Δεν υπάρχει, νομίζω, ιδανικότερο σκηνικό από ένα μουσκεμένο από τη συνεχή βροχή τριήμερο μέσα στον Απρίλη, για να παρακολουθήσουμε ένα live αφιερωμένο στη θλίψη και την απόγνωση. Τρεις μπάντες από το χώρο του post-black metal ανέλαβαν να μας ξεναγήσουν στις σκοτεινότερες πτυχές του ψυχισμού μας.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες : Δανάη Φωκίου (περισσότερες εδώ)
Η αρχή έγινε με τους εκπληκτικούς Message In A Cloud, οι οποίοι έπιασαν το κοινό, το οποίο είχε σχεδόν γεμίσει το venue από νωρίς, από το λαιμό. Η φοβερή απόδοση και η διάθεση για μουσική έκφραση χαρακτήρισαν την εμφάνισή τους. Με σύμμαχο τον πολύ καλό ήχο, αλλά και το ενδιαφέρον υλικό κατάφεραν να κερδίσουν σίγουρα νέους οπαδούς, καθώς κινήθηκαν με μαεστρία στο post-metal τοπίο εναλλάσσοντας μελωδικές στιγμές με δυναμικά ξεσπάσματα. Ξεχώρισαν τα “The Need And The Needle” και “Bipolar Order”. Αποδείχτηκε, δε, αργότερα ότι μάλλον ήταν η καλύτερη μπάντα της βραδιάς.
Δεν ξέρω τί παίζει με τον ψυχισμό των Allochiria. Από πού προέρχεται όλος αυτός ο ζόφος; Δεν υπάρχει ακτίνα φωτός πουθενά. Ελπίζω τα παιδιά να ξορκίζουν το εσωτερικό τους σκοτάδι με αυτό τον τρόπο. Η παράλληλη προβολή του cult αριστουργήματος “Tetsuo – The Iron Man” (1989) του Shinya Tsukamoto στην οθόνη έκανε απόλυτα επιτυχή τη μεταφορά της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας της μουσικής τους στο κοινό, που παρακολουθούσε αποσβολωμένο. Το υλικό τους, πότε θορυβώδες και πότε αργό και βασανιστικό, πάτησε πάνω στον άψογο ήχο και μας αποτελείωσε συναισθηματικά. Τα νέα κομμάτια τους αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον με τα πιο doomy σημεία τους. Χαρακτηριστική η σκηνική παρουσία της Ειρήνης, η οποία ερμηνεύει με την πλάτη γυρισμένη στο κοινό. Τα φωνητικά της λειτουργούν περισσότερο ως ένα noise background (κάπως σαν τον θόρυβο που υποβόσκει μονίμως στο εφιαλτικό Eraserhead (1977) του David Lynch), καθώς δεν αλλάζουν ποτέ τόνο και δεν μπορείς να διακρίνεις καμία λέξη. Εισέπραξαν δε, δικαίως, έντονο χειροκρότημα.
Ομολογώ ότι είμαι μεγάλος θαυμαστής της στουντιακής δουλειάς των headliners post-black metallers Harakiri for the Sky. Επίσης, αν και δεν είχα παρευρεθεί στην προηγούμενη επίσκεψή τους στη χώρα μας, είχα ακούσει διθυραμβικές κριτικές για την εμφάνισή τους. Ο δε χαρακτήρας της σπαρακτικής, αλλά και μελοδραματικής φύσης της μουσικής, αλλά και των στίχων τους, ταιριάζει απόλυτα με την ιδιοσυγκρασία του ελληνικού κοινού. Δυστυχώς, σχεδόν τίποτα δεν δούλεψε σωστά.
Με την έναρξη του set τους η ποιότητα του ήχου υποβαθμίστηκε, για κάποιο περίεργο λόγο, που προφανώς δεν έχει να κάνει με το venue, σημαντικά. Οι κιθάρες παρήγαγαν μία ασαφή βαβούρα, η συνολική ένταση ήταν πολύ χαμηλή, ενώ τα τύμπανα ήταν δυσδιάκριτα. Ακόμη και οι φωτισμοί ήταν στατικοί και ελλιπείς. Το κύριο πρόβλημα, όμως, που εντόπισα ήταν η έλλειψη όρεξης από τους μουσικούς στη σκηνή, οι οποίοι φαίνονταν να διεκπεραιώνουν απλά το ρόλο τους. Βέβαια, αυτό το θέμα είναι κοινός τόπος στις περιπτώσεις συγκροτημάτων, που αποτελούνται από session μουσικούς. Όμως, ακόμα και ο συνήθως σπαραξικάρδιος Michael “JJ” V. Wahntraum στη φωνή φαινόταν να “ζορίζεται” στα growls του, τα οποία σε σημεία άγγιζαν τα καθαρά φωνητικά.
Το setlist ξεκίνησε με τις τραγουδάρες -στο στούντιο-, “Heroin Waltz” και “Funeral Dreams”, τα οποία μάλλον μούδιασαν το προετοιμασμένο-να-τα-σπάσει κοινό. Έπρεπε να φτάσουμε στο πέμπτο τραγούδι για να καθαρίσει κάπως ο ήχος και να αρχίσει να αναπνέει το live. Ομολογουμένως οι εκτελέσεις των “The Graves We’ve Dug” και “Calling the Rain”, που έκλεισαν την εμφάνιση, ήταν καλές. Όμως, η πλειοψηφία του κόσμου είχε ήδη κουραστεί από το απαιτητικό υλικό όλων των συγκροτημάτων της βραδιάς, τα οποία μάλιστα κινούνταν σε παραπλήσιες ηχητικές ατραπούς. Έτσι η γεύση που μας έμεινε στο τέλος, ήταν μάλλον στυφή. Ελπίζουμε στην επόμενη εμφάνιση της μπάντας στη χώρα μας, η οποία θα πρέπει να θεωρείται σίγουρη, αφού γέμισαν το venue, να δικαιωθεί και ζωντανά το πραγματικά πολύ καλό μουσικό προϊόν τους.