεια στον εξωτερικό χώρο για την, κατά τη γνώμη μου, πρώτη έκπληξη του διημέρου, καθώς οι Τεξανοί Warlung μας έδωσαν το κεφάλι στα χέρια με την ένταση που βγάζει το speed-αριστό stoner/doom metal τους. Οι τύποι ήταν απίστευτοι, με αυτά τα heavy metal solos έδωσαν το κάτι διαφορετικό, στα συν το εξαιρετικό μουσικό τους γούστο με το μπλουζάκι Chat Pile που φόραγε ο ένας κιθαρίστας.

Η διαδρομή γνωστή πλέον για το μεγάλο venue, καθώς οι Εγγλέζοι Margarita Witch Cult είχαν ξεκινήσει το set τους. Μουσικά θύμιζαν ένα κράμα από τους Uncle Acid ως τους The Obsessed και τους Black Sabbath. Η τριάδα στέκεται άψογα στη σκηνή και το ένα riff διαδέχεται το άλλο, τα τριπλά φωνητικά προσδίδουν μια άλλη διάσταση, πιο metal, στον μουσικό τους κόσμο και σίγουρα αυτοί οι συγκεκριμένοι θα μας απασχολήσουν ακόμα περισσότερο στο μέλλον.

Ξανά έξω, γιατί στο μικρό stage ανέβαιναν οι Ιταλοί Mr. Bison, και τους περίμενα πώς και πώς, αφού είναι ένα συγκρότημα που στουντιακά με έχει κερδίσει με τις δουλειές του. Ζωντανά πάντως, ενώ ήταν ορεξάτοι και το προσπάθησαν ως εκεί που δε πάει άλλο, ο ήχος ήταν καταδικαστικός και ένα συνεχόμενο μπούκωμα ακουγόταν, ειδικά στις κιθάρες. Ελπίζω σύντομα να τους ξαναδούμε και να ρεφάρουμε.

Στη κεντρική σκηνή ήχησε το “The Prophet” και οι Black Rainbows ξεκίνησαν ορμητικά την εμφάνισή τους, οχτώ χρόνια μετά την τελευταία τους φορά στην Αθήνα. Ό,τι και να πεις ή να γράψεις για αυτούς είναι λίγο, καθώς έχουν φτιαχτεί για να παίζουν ζωντανά το fuzzy/spacey stoner rock τους με τις πολλές ντόπες από το πυραυλοκίνητο rock των MC5. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε η καθιερωμένη διασκευή στον ύμνο των τελευταίων, “Black to Comm”. Σταθερή αξία οι Ιταλοί τα τελευταία πολλά χρόνια και δεν απογοητεύουν ποτέ live.

Στη μικρή σκηνή οι Puta Volcano, με χαρακτηριστική άνεση και ευκολία, κέντρισαν τα βλέμματα όλων. Η Άννα είναι εξαιρετική frontwoman με μια βαθιά χαρακτηριστική φωνή και ένα performance μοναδικό, όχι βέβαια ότι το υπόλοιπο συγκρότημα πάει πίσω. Οι Puta Volcano μας βύθισαν στο alternative/desert rock τους και η αλήθεια είναι ότι δε θέλαμε να τελειώσει και ποτέ, καθώς ήταν με ευκολία μια από τις καλύτερες φορές που τους βλέπω live. Στα συν, βέβαια, το ότι είχαν τον καλύτερο ήχο στο μικρό stage.

Η ώρα όμως είχε φτάσει για να μη βγούμε ποτέ ξανά για το υπόλοιπο της βραδιάς έξω, μιας και οι ηγήτορες της ελληνικής heavy/stoner rock σκηνής, οι Nightstalker, είχαν πάρει τη θέση που τους αρμόζει και ξεκινούσαν το γλέντι όπως μόνο αυτοί ξέρουν. “Use”, “Trigger Happy”, “Zombie Hour”, “Forever Stoned”, “Children of the Sun”, “The Dog No One Wanted”, “Never Know”, “Just a Burn”, “Baby God Is Dead”, “Sweet Knife”, “Dead Rock Commandos”, “Uncut” από το επερχόμενο νέο δίσκο και τα μυαλά μας πολτοποιήθηκαν, ενώ τα σώματά μας πάλλονταν από τους ήχους των κομματιών τους. Η αλήθεια είναι ότι σε κανένα live των Nightstalker δε μπορείς να μείνεις ακούνητος και να μην ξελαρυγγιαστείς. Μέχρι την επόμενη φορά λοιπόν…

Το τι σημαίνουν οι Orange Goblin για το συγκεκριμένο είδος μουσικής δε θα το αναλύσουμε εδώ μέσα. Η είδηση της αποχώρησής τους από την ενεργό δράση στο τέλος αυτού του tour που κάνουν μας στεναχώρησε όλους. Από την άλλη, το ότι ανακοινώθηκαν για τη συγκεκριμένη έκδοση του Heavy Psych Fest μας χαροποίησε ιδιαίτερα, καθώς ήταν η ευκαιρία για ένα τελευταίο χορό μαζί τους! Με τις πρώτες νότες από το “Cemetery Rats” μέσα από το τελευταίο τους δίσκο, το ένιωθες ότι κάτι πολύ μεγάλο θα διαδραματιζόταν μπροστά στα μάτια μας και όλο το Universe πήρε μέρος χωρίς πολλά-πολλά. Με το “Scorpionica” δε γίνεται να μη χορέψεις και να μη χτυπηθείς, καθώς ο αεικίνητος Ben Ward το προστάζει και εμείς απλά δεν έχουμε παρά να γίνουμε μια άμορφη μάζα.

Το “Saruman’s Wish” από το ντεμπούτο τους μας φέρνει ρίγη συγκίνησης, αφού ο συγκεκριμένος δίσκος είναι ‘ιερός’, και με το “Blue Snow” να έπεται, τα ηλεκτροσόκ είναι συνεχόμενα και επαναλαμβανόμενα. Το αδικημένο “Coup De Grace” εκπροσωπήθηκε με τα “Your World Will Hate This” και “Made of Rats” και σταματάω κάπου εδώ να γράφω το setlist, γιατί θα ήθελα δέκα σελίδες. Συγκρότημα και κόσμος έχουν γίνει ένα, οι Goblin απολαμβάνουν τη στιγμή της κηδείας του συγκροτήματός τους, κάνοντας ένα πάρτι που μόνο ως τέτοιο δε μπορεί να εκληφθεί.
Οι Orange Goblin πάντα ήταν εγγύηση για φουλ ιδρωμένα live και χαρούμενες φάτσες μετά από αυτά. Το ότι θα λείψουν είναι σίγουρο, όπως σίγουρο είναι ότι για ακόμα μια εμφάνισή τους ήταν υπέρ του δέοντος ισοπεδωτικοί. Μα αλήθεια, τι ωραίος τρόπος και με τι εμφάνιση μας αποχαιρέτισαν οριστικά και έκλεισαν αυτή την πρώτη απόπειρα του Heavy Psych Fest!
