Αλητεία.
Ακριβώς έτσι ηχεί και η μουσική τους. Αλήτικη. Και twisted. Πολυμορφική, ανήσυχη, αναπαλαιωμένη, unpleasant και vintage. London-se-Algeria. Δερβισικά στριφογυρίσματα που σε καθηλώνουν. Heart – breaking σφυρίγματα και βασανιστικoί παλμοί. Γκαραζιάρικοι ήχοι, pop, cult και εξπρεσιονιστικές αλλαγές που ενώνονται με τη βρωμιά της rock.
Με feedback τα έντονα fuzz η τάση να κοροϊδεύσουν, να χλευάσουν και να προκαλέσουν. Από το who’s the “Whitest Boy On The Beach” με το jamesbond-ίστικο χαβανέζικο μοτίβο μέχρι το βαρύ συστατικό κηδείας του “Goodbye Goebbels” μεσολαβεί μία διεστραμμένη Θεία Κοινωνία. Εύκολα μηδενιστικό το “Satisfied” και απειλητικό σαν ναρκωτικό. “Love Is The Crack”. Ένα flower-power όργιο με ταραγμένο υπαρξιακό κλαψούρισμα. Με βαριά περπατημένα τα τέμπο, ένα είδος μοιρολόι για το “Duce”. Άρρωστο. Καταστροφικό. Πειστικοί θρόμβοι που ηλεκτρίζουν πατάνε πάνω σε μία dark psychedelia άγριας Δύσης. Η δυναμική στο φθηνό κρότο όπου οι ξεκρέμαστοι ήχοι παρελαύνουν στο χώρο με τα λεπτά φωνητικά. “Lebensraum” με ένα κραδασμό σχεδόν δηλητηριώδη. Εμβατηριακό. Lo-fi pop το “Hits Hits Hits” σαν μία ηλεκτρονική κηλίδα στον λεκέ. “Tinfoil Deathstar”, οι αναφορές σε περιστατικά που σε τσιγκλίζουν. Από την ορμή για το πειραγμένο πανκ στην καχυποψία της μελωδικής παραμορφωμένης μπαλάντας – νανούρισμα. ”When Shipman Decides”, “We Must Learn To Rise”. Δογματισμός. Καθεστωτικός, σεξιστικός, στρατιωτικός, ηγετικός, πολιτικός, θρησκευτικός.
Ένα album ανυπακοής σε τεστ απόδοσης και ερμηνείας με οδηγία – χαστούκι για διπλό φιλτράρισμα. Ο φακός τύπου DIY με τη δική τους δισκογραφική Without Consent. Εξοπλισμός που χρησιμοποιήθηκε: John Lennon’s (old Beatles).