Ίσως, η πρώτη μας γνωριμία, με το μουσικό μανιφέστο του Γιάννη Αγγελάκα και της μπάντας που δημιούργησε με το φίλο του Γιώργο Καρρά, Τρύπες, μας μοιάζει αξεπέραστη, όχι μόνο γιατί συνέπεσε με την περίοδο της εφηβείας μας, αλλά γιατί ο ήχος που προσέφερε, απέδιδε ευδιάκριτα, φόρο τιμής, στο έργο του Παύλου Σιδηρόπουλου και κατά κάποιο τρόπο, ενέπνεε την αίσθηση της συνέχειας. Προσθέτοντας τότε, στοιχεία της punk, εναλλακτικά, κατάφερε να πιάσει τον παλμό, τις ανάγκες και τις ανησυχίες μιας ολόκληρης γενιάς και να τα αποτυπώσει άριστα με μία μουσικότητα, γεμάτη θεατρικότητα αλλά και με ποιητική διάσταση. Όλες οι εποχές όμως φτάνουν στο τέλος τους, για να δώσουν χώρο στις επόμενες.
Το Έχω Κέφια, είναι ο 3ος δίσκος παρέα με τους Oι 100º C και ακολουθεί τα χνάρια αυτής, της μελοποιημένης, παραστατικού χαρακτήρα ποίησης, με τις από τόπους παρεμβολές, που τον απασχολούν τα τελευταία 20+ χρόνια, στις συνεργασίες που κάνει παράλληλα με τη σόλο καριέρα του. Θέλει συγκέντρωση για να την αφομοιώσεις και δεν επρόκειτο να την εμπεδώσεις με ένα πέρασμα. Έπειτα από αρκετές ακροάσεις λοιπόν, νιώθω πως η νέα του δουλειά, στέφεται κατάλληλη για ακουστικές εφαρμογές κατ΄οίκον και ικανή, να ενταχθεί σε οποιοδήποτε μουσικό dj-set, στα rock στέκια απανταχού. Το καλλιτεχνικό του περιεχόμενο, έχει πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, η μουσική που το ξετυλίγει, βρίσκει τον τρόπο να τις αγκαλιάσει ή να τις θηρεύσει.
Η έναρξη του δίσκου, δηλώνει: “Ακόμα Περπατάω”. Η εξελικτική του πορεία, μας εντάσσει σταδιακά, σε μία παραδοσιακής εμβέλειας ψυχεδέλεια, με τα πνευστά να προστάζουν τη δοκιμασία απέναντι στις ηλεκτρονικές εφαρμογές, όταν τα τύμπανα τις σιγοντάρουν. Ταξιδιάρικο το mood, καθώς οι στίχοι αφορούν κυρίως τη ζωή και το συναίσθημα που βιώνουμε στις πόλεις, η μουσική του, τρέχει με πάθος μέσα από τη φύση, τα χωριά και τα βουνά, όταν η ψυχή του «σπαρταράει» στον ουρανό. Τα πλήκτρα πιάνουν τη μελωδία, τα πνευστά τη διαφοροποιούν. Το θορυβώδες του τέλος, με ενεργοποιεί. Like.
«Αναρωτιέμαι πώς θα ήταν η ζωή χωρίς εσένα, θα βρίσκαν ένα δρόμο τα όνειρά μας τα χαμένα; Θα βγαίναν απ’ τα στήθια μας τραγούδια θυμωμένα;» Τραγούδι που λάτρεψα για τη δυναμική του και για την αρμονία που συμπλέκει με την ανατροπή, το “Νεοφιλελεύθερος Προφήτης”, με συγκινεί και με πείθει να τον παραδεχτώ για ακόμη μία φορά. Ένας καλλιτέχνης ενεργός, που ψάχνεται μόνιμα για εξέλιξη και προσφορά, παράγει έργο, ουσιαστικό, είτε είναι του γούστου σου, είτε όχι. ”Ακούω Τον Ουρανό Να Γελάει”, σαν του παρόντος, η αλήθεια, στο “Ακούω Την Αγάπη”, κυκλοθυμικά με χορεύει και «βάζω τα γέλια κι εγώ». Ταυτίζομαι. “Οι Άνθρωποι Που Ζούνε Σαν Νεκροί”, αποτελεί το πιο οξύμωρο σχήμα της σχέσης – επιρροής του με τη σύγχρονη μουσική πραγματικότητα, rap-άρει στο beat και η κιθάρα scratch-άρει, όσο η μονότονη, flat, γεμάτη και κοφτερή, χαρακτηριστική χροιά της φωνής του, αναλλοίωτη, κρατάει τους τίτλους και τα όρια-πλαίσια. ”Την σιωπή μας την ακούνε”, “Μόνο Τα Πουλιά”, επενδύει στις εικόνες που διεγείρουν το συναίσθημα και με τον απλό ρυθμό που ακολουθεί, μελαγχολικά και λυτρωτικά, με αγγίζει. Για την «τσίρκο» κατάσταση που ζούμε, “Ο Λύκος Που Κατάπια”, σαν παραβολή, έχει ανάλογη, πομπώδη, βγαλμένη από θίασο/επιθεώρηση, παρουσίαση. Παρόμοιο σε ύφος και το κλείσιμο του δίσκου, με τη διαφορική, μίνι ιστορία ,“Ορυκτό Φως”.
Οι ήχοι ζώων και τα τριξίματα σε σημεία, οι εντάσεις, η χορευτική διάθεση και η ειρωνική πλοκή κατά τις synth-μπαλάντες/διηγήσεις, υπογραμμίζουν τα στοιχεία που συμβάλλουν, στη λεπτομερή, προσεγμένη διαμόρφωση αυτού του album, που ως δομή, με παραπέμπει σε ένα μελοποιημένο, σκοτεινό «παραμύθι» για τους ενήλικες που επαναστατούν ακόμη. Εγκρίνω.