Η ταυτόχρονη διεξαγωγή δύο σημαντικών ημιτελικών στο μπάσκετ δεν αποθάρρυνε εκατοντάδες οπαδούς του κλασικού rock ήχου από το να ταξιδέψουν 50 χρόνια πίσω μέσα στη χρονοκάψουλα του ζωντανού θρύλου που ονομάζεται Glenn Hughes. Η Ελλάδα, σαν προτελευταίος σταθμός στην επετειακή περιοδεία για τα πενηντάχρονα του Burn των Deep Purple, θα είχε την ευκαιρία να γευτεί δύο live με τη στόφα του παλιού και κλασικού.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (πλήρες photo report εδώ)
Ακριβώς στην ώρα του ο Hughes και η παρέα του βγήκαν στη σκηνή με το καταιγιστικό “Stormbringer” και έγινε αμέσως αντιληπτό ότι η μπάντα είχε φοβερή όρεξη να μας μεταφέρει στην ατμόσφαιρά του θρυλικού California Jam (1974), και ποιο καλύτερο κομμάτι για να το κάνουν αυτό από το “Might Just Take Your Life” με τη χαρακτηριστική εισαγωγή στα πλήκτρα, από τον, μάλλον MVP της μπάντας, Bob Fridzema.
Το μικρό solo στην κιθάρα οδήγησε σε μία πολύ όμορφη εκτέλεση του “Sail Away”, η οποία έδωσε την ευκαιρία στο κοινό να συνοδεύσει φωνητικά την μπάντα. Ο ήχος ήταν πλέον ισορροπημένος και δυνατός επιτρέποντάς μας να ακούσουμε κάθε έναν από τους μουσικούς πεντακάθαρα. Ακολούθησε ένα medley από τα “You Fool No One” και “High Ball Shooter” μέσα στο οποίο παρεμβλήθηκαν ένα solo από τον Δανό Soren Andersen στην κιθάρα και ένα, υπέρ του δέοντος μακροσκελές, από τον Ash Sheehan στα τύμπανα.

Κάπου εδώ πρέπει να μιλήσουμε για το εξωγήινο θαύμα που λέγεται Glenn Hughes. Ο αεικίνητος frontman στα 72 του χρόνια τραγούδησε με κρυστάλλινη και παντοδύναμη φωνή (πολλές φορές μέχρι και ένα μέτρο πίσω από το μικρόφωνο για να αντέξει το ηχοσύστημα) αυτά τα κλασσικά αριστουργήματα. Παράλληλα έκανε το μπάσο κόμπο ενώ δεν έχανε την ευκαιρία να μας εξιστορεί γεγονότα από μυθικές στιγμές που έζησε με τους συντρόφους του στις MK.III και ΜΚ.IV εκδόσεις των Purple. Μάθαμε έτσι για την περίπτωση που έπιασε φωτιά ο ενισχυτής του Blackmore αλλά και για μία περιοδεία επανένωσης η οποία δεν έγινε ποτέ γιατί κανείς από τους Hughes, Coverdale και Lord (με ξεκαρδιστικές μιμήσεις των φωνών) δεν μπορούσε να βρει τον κιθαρίστα με τα μαύρα στο τηλέφωνο.

Η κορύφωση της συναυλίας ήρθε με το αθάνατο “Mistreated” και τον αντίστοιχο παροξυσμό του κοινού, ο οποίος συνεχίστηκε στo “Gettin’ Tighter” (με συγκινητική αναφορά στους εκλιπόντες Jon Lord και Tommy Bolin). Ιδανικό κλείσιμο της κανονικής διάρκειας με το soul ύμνο “You Keep On Moving” να μας οδηγεί «Εκεί που οι άγγελοι φοβούνται να διαβούν» και γρήγορη επιστροφή με το live δυναμίτη “Burn” να φέρνει το τέλος μιας εξαιρετικής εμφάνισης.
Όσοι βρέθηκαν στο Floyd το βράδυ της Παρασκευής έγιναν μάρτυρες μίας από τις τελευταίες ευκαιρίες που έχουμε να δούμε τέτοιους ζωντανούς θρύλους στη σκηνή. Ο ίδιος ο Hughes ανέφερε γλυκόπικρα ότι έχει μείνει τελευταίος να παίζει αυτά τα κομμάτια, αλλά η προσωπική του σχέση, όπως την αισθάνεται, με κάθε έναν από το κοινό, αναπληρώνει αυτό το κενό. Ήταν μία βραδιά αγάπης αλλά και μουσικής θεραπείας για όλους τους κοινωνούς της.
