Η τέταρτη και τελευταία μέρα του Fraternity of Sound Festival, ήταν μάλλον και η πιο παράδοξη από άποψη line-up κυρίως λόγω της εμφάνισης του Thurston Moore, ανάμεσα σε κυρίως πιο πειραματικές και ιδιαίτερες μουσικές . Τελικά όμως όλα ταίριαξαν γάντι και όλα πήγαν μια χαρά.
Ανταπόκριση: Πάνος Παναγιωτόπουλος / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Λίγα λεπτά αφότου άνοιξαν οι πόρτες, οι Afformance ανέβηκαν στη σκηνή παρουσιάζοντας μας υλικό από τη πρόσφατη διπλή κυκλοφορία τους “Post Nihilism” και “Music for Imaginary Film #1”, ανοίγοντας την όρεξη του λιγοστού κοινού. Παρ’ όλα αυτά, ο ήχος τους ήταν εξαιρετικός, με τα ηλεκτρονικά parts και τα πλήκτρα να ακούγονται μια χαρά. Όπως έχουμε αναφέρει και άλλες φορές, η άποψη των Afformance περι post-rock, τολμάει και τα καταφέρνει. Ίσως τους άξιζε μια θέση παραπάνω στο line-up.
Σειρά είχε ο σκωτσέζος Drew McDowall ο οποίος οδήγησε τη βραδιά σε πιο μυστήριες καταστάσεις. Η μουσική του ήταν άκρως ιδιαίτερη, για λίγους και υποψιασμένους. Παγερά noise, dark – ambient ρυθμοί, industrial αισθητική, σε ένα set χωρίς αρχή, μέση και τέλος. Ο McDowall και οι οργανωμένοι πειραματισμοί του μια ατμόσφαιρα την έκαναν, αλλά δυστυχώς περιορίστηκε μόνο στους fans του. Αυτό όχι επειδή δεν είχε ενδιαφέρον, αλλά κυρίως επειδή τότε άνοιγαν οι πρώτες μπύρες και άρχιζε η ψιλοκουβέντα μεταξύ φίλων. Οκ, μπορεί ο Drew να είχε εξαιρετική πορεία με τους τεράστιους Coil, αλλά την μουσική του δε τη λες και την πιο κοινωνική του κόσμου. Γι’ αυτό και την πλησίασαν μόνο οι μυημένοι.
Μέσα από σύννεφα καπνού και αποπνικτικής ατμόσφαιρας οι Zonal του Justin Broadrick (των σαρωτικών Godflesh που απολαύσαμε την προηγούμενη μέρα) και του Kevin “The Bug” Martin, ήταν μάλλον η μικρή έκπληξη της βραδιάς. Αν ήσουν fan των Techno Animal (πρώην project των ιδίων) , το story το ξέρεις. Industrial hip – hop, όμοιο μ’ αυτό των -πιο γνωστών ίσως- dälek, με τάσεις φυγής προς τα παλιομοδίτικα μπερδεμένα breakbeat του Aphex Twin. Παρέα με πολλά κυβικά θόρυβο. Απ’ ότι φάνηκε και στο κοινό, οι Zonal την έβγαλαν καθαρή μπροστά στο κοινό που περίμενε την επόμενη πράξη της βραδιάς.
Την τελευταία φορά που είδαμε τον Thurston Moore δεν έπεφτε καρφίτσα. Αυτή τη φορά δεν ήταν το ίδιο. Ίσως το -όχι και τόσο κιθαριστικό- line up, να απέτρεψε αρκετούς από τη συγκεκριμένη βραδιά, που κατά κοινή ομολογία ήταν ίσως και το πιο σίγουρο χαρτί του festival. Από την άλλη, χωρίς να απογοητεύει σε καμία (μα καμία) των περιπτώσεων, ο ίδιος ο Thurston Moore, θέλοντας ίσως να κάνει κ’ αυτός το κομμάτι του στη noise αισθητική της βραδιάς παρέδωσε ένα setlist με αρκετά σκαμπανεβάσματα και κάποιες κιθαριστικές άνευρες φλυαρίες. Ίσως να ήταν η πρώτη φορά σ’ αυτή τη ζωή, που ο μπάρμπα-Thurston, δε μας άφησε με το στόμα ανοιχτό. Απ’ την άλλη, όλο αυτό είναι απλώς μια άποψη.
Φήμες λένε ότι το live set του Ben Frost είναι εξωπραγματικό. Άλλες φήμες λένε ότι στο soundcheck του στην πόλη μας, ήρθε η αστυνομία. Μετά το τέλος του κυρίου Moore κι της παρέας του, το σκηνικό άλλαξε. Αν και αρκετός κόσμος έφυγε -είχε πάει ήδη πολύ αργά- αρκετές δεκάδες γενναίων έμειναν στο χώρο για να υποστούν τις εξωφρενικές εντάσεις του Αυστραλού noise/experimental συνθέτη. Το αποτέλεσμα αυτής της εμφάνισης θα το θυμούνται αρκετοί για πάντα, ως το πιο παράτολμο πράγμα που έχουν ποτέ τολμήσει. Η live εκδοχή του πρόσφατου “The Centre Cannot Hold” –σε παραγωγή Steve Albini παρακαλώ- είναι ακόμη πιο βάρβαρη και ωμή από τη δισκογραφική. O τύπος αυτός ήθελε να καταστρέψει τα σωθικά μας, και τα κατάφερε.