Anti-Icon. Η απάντηση του ανθρώπου που αναγνωρίζεται από πολλούς ώς η “επόμενη ημέρα” και η ελπίδα του σκληρού ήχου, δεν μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη από τον τίτλο του δίσκου, και το ολικό rebirth που τον ακολούθησε.
Ίσως ο λόγος που ο Ghostemane να διαφέρει τόσο από όλο τον ανταγωνισμό του να είναι ακριβώς αυτή η αποστασιοποίηση που επιθυμούσε να έχει από την πρώτη μέρα, και που όσο περνάει ο καιρός ενισχύεται. Ένας καλλιτέχνης που επιθυμεί να κάνει τα πάντα με τον δικό του τρόπο και να ανοίγει ο ίδιος τον δρόμο, απέχοντας συνειδητά από record labels, είναι δεδομένο ότι ή θα πετύχει ή θα πεθάνει με τις ιδέες του. Το “Ν/Ο/Ι/S/E” ήταν ήδη ένα μεγάλο πείραμα, και η επιτυχία του έβαζε στον διάδοχό του ακόμα πιο δύσκολα. Θα συνεχίσει στον ίδιο δρόμο? Θα επιστρέψει στο rap? Θα ακολουθήσει μουσικά κάποιο από τα (εντελώς διαφορετικά) EP που κυκλοφόρησε τελευταία?
Το “Αnti-Icon” δεν είναι ΤΙΠΟΤΑ από αυτά, και όλα αυτά μαζί ταυτόχρονα, τραβηγμένα απ’ τα μαλλιά και τερματισμένα. Το σοκ που δημιουργεί στο πρώτο άκουσμα το “Lazaretto” είναι τεράστιο, και μοιάζει με την πρώτη φορά που ακούστηκε το “Slipknot” πριν 21 χρόνια. Ένα κομμάτι που δεν μπορεί να καταταχθεί με ασφάλεια σε κανένα μουσικό είδος, που έχει συνεχείς αλλαγές κι όμως σου μένει με το πρώτο άκουσμα. Έρχεται μετά το “Sacrilege”, που συνδυάζει αρμονικά επιρροές από το “Pretty Hate Machine” με ισοπεδωτικά breakdowns, screams και τo signature rap του Ghostemane, και μετέπειτα το απόλυτα lo-fi “AI”, με ρεφρέν φτιαγμένο για arena shows, σαν απανωτά χτυπηματα στον ακροατή. Απίστευτο production από τον φοβερό Arthur Rizk, έναν άνθρωπο-εγγύηση για όποιον προσπαθεί να κάνει την διαφορά στον ακραίο ήχο, ο οποίος κατά τα λεγόμενα του Ghoste δεν τον άφησε σε ησυχία μέχρι να ολοκληρωθεί ο δίσκος. Καθώς παράλληλα με τις ηχογραφήσεις, o Ghostemane είχε να ξεπεράσει και τον προσωπικό του δαίμονα (opiates), τον οποίο “ξορκίζει” με εμφατικό τρόπο στο ρεφρέν του “Hydrochloride” με την κραυγή “I DON’T LOVE YOU ANYMORE!” πάνω από ένα σχεδόν ρομποτικό-μεταλλικό industrial beat. Στο “Hellrap” πετάει ένα ξεροκόμματο στους fans του παλιού του ήχου, ντυμένο όμως σε ένα από τα πιο ζοφερά beats της δισκογραφίας του, και απόλυτα in-style με το ύφος του υπόλοιπου δίσκου, πριν κλείσει το album με το “Falling Down”, ανατριχιαστικό και καθηλωτικό, ιδανικό επίλογο για το μοναδικό μισάωρο τρέλας που προηγήθηκε.
Aν προσπαθούσαμε να περιγράψουμε αναλυτικά το τι γίνεται σε κάθε κομμάτι του δίσκου, η συζήτηση δεν θα τελείωνε ποτέ. Το “Αnti-Icon” είναι μνημειώδες, σημείο αναφοράς για την μουσική του σήμερα, και ευτυχεί να τρέφει μεγάλης mainstream αποδοχής παρά το απόλυτα αντισυμβατικό του περιεχόμενο. Το μόνο “πρόβλημα” είναι το πώς θα το ακολουθήσει ο ίδιος ο Ghostemane, αν και απ’ότι έχει δείξει δεν δυσκολεύεται ιδαίτερα…