Σε ένα από τα τελευταία live αυτού του έτους οδηγήθηκα την περασμένη Πέμπτη με σκοπό να αντικρίσω δυο μπάντες που κατά έναν περίεργο λόγο δεν αποτελούν μια ενιαία. Ο λόγος για τους Empty Frame, οι όποιοι μοιραστήκαν την σκηνή του Temple με τους Mr. Highway Band. Μια απόδοση η όποια μόνο αριστοτεχνική θα μπορούσε να χαρακτηρίσει καθώς κατάφεραν με μια μοναδική ικανότητα να μαγνητίσουν και να προκαλέσουν έναν βουβό ενθουσιασμό στο κοινό, το όποιο δεν έχανε κάθε φορά την ευκαιρία να καταχειροκροτήσει τόσο την μουσική αρτιότητα αλλά και το αίσθημα της ενότητας που ενέπνευσαν.
Ανταπόκριση: Έφη Καραμουσάλη / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Στον χώρο του Temple έφθασα λίγο μετά της 21:00, με την σφραγίδα του venue να αποτυπώνεται στο δεξί μου χέρι. Αρχικά, δεν παρατηρήθηκε κάποια εξαιρετικά μεγάλη άφιξη κοινού. Οι παραβρισκόμενοι, αποτέλεσαν χαλαρές υπάρξεις, δίχως κάποιον ιδιαίτερο παροξυσμό ή ενθουσιασμό. Όταν ο δείκτης του ρολογιού έδειξε 22:15, το stage του Temple πλημμύρισε από τα μελή και των δυο μπάντων, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της προθέρμανσης, δίνοντας μια ξεκάθαρη αίσθηση ομαδικότητας, συνεργασίας αλλά και την εικόνα πως δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλά συνηθισμένο gig.
Έγινε κατανοητό από τις πρώτες νότες της έναρξης του, πως θα αντιμετωπίσουμε δυο μπάντες που αποφασίζουν και τολμούν να σπάσουν τους κανόνες! Μετά από ένα κράμα συγχορδιών και αισθαντικών φωνητικών, αποδίδοντας με ιδανικό τρόπο το “Hey Jude” από The Beatles και εντυπωσιάζοντας με το “Song X” από Neil Young, οι Mr. Highway Band παρουσιάζονται με ένα αριστοτεχνικά οργανωμένο setlist. Country/rock αέρας φύσηξε εκείνο το βράδυ, με βελούδινο γρέζι που παρέπεμψε σε Eddie Vader αλλά και σε garage εποχές. Προσηλωμένη ερμηνεία και άριστη φωνητική ικανότητα, προσέγγισε σε μεγάλο βαθμό το ύφος της μπάντας μέσω των κομματιών “Greed”, “At the end of the day” και φυσικά “Revolution”. Αξίζει να σημειωθεί η εκκεντρική παρουσία των δυναμικών κιθάρων πραγματοποιώντας μια σύνθεση με πολύπλευρη μουσική εκτέλεση αλλά και η αίσθηση “challenge”, με την πρόσκληση νέων φωνητικών παρουσιών από το κοινό στο πλευρό του frontman!
Θέση στη σκηνή πήραν οι Empty Frame, λίγο αργότερα, με τον δείκτη να δείχνει 23:10. Μια μπάντα αποτελούμενη από έξι μουσικούς, με το έγχορδο στοιχείο να επικρατεί. Αισθαντικά φωνητικά με ρομαντικό χαρακτήρα συνοδεύονταν άψογα με το δεξιοτεχνική groov-α του μπάσου. Μελωδίες που με παρέπεμψαν σε ηλιόλουστες εποχές διακρίνοντας από το κοινό μια ανεξήγητη εξοικείωση με την μορφή της μουσικής τους αλλά και με την προσαρμοστικότητα τους. Μας προσέγγισαν με μια διάθεση που απελευθέρωνε έναν μελαγχολικό ενθουσιασμό, ερμηνεύοντας το “Mutineers”. Δεν διστάζουν να ομολογήσουν μέσα από την μουσική τους εξέλιξη την αγανάκτηση του σκοτεινού συναισθήματος και την επιθυμία του να μετουσιωθεί σε φως, να απελευθερωθεί και στο τέλος να ανυψωθεί.
Το τσέλο και η γυναικεία παρουσία κεντρίζουν τα βλέμματα η όποια δημιούργησε μια μαγική ατμόσφαιρα, με τους μουσικούς να μην μπορούν να προδώσουν καμία σύνθεση, εκτελώντας ακριβώς χωρίς λάθη. Αρμονία και χάος, αντιθέσεις ακόμη και στους ρυθμούς του ντράμερ με το μπάσο, με indie/gypsy /folk/rock επιρροές να κατακλύζουν το stage. Μεγαλοπρεπείς συνθέσεις στο κομμάτι του βιολιού, συνδυαστήκαν άψογα με τα φωνητικά και τα πλήκτρα, τα όποια μάγεψαν με το αίσθημα της αυτοσυγκέντρωσης. Εκλεπτυσμένες μουσικές οντότητες, που αρνούνται να περιοριστούν αποτρέποντας την καλλιτεχνική τους πορεία να βαδίσει σε μονοπάτια των συνηθισμένων. Λυρικότητα, συναισθηματισμός, πνευματική καλλιέργεια και μια μαζική ηχητική «επίθεση» από ήχους που απέδωσαν ένα ορχηστρικό χαρακτήρα.
Συμπερασματικά, το live της Πέμπτης θεωρήθηκε αξιόλογο καθώς τίποτα λιγότερο δεν μπορεί να χαρακτηρίσει τους μουσικούς που μας παρουσίασε! Ερμηνείες που έκρυβαν κάποιο background story, ικανό να φέρει στην επιφάνεια εκείνο το τόσο ύπουλο συναίσθημα, το συναίσθημα της νοσταλγίας αλλά και μια ονειρική συνέχεια με σκοτεινά σημεία στην δυναμική των κιθάρων.