Τρίτος δίσκος για την τρέχουσα δεκαετία από τους Αμερικάνους. Αφού πρώτα μας απογείωσαν απότομα με τον καλύτερό τους δίσκο από 2000, το “The Cold” (2010) , στη συνέχεια χρειάστηκαν μόλις δύο χρόνια για να μας πετάξουν στα τάρταρα με το “Ugly Noise” (2012). Το καλό βέβαια με το να πιάνεις πάτο είναι ότι μόνο ανοδική μπορεί να είναι η πορεία μετά.
Πρώτη γεύση από τον παρόντα ομώνυμο δίσκο πήραμε πριν μερικές βδομάδες όταν κυκλοφόρησε ο «κράχτης» -και τι κράχτης!- του album, το τέταρτο κατά σειρά τραγούδι, με τίτλο “Iron Maiden”. Φυσικά το hype ήταν μεγάλο, καθώς εκτός από τον ευνόητο λόγο της χρήσης του συγκεκριμένου τίτλου, το τραγούδι ήταν πολύ καλό, με τις ανάλογες μελωδίες να αποτίνουν φόρο τιμής στους Βρετανούς. Με λίγα λόγια, αν και η Σιδηρά Παρθένος ως βασανιστικός μηχανισμός του μεσαίωνα αποτελεί μύθο, στη συγκεκριμένη περίπτωση έχτισε τις προσδοκίες των οπαδών της μπάντας με τον καλύτερο τρόπο.
Με το πάτημα του play λοιπόν, οι Flotsam and Jetsam αρχίζουν με το “Seventh Seal”, ένα heavy κομμάτι που αποκαλύπτει απ’ την αρχή την μεγάλη ποσότητα ενέργειας που διέπει όλο το album. Ακολουθεί το “Life is a Mess” στα ίδια χνάρια, μην καταφέρνοντας ούτε αυτό να ξεφύγει από την ταμπέλα του «απλώς καλού». Στο “Taser” που έρχεται αμέσως μετά αρχίζουν και αναπτερώνονται οι ελπίδες μου και ξυπνάν μνήμες από το “The Cold”. Heavy κομμάτι με όμορφο refrain. Μετά και το “Iron Maiden” ακολουθεί το “Verge of Tragedy”, ένα mid-tempo τραγούδι που θα χαθεί στη λήθη της μετριότητας.
Συνέχεια με “Creeper”, ακόμα ένα mid-tempo,ατμοσφαιρικό τραγούδι με όμορφες φωνητικές μελωδίες. Το up-tempo “L.O.T.D.” που το διαδέχεται, παρ’ όλο δεν καταφέρνει να βρεθεί στην αφρόκρεμα του δίσκου κρύβει αρκετές καλές στιγμές, όπως η Maiden δισολία πριν και μετά τη μέση του τραγουδιού και το break περίπου στο τρίτο λεπτό όπου το ακολουθούν ένα mini solo στο μπάσο και ένα πολύ ωραίο solo στην κιθάρα. To “The Incantation” είναι ένα όμορφο instrumental, με μικρή διάρκεια κομμάτι, που λειτουργεί σαν intro για το heavy αλλά απλώς καλό “Monkey Wrench”. Δυστυχώς η μόνη αμιγώς καλή στιγμή στα τρία τελευταία τραγούδια βρίσκεται στο πολύ καλό “Time to Go”, του οποίου το μελωδικό refrain και η thrash αισθητική σε κερδίζουν. Τα “Smoking Gun” και “Forbidden Territories” που κλείνουν τον δίσκο, διατηρούν από τη μία το επίπεδο του album αλλά δεν προσφέρουν κάτι παραπάνω.
Συνολικά, όλα τα τραγούδια διακατέχονται από πολλή ενέργεια και η διάθεση της μπάντας φαίνεται να είναι σε άριστο επίπεδο. Δύσκολα ένας οπαδός του συγκροτήματος δεν θα χαρεί με το άκουσμα του εν λόγω πονήματος. Πολλά σκαλοπάτια πάνω τον προκάτοχό του, το “Flotsam and Jetsam”, δείχνει ότι η μπάντα βρίσκεται στον δρόμο για την κορυφή ή τουλάχιστον κοντά στο να τον βρει. Αξιοπρεπής δίσκος, μη ικανός να φέρει –πολλούς- νέους οπαδούς αλλά ό,τι πρέπει σαν το προτελευταίο σκαλοπάτι μίας ενδεχόμενης επιστροφής στην κορυφή.