Η κριτική μιας κυκλοφορίας από μια μπάντα, πόσο μάλλον “μεγάλης μπάντας” που έχει να κυκλοφορήσει δίσκο εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια, χρειάζεται το λιγότερο έναν καλό πρόλογο. Το να ασχοληθούμε με το ποιοι είναι οι Faith no More, και το τι έχουν προσφέρει στη μουσική των 90’s -και όχι μόνο- είναι μάλλον περιττό. Αυτό που έχει αξία, και μάλλον είναι ο καλύτερος δρόμος για να ακούσεις και να κρίνεις αντικειμενικά ένα τέτοιας βαρύτητας album είναι να ξεκαθαρίσεις το μυαλό σου και την θέση σου απέναντι σ’ αυτό.
Το γεγονός ότι όλα αυτά τα τελευταία χρόνια έχεις κάνει κλύσμα τους δίσκους τους και τους έχεις απ’ έξω και ανακατωτά, και το αναγκαίο κακό να ακούς τα ίδια πέντε, άντε δέκα σήμα κατατεθέν κομμάτια τους στα αθηναικά rock bars και πάρτι των φίλων σου, δυσκολεύουν την κρίση σου. Όχι επειδή το θες, αλλά επειδή είναι λογικό. Για παράδειγμα οι κυκλοφορίες των Alice in Chains και Soundgarden με τα “Black Gives Way to Blue” και “King Animal” αντίστοιχα, είχαν αρκετές διχασμένες απόψεις. Ενώ το “King Animal” ξεχάστηκε γρήγορα (και στην ουσία δεν άρεσε στην πλειοψηφία των οπαδών τους), οι Alice in Chains κέρδισαν τις εντυπώσεις, και αυτό κυρίως γιατί ο ιδιαίτερος σκοτεινός και βαρύς ήχος του Cantrell που κατάφερε να κατοχυρώσει στο ομώνυμο album του 1995, διακόπηκε από το θάνατο του Layne Staley.
Στην περίπτωση των Faith No More η ιστορία έχει κάποιες βασικές διαφορές. Ο frontman παιδί-θαύμα Mike Patton, πήγε την παράνοια πολλά βήματα παραπέρα από τη στιγμή που η βασική μπάντα του ξέμεινε από καύσιμα το 1997. Καταφέρνοντας να είναι πάντα στην επικαιρότητα μέσω πολλαπλών projects και άνω του μετρίου -στις περισσότερες περιπτώσεις- κυκλοφοριών, η φιγούρα του Patton έχει αγαπηθεί και εκτιμηθεί από πλήθος κόσμου.
Με βάση τα παραπάνω, το “Sol Invictus”, ενώ θα μπορούσε να εκτιμηθεί απλά και μόνο επειδή ακολουθούμε τον Mike Patton ακόμη και στην τουαλέτα, ξεπερνάει και τις πιο μετριοπαθείς προσδοκίες μας. Συνθετικά πατώντας στο πιο smooth στυλ του “Album Of The Year” (το οποίο είχε σχεδόν “θαφτεί” από τα μουσικά μέσα εκείνη την περίοδο, για όσους το θυμούνται…), δεν του λείπει ούτε για μια στιγμή η μεγαλομανία του ήχου που τους καθιέρωσε. Χωρίς να προδιαθέτει ότι θα γίνει κάτι το παραπάνω από αυτό που περιμένεις, η ροή του δίσκου απαρτίζεται από αρκετές δυνατές συνθέσεις, με πρώτα και καλύτερα το α λα “Angel Dust” εποχής “Superhero” και “Separation Anxiety”, αλλά και πιο cool κομμάτια στα χνάρια του επικού πλέον “Evidence”, όπως το “Sunny Side Up”. Οι πειραματισμοί δεν λείπουν φυσικά αφού το “Cone of Shame”, εξελίσσεται σιγά-σιγά σε ένα instant epic απ’ τα παλιά. Το επόμενο “Rise of the Fall”, έχει μια Moriconne αισθητική στη σύνθεση μέχρι που όλα καταρρέουν στο ρεφρέν. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά έρχεται και το “Motherfucker” σαν ναρκωτικό…
Συνολικά αλλά και αποσπασματικά, χωρίς να είναι η αποθέωση των comeback, το “Sol Invictus” με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο θα καταφέρει μέσα σε λίγο καιρό να μπει στη σφαίρα των “κλασσικών album” όπως και οι προηγούμενες κυκλοφορίες τους.