«Όχι άλλο κάρβουνο». Σ’ αυτή τη φράση θα μπορούσε να συνοψιστεί η παρούσα κριτική, καθώς ο κύριος J.B. και η παρέα του μας προσφέρουν τον ίδιο δίσκο για, τουλάχιστον, τρίτη φορά. Η διαφορά σε αυτή την κυκλοφορία είναι ότι και οι ίδιοι οι Magus φαίνονται να βαριούνται.
Μετά την επικότατη ορχηστρική εισαγωγή “Gold and Glory”, που μας προϊδεάζει για κάτι συναρπαστικό ακολουθούν 39 λεπτά τυρένιου, «και-καλά»-επικού metal, με θεματολογία παρμένη από τους σουηδικούς μύθους και στίχους, που δεν συγκινούν ούτε δωδεκάχρονο. Σχεδόν όλα τα κομμάτια κινούνται σε mid tempo ρυθμό και ακούγονται παρόμοια. Διασώζεται κάπως από τον συρφετό το “A Hall Clad in Gold”, το ένα από τα δύο αξιόλογα τραγούδια του album, που ξεκινά σε γρήγορο Motorhead-ικό ρυθμό, για να ξαναπέσει γρήγορα. Έχει επίσης και το μοναδικό συμπαθητικό σόλο του δίσκου.
Τα φωνητικά πατούν όλα στην ίδια μανιέρα και είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις ποιο τραγούδι ακούς κάθε φορά. Υπάρχουν, δε, σαφείς μουσικές επιρροές από το τελευταίο πόνημα των Judas Priest (βλέπε το “He Sent Them All to Hel”), αλλά χωρίς την αντίστοιχη έμπνευση. To “To Live and Die and in Solitude” ακούγεται αρκούντως παλιο-μεταλλάδικο και προσδίδει ένα κάποιο ενδιαφέρον στο άκουσμα, αλλά και πάλι αυτό το σόλο… Πρέπει να το έγραψε σε φάση αγγαρείας ο J.B.
Δυστυχώς κάθε φορά, που ανακοινώνεται νέος Grand Magus δίσκος, ξέρεις ακριβώς τι θα ακούσεις. Μάλλον η μπάντα πρέπει να πάρει το χρόνο της και να αναζητήσει νέους δρόμους έκφρασης για να βγει από το τέλμα, στο οποίο βρίσκεται.