Ήταν η πρώτη ζωντανή επαφή του υπογράφοντος με τους Ιρλανδούς τούτους, κατά κάποιους συναδέλφους τους Puressence του post rock, τουτέστιν μπάντα που έχει ιδιαίτερη σχέση με την μικρή, βασανισμένη Ψωροκώσταινα. Ο χώρος τους Gagarin ήταν σχεδόν γεμάτος όταν κατέφθασα, οπότε στον εξώστη που κατέληξα η ορατότητα δεν ήτο η επαρκέστερη, αλλά είχα μία εικόνα του ιρλανδικού τρίο (μπελκάντο) πλέον, καθώς επί της ουσίας είναι περιστοιχισμένο από τον εξοπλισμό του, είναι γνήσιοι shoegazers και οι προβολές από πίσω παίζουν νερά που εκρήγνυνται σε αργή κίνηση, φρούτα που εκρήγνυνται σε αργή κίνηση, ανθρώπους που εκρήγνυνται σε αργή κίνηση, ξυλοκόπους σε αργή κίνηση πάντα και πράγματα που βλέπεις στο πανό της live εκτέλεσης του Hurt των ΝΙΝ , πράγματα που δένουν με την μουσική υπόκρουση, που θα την αναλύσουμε στις επόμενες σειρές. Σημειωτέον, μετά από υπόδειξη που μου έγινε, κανένα κομμάτι του εξοπλισμού του “frontman” Torsten Kinsella δεν μπήκε σε κίνδυνο, καθώς δεν υπήρχε support.
Επίσης, θα ήθελα να επιστήσω λίγο την προσοχή των κ.κ. διοργανωτών, γιατί με τσούζει λίγο το γεγονός ότι δεν έχει αναρτηθεί πουθενά στα γνωστά μέσα η, έστω κατά προσέγγιση, και εν τέλει η εμφάνιση άρχισε στις 22:00, δηλαδή 10 λεπτά νωρίτερα από αυτό που εντόπισε αξιότιμη συνάδελφος, και καμία σχέση με το 20:30 που αναφέρει το απόκομμα του εισιτηρίου.
Ο κόσμος ήταν ανάμικτος ως προς τα γούστα και την ηλικία, αλλά έδειχνε να γκρουβάρει και να τριπάρει επαρκώς με τους συντριπτικούς ρυθμούς του τρίο, που κυριολεκτικά δονούν συθέμελα το Gagarin. Η μπάντα είναι στατική, ως επί το πλείστον, και αφήνει τις προβολές να κάνουν τη δουλειά τους. Καθότι πλέον αριθμούν μείον ένα μέλος χρησιμοποιούν οποιοδήποτε μέσο παρέχει η μουσική τεχνολογία, έχοντας στη διάθεση τους loopers κιθάρας, προηχογραφημένες λούπες, καποτάστα, e-bow και άλλα συμπράγκαλα για να καλύψουν τα κανάλια που έμειναν κενά στον ήχο τους και να τον γεμίσουν.
Ο ίδιος ο Kinsella αλλάζει κάθε δυο και τρεις τις jaguar/jazzmaster που είναι στημένες από πίσω τους και η μπάντα βαράει αλύπητα ξεκινώντας με το “Lateral Noise” από το “Far from Refuge” του 2007 και συνεχίζουν αναπαράγοντας τα επικά πλην όμως σύντομα, ευτυχώς, έπη τους που παραπέμπουν σε prog rock, dream pop και ακόμη και τους Sonic Youth, καταδεικνύοντας τη συγγένεια με τους λοιπούς Βρετανούς φίλους, όπως οι 65daysofstatic, Maybeshewill και, προφανώς, το εκπληκτικό παρεάκι του Stuart Braithwaite, τους Mogwai.
H δομή των τραγουδιών στηρίζονται στην quiet – loud – quiet δυναμική που έχουν και οι παραπάνω μπάντες και οι φωνές λάμπουν δια της απουσίας τους, πλην ενός τραγουδιού. Περίπου στο έβδομο τραγούδι (“Echoes” ή “the Last March”) ο Kinsella μας απευθύνει το χαίρε και μας ευχαριστεί για την παρουσία μας, το κοινό είναι κάτι παραπάνω από ενθουσιώδες τηρουμένων των αναλογιών. Το σετ συνεχίζει πάνω- κάτω στο ίδιο μοτίβο και περί τις 23:20 ο Kinsella μας απευθύνει για μία ακόμη φορά τον λόγο λέγοντας ότι θα προσθέσουν ένα ακόμη κομμάτι στο καθιερωμένο, για την τρέχουσα περιοδεία, encore παίζοντας το “Point Pleasant” από τον πρώτο τους δίσκο και δίνουν τη χαριστική βολή με το “Spectres” στις 23:30.
Σίγουρα μία πολύ καλή εμφάνιση, αλλά ποιος χρειάζεται το post – rock εν έτει 2023. Μάλλον πολλοί άνθρωποι στην Ελλάδα και δη στην Αθήνα.
Ανταπόκριση: Γιώργος Δαλκίδης / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photo report εδώ)