Μερικές φορές, ερχόμαστε σε επαφή με ένα album, για να καταλήξουμε αρκετά μπερδεμένοι και προβληματισμένοι έπειτα από το τέλος της ακρόασής του, μη έχοντας καταφέρει να το κατανοήσουμε και να το αφομιώσουμε ευθέως, με μία ιδιαίτερα ωστόσο θετική αίσθηση να συρρικνώνει την «ανασφάλειά» μας. Ενίοτε, ένας τέτοιος «ανατρεπτικός» δίσκος, είναι κι εκείνος που έρχεται να σημαδέψει απρόσμενα κι απρομελέτητα την πορεία μίας μπάντας, ή μάλλον να διαγράψει τη διαφορετική κατεύθυνη αυτής της πορείας. Κάτι τέτοιο, φαίνεται πως συνέβη στην περίπτωση των θρυλικών Waterboys, με το τέταρτο studio album τους “Fisherman’s Blues”, που κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1988, για να αποσπάσει αντικρουόμενες, μα στον πυρήνα τους διθυραμβικές κριτικές και να τους απομακρύνει «βίαια» από τη σφαίρα του mainstream rock, που έως τότε έμοιαζε να τους λαχταρά και να τους προσμένει, με ανοιχτές τις αγκάλες. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, στη δισκογραφική διαδρομή του βρετανο-σκωτσέζικου group.
Ο ιθύνων νους του οράματος των Waterboys και ηγετική φυσιογνωμία τους, Mike Scott, με καταγωγή από την Σκωτία, αρχίζει να θέτει τις βάσεις τους μέσα από τη σύνθεση κομματιών, τόσο στην αρχική solo πορεία του, όσο και ως μέλος σε διάφορα projects, για να αξιοποιήσει τελικά αρκετά από αυτά, στα δύο πρώτα albums των Waterboys, που μας συστήνονται από τον ίδιο το 1983. Κατά τη διάρκεια της πολυετούς και συνεχιζόμενης μέχρι σήμερα παρουσία τους, υπήρξαν «τόνοι» μελών, που διέβησαν τις πύλες της εισόδου και της εξόδου τους. Κάποιοι από αυτούς, υπήρξαν πιο σημαντικοί, άλλοι λιγότερο κομβικοί και καθοριστικοί για την εξέλιξη της μπάντας. Μα στο «τιμόνι», βρέθηκε ο κομβικός frontman, Mike Scott, το όραμα του οποίου (τουλάχιστον για τις πρώτες τρεις δισκογραφικές δουλειές τους), επικεντρώθηκε στο cinematic rock, που συχνά ωθούσε σε συγκρίσεις με το ύφος των U2 και των Simple Minds, δύο συγκροτήματα για τα οποία οι Waterboys είχαν αποτελέσει opening act σε συναυλίες τους.
Η ηχητική κατεύθυνση των τριών πρώτων κυκλοφοριών, ήταν τόσο καθοριστική κι εμπνευστική για τις αρχές των 80s, που γέννησε τον όρο “The Big Music”, ο οποίος ήρθε να χαρακτηρίσει τον ήχο, τη στιχουργική, αλλά και τη γενικότερη αισθητική του συγκροτήματος. Αφορμή της γέννησής του, αποτέλεσε ένα κομμάτι από το sophomore album τους “A Pagan Place”, με τον Scott να αποδίδει τη βάπτιση αυτού του στυλ, σε μία μεταφορική έννοια μέσω της οποίας μπορούσε να γίνει αντιληπτή η «υπογραφή» του θεού στον κόσμο, με τον όρο να αποκτά το νόημα ενός μυστικιστικού εορτασμού του παγανισμού. Η ονομασία “The Big Music”, έρχεται να περιγράψει ακόμη, το ομώνυμο ντεμπούτο τους “The Waterboys” (1983), καθώς και το τρίτο album τους “This Is the Sea” (1985), όπως αυτή νοηματοδοτείται ιδανικά μέσα από τους στίχους “I have heard the big music/ And I’ll never be the same,” Scott sings in the song’s opening lines. “I have drowned in the big sea/ Now I find I’m still alive”. Ηχώντας ως μανιφέστο για το group, που υιοθετήθηκε ακόμη κι από μπάντες όπως οι U2, Big Country και Simple Minds, αποδείχθηκε ικανό να πλαισιώσει και να συνοψίσει μία ολόκληρη στάση ζωής, στο τιμόνι της οποίας βρέθηκαν οι ίδιοι οι Waterboys.
Με το σαξόφωνο, την τρομπέτα και τα πλήκτρα να κατέχουν κεντρική θέση σε αρκετά από τα tracks των δύο πρώτων δισκογραφικών δημιουργιών τους, το υλικό τους αποτύπωσε εξαιρετικά τη φιλοσοφία του “Big Music”, παραμένοντας διαχρονικό μέχρι και σήμερα. Το μελαγχολικό “December” από το πρώτο τους album, τα δραματικά «έγκατα» του “All The Things She Gave Me”, το αριστουργηματικό “Rags” από το “A Pagan Place” κι αρκετά ακόμη τραγούδια, χάρισαν στο group μία αέναη, μοναδικού χαρακτήρα γοητεία. Ωστόσο, ο πρώιμος ήχος των Waterboys στα early 80s, φαίνεται πως εδραιώθηκε μέσα από την κυκλοφορία του “This is The Sea”, καθώς σε αυτό ο Scott αντίκρισε κατάματα το όραμά του, εξελίσσοντας τον εαυτό του σε έναν μουσικό, που θέλησε να εξερευνήσει νέους ήχους, να διευρύνει τις αναφορές του και να τις ωθήσει να συμπλεύσουν. Ως εκείνη τη στιγμή της διαδρομής τους, οι Waterboys ήταν μία rock μπάντα, με μελωδικά, cinematic, majestic και δραματικά στοιχεία στον ήχο της, ανάμεσα σε αρκετά ακόμη αξιόλογα συγκροτήματα της εποχής τους. Με το “This is The Sea”, το περιεχόμενο των δύο πρώτων δίσκων, εξελίχθηκε περαιτέρω και καρποφόρησε, αναδεικνύοντας τους Waterboys σε ένα από τα μεγαλύτερα rock συγκροτήματα της δεκαετίας. Τα “Don’t Bang The Drum” και “Medicine Bow“ είναι πομπώδη, μυστηριώδη και θορυβώδη, ενώ τα “England” και “Trumpets”, έδωσαν στον Scott τον χώρο που αποζητούσε για να έρθει σε επαφή με μία μορφή εσωτερικού διαλογισμού και συλλογισμού. Στο “This is The Sea” ‘ομως, συναντάμε και ένα από τα πιο δημοφιλή κομμάτια τους, το ονειρικό και «μολυσματικό» για τη ψυχή “The Whole Of The Moon.”
Με τις δισκογραφικές κυκλοφορίες να διαδέχονται η μία την άλλη εντός μίας τριετίας, και την αισθητική του “Big Music” να αποτελεί το σήμα κατατεθέν τους, το group, έπειτα από μία τριετή δισκογραφική απουσία, αποφασίζει το 1988 να ανατρέψει ό,τι μας ήταν οικείο μέχρι τότε στον ήχο του, να γυρίσει σθεναρά την πλάτη του στην εμπορική επιτυχία που τους διεκδικούσε με πόθο και να στρέψει σε διαφορετική κατεύθυνση την πυξίδα του οράματος του Scott, μέσα από το τέταρτο, εμβληματικό album του “Fisherman’s Blues”, που ήρθε να «ξαναγράψει» όσα γνωρίζαμε μέχρι τότε για τους Waterboys. Η έως τότε γνωστή εκδοχή της μπάντας, αποτελούσε πλέον παρελθόν. Ο Scott, στο χείλος του γκρεμού της φήμης, έλαβε την ανατρεπτική απόφαση, να αποσχιστεί το cinematic rock ύφος, να εγκαταλείψει τα εδραιωμένα θεμέλια του ήχου τους και να αγκαλιάσει νοσταλγικά την κουλτούρα του τόπου καταγωγής του, της Σκωτίας, αλλά και της Ιρλανδίας. Τα blues και η celtic folk, αναδύθηκαν μέσα από την κυκλοφορία του “Fisherman’s Blues” τον Οκτώβρη του 1988, αφήνοντας στο διάβα τους, λιγοστά υπολείμματα των «παλιών» Waterboys.
Σε συνέντευξή του μάλιστα το 1991 στο Rolling Stone, ο Scott, αρνήθηκε κατηγορηματικά τη φήμη ότι η αλλαγή στον ήχο της μπάντας, ήταν απόρροια του φόβου του απέναντι στην ακόμη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία, δηλώνοντας: «Επιτυχία για ‘μένα, είναι να είσαι χαρούμενος στη ζωή σου». Άλλωστε, δεν είναι λίγες οι φορές, πέραν της περίπτωσης των Waterboys με το Fisherman’s Blues, που ένας καλλιτέχνης θέλησε να αποστραφεί την αναρρίχηση στη σφαίρα του mainstream, όπως συνέβη με τον αγαπημένο του Scott, Springsteen, που ενώ ένα ακόμη καθαρό rock album όπως το “The River”, θα μπορούσε να τον εκτοξεύσει σε αληθινό pop αστέρα, ο ίδιος επέλεξε να κυκλοφορήσει το ανήσυχο “Nebraska” το 1982. Παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με αναφορές στην ίδια συνέντευξη στο Rolling Stone, υπήρξαν αρκετά labels που προσέφεραν στους Waterboys από ένα εκατομμύριο δολάρια για κάθε έως τότε υπάρχον album τους, τίποτα από αυτά δεν κατάφερε να γοητεύσει τον Scott, περισσότερο από το ίδιο του το πάθος για αυθεντική, αγνή δημιουργία, ακολουθώντας πιστά τη «μούσα» του, οπουδήποτε κι αν αυτή τον οδηγούσε.
Η παραδοσιακή Ιρλανδική και Σκωτσέζικη μουσική, ήταν εκείνη που τον μάγεψε. Η αισθητική αναθεώρηση και οι ρίζες του “Fisherman’s Blues”, τσακώνουν τον Scott να μετακομίζει στο Δουβλίνο, έπειτα από παρότρυνση του βιολιστή Steve Wickham, που λίγο καιρό αργότερα γίνεται κι εκείνος ένα “Waterboy”. Η γνωριμία τους, είχε πραγματοποιηθεί όταν ο Scott τον άκουσε να παίζει σε ένα demo της Sinead O’Connor και τον προσκάλεσε να συνεισφέρει με το παίξιμό του στο αγαπημένο track από το This is The Sea, “The Pan Within”. Ο Scott, δεν είχε κανένα προσωπικό όφελος από το να γραπωθεί από τους μηχανισμούς της μουσικής βιομηχανίας. Εκείνο το διάστημα, το Δουβλίνο, συγκριτικά με το Λονδίνο ή τη Νέα Υόρκη, βρισκόταν εκτός «δικτύου», καθώς παρέμενε αποστασιοποιημένο από τον πυρήνα της βιομηχανίας. Έτσι, ο επιδραστικός frontman, επέλεξε να μελετήσει και να αφοσιωθεί συναισθηματικά στην ιρλανδική, παραδοσιακή μουσική, απομακρύνοντας τους Waterboys όλο και περισσότερο από αυτόν τον εμπορευματοποιημένο, μουσικό χάρτη. Μερικά από τα κομμάτια του “Fisherman’s Blues” δημιουργήθηκαν σε ένα κακοδιατηρημένο σπίτι, δυτικά της επαρχίας Galway, ενώ άλλα απέκτησαν τη μορφή τους κατά τη διάρκεια στάσεων της μπάντας σε διάφορες τοπικές pubs, στις οποίες τζάμαραν με τους ντόπιους μουσικούς, αναπτύσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μία ιδιαίτερη αγάπη κι ευαισθησία προς τη χώρα.
Από ένα κομβικό, μεγαλειώδες κομμάτι όπως το “The Whole Of The Moon”, οι Waterboys έπιασαν στα χέρια τους το μαντολίνο και το βιολί, για να δημιουργήσουν ένα «παράξενο» album, βουτηγμένο στην παράδοση και προορισμένο να αποτραβήξει τ’ αυτιά μας απ’ τον ήχο του συγκροτήματος που είχαμε συνηθίσει. Παρά τις «αμφιβολίες» που αυτό γέννησε στους θαυμαστές τους και τους μουσικοκριτικούς, αποδείχθηκε αριστουργηματικό και «διαμαντένιο», καταφέρνοντας να κατέχει μέχρι σήμερα, μία θέση ανάμεσα στις πλέον «κλασσικές» δημιουργίες των late 80s, ενώ ξεχώρισε ως το best-selling album τους, το οποίο με την πάροδο του χρόνου ξεπέρασε και το “This Is The Sea”, που για μεγάλο διάστημα θεωρείτο ο δίσκος-υπογραφή τους. Στο κομμάτι “And A Bang On The Ear”, ο Scott ανακαλεί στη μνήμη του τις ερωτικές του περιπέτειες με ποικίλες γυναίκες, εντοπίζοντας πώς η ζωή τους οδηγήθηκε σε διαφορετικές κατευθύνσεις με την πάροδο του χρόνου.
Μία από τις πιο επιτυχημένες ηχογραφήσεις των Waterboys, “When Ye Go Away,” εντοπίζεται προς το τέλος του δίσκου. Σε αυτό, η απλή μα συνάμα ισχυρή ομορφιά, ανταμώνει την ηλεκτρική κιθάρα, με τον Scott να αναμένει μία επικείμενη αποχώρηση. Ο σκελετός ωστόσο σε αυτή τη δουλειά τους, αλλά και τη γενικότερη εποχή στην οποία είχε εισέλθει το συγκρότημα, είναι το ομότιτλο κομμάτι “Fisherman’s Blues”, που παραμένει μία από τις ωραιότερες, πιο «ανθεκτικές» στο χρόνο δημιουργίες τους. Ενώ το album στην πλειονότητά του εξερεύνησε και αλληλεπίδρασε με λαϊκές παραδόσεις και ιδέες, σε αυτό, ο Scott έπλασε και έγραψε το δικό του folk πρότυπο, χαρίζοντάς μας ένα τραγούδι, που θα μπορούσε να έχει γραφτεί πάνω από πενήντα χρόνια πριν τη δημιουργία του, ακόμη και πενήντα χρόνια από σήμερα, συνδέοντας το παρελθόν με το μέλλον.
Σήμερα, 31 χρόνια μετά την κυκλοφορία του καθοριστικού αυτού album για τη μετέπειτα πορεία τους, οι σπουδαίοι Waterboys συνεχίζουν αδιάκοπα να δημιουργούν, με παραπάνω από δέκα δισκογραφικές δουλειές να το έχουν διαδεχθεί (συμπεριλαμβανομένων των solo δίσκων του Mike Scott κατά το διάστημα της διάλυσής τους), και με τους Mike Scott, Steve Wickham, Ralph Salmins, Brother Paul Brown να απαρτίζουν το σημερινό line up τους. Το “Fisherman’s Blues” όμως, ήταν το δημιούργημα εκείνο που κατάφερε να γεφυρώσει έναν ωκεανό, δίνοντας το έναυσμα για την εξάπλωση την ιρλανδικής κουλτούρας στην Αμερική και όχι μόνο. Ο Scott με την παρέα του, κατάφερε να οικοδομήσει κάτι, στα θεμέλια του οποίου βρέθηκαν ποικίλες παραδόσεις, που ενώθηκαν κάτω από μία κοινή, διαχρονική εμπειρία, εφάμιλλη κάθε εποχής και κάθε πτυχής της ιστορίας της rock μουσικής.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΗ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ ΕΔΩ