Το ραντεβού του αθηναϊκού progressive metal κοινού με τη δισκογραφική ιστορία των τεράστιων Fates Warning είχε οριστεί και ήταν προμελετημένο. Ο κόσμος έτοιμος για μια ιστορική συναυλία, άρχισε να μαζεύεται από νωρίς στο club του Ταύρου και η διάθεση ήταν ανεβασμένη.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Γιώργος Κρίκος (δείτε περισσότερες εδώ)
Το ρόλο της προθέρμανσης του ακροατηρίου ανέλαβαν οι Ιταλοί Methodica. Μία πρώτη επαφή με το υλικό τους διαδικτυακά δε μου άφησε καμία ιδιαίτερη εντύπωση, πράγμα που δεν άλλαξε και με τη ζωντανή ερμηνεία της μουσικής τους. Πρόκειται για κλασσική περίπτωση χρυσής μετριότητας. Σίγουρα ικανοί οργανοπαίχτες, χωρίς όμως να βγάζουν μάτια πουθενά, εκτέλεσαν, με όρεξη ομολογουμένως, συνθέσεις που ξεχάστηκαν αμέσως μετά το πέρας τους. Αν θα έπρεπε να ξεχωρίσω κάποιον, αυτός είναι ο πληκτράς Marco Baschera, ο οποίος, φορώντας πάντα το ημίψηλο καπέλο του, ανέλαβε σχεδόν εξ’ ολοκλήρου την σολιστική δουλειά. Το setlist τους βασίστηκε στο τελευταίο τους album, “The Silence of Wisdom”, και ολοκληρώθηκε επιτυχώς με το πιο ενδιαφέρον κομμάτι τους, “The Lord of Empty Spaces”, για να μας ευχαριστήσουν σε άψογα ελληνικά και να δώσουν τη θέση τους στους πρωταγωνιστές της βραδιάς.
Μας είχαν υποσχεθεί μία επική βραδιά με τεράστιο setlist που θα καλύπτει το σύνολο των κυκλοφοριών τους (εποχής Alder πάντα), καθώς θα ηχογραφούσαν μέρος του επερχόμενου live album τους. Μας χρωστούσαν, επίσης, μία καλή εμφάνιση, καθώς από τον ήχο της τελευταίας περσινής ακόμα βουίζουν τα αυτιά μου. Μπορώ να πω με σιγουριά ότι ανταποκρίθηκαν απόλυτα ακόμα και στις υψηλότερες προσδοκίες μας. Είναι πραγματικά κρίμα το ότι ο κόσμος δε γέμισε ποτέ απόλυτα το χώρο, καθώς ζήσαμε μία από τις καλύτερες εμφανίσεις των Fates Warning στη χώρα μας.
Η αρχή με το “From the Rooftops” μας βρήκε λίγο ‘κουμπωμένους’, καθώς ο ήχος ήταν πάλι στην τσίτα, πράγμα το οποίο συνεχίστηκε και στο “Life in Still Water”. Με το σκάσιμο του “One”, όμως, τα πράγματα έφτιαξαν αισθητά και η ηχητική ποιότητα είχε μόνο ανοδική πορεία στο εξής. Πρώτη επίσκεψη στο “A Pleasant Shade of Gray” με το “Part III” και ο κόσμος αρχίζει να τρελαίνεται. Η διαδοχή του αισθαντικού “Pale Fire” με το υπέροχο “Seven Stars” από το τελευταίο τους album δείχνει τη συνέχεια, αλλά και την ποιοτική συνέπεια που διακρίνει την μπάντα μέσα από την 36χρονη πορεία της.
Το πρώτο μισό του setlist βασίστηκε κυρίως στις κυκλοφορίες από το “Disconnected”(2000) και μετά. Ακούσαμε έτσι τα “S.O.S.”, “Pieces of Me” και το καταπληκτικό “Firefly” από τον προηγούμενο δίσκο, “Darkness in a Different Light”. Με την εκτέλεση όμως του ατμοσφαιρικού “Wish”, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι αυτή δε θα είναι μία ακόμη ζωντανή εμφάνιση. Ο κόσμος και η μπάντα έγιναν ένα. Ο Alder δε χρειαζόταν να παρακινήσει το κοινό για να αντιδράσει. Μετά το “Another Perfect Day” άρχισε το progressive όργιο. Οι ρυθμικοί ογκόλιθοι, Bobby Jarzombek και Joey Vera, οδήγησαν με πιστότητα το όχημα του “The Ivory Gate of Dreams: IV. Quietus”, ενώ μεγάλη έκπληξη δημιούργησε η ‘εγκατάσταση’ της ακουστικής κιθάρας του Jim Matheos για το μπαρόκ intro στο δαιδαλώδες “And Yet It Moves”, που εκτελέστηκε άψογα στην ολότητά του.
Βουτιά στο παρελθόν με τα “Nothing Left to Say” (δεν υπήρξε άνθρωπος στο venue που να μην τραγούδησε) και “The Ivory Gate of Dreams: VII. Acquiescence”, ενώ το “Still Remains” μας αποτελείωσε. Είχε έρθει η ώρα για το συναυλιακό stantard, “The Eleventh Hour”, του οποίου το χορωδιακό μέρος που ανέλαβε το κοινό προκάλεσε, όπως πάντα, ανατριχίλες. Ο συνήθως απόλυτα κλεισμένος στον εαυτό του Matheos έδειχνε συγκινημένος χειροκροτώντας διαρκώς και από μέρους του τον κόσμο. Το διαχρονικό “Point of View” έκλεισε την κανονική (δίωρη παρακαλώ) διάρκεια του set. Το οριστικό τέλος, όμως, απείχε ακόμα αρκετά.
Σύντομο διάλειμμα, οι τόνοι πέφτουν, η ακουστική κιθάρα επανέρχεται και λαμβάνουμε μικρό μελωδικό δώρο με το “Falling” (άραγε θα ακούσουμε ποτέ την εναλλακτική δυναμική version live;). Από τις πιο συγκινητικές στιγμές της συναυλίας η εκτέλεση του “A Pleasant Shade of Gray, Part IX”, στο οποίο ο καθένας βρήκε τον εαυτό του, αλλά και την σύμπνοια με το διπλανό του μουσικόφιλο. Δε θα μπορούσε, όμως, αυτή η ιστορική εμφάνιση να κλείσει σε χαμηλούς τόνους. Έτσι, είχαμε τελευταίες ευκαιρίες να χτυπηθούμε στο ρυθμό των “Through Different Eyes”, “Monument” και “Eye to Eye” (τελευταίος μικρός χαμός).
Δε θα ήθελα να είμαι στη θέση του παραγωγού τη στιγμή που θα πρέπει να διαλέξει τις κορυφαίες στιγμές από την εμφάνιση για να συμπεριληφθούν στο live album, καθώς ο μαραθώνιος 2,5 ωρών και 24 τραγουδιών αποτελείτο μόνο από εκτελεστικές και συγκινησιακές κορυφές. Όσοι παρευρέθηκαν πρέπει να θεωρούν τον εαυτό τους τυχερό που έγιναν μέρος αυτής της πολύ όμορφης βραδιάς προοδευτικού μετάλλου. Εις το επανιδείν, λοιπόν, και με κρυφή επιθυμία να δούμε στη χώρα μας και την άλλη, ιστορική, έκφανση της μπάντας με τον John Arch στα φωνητικά.