Μπαίνοντας από πολύ νωρίς στο Temple, είχα τη βεβαιότητα ότι στην ώρα που θα ακολουθούσε ως την έναρξη της συναυλίας θα γεμίσει ο χώρος, γιατί έχω εμπιστοσύνη στο metal κοινό ότι διαχρονικά υποστηρίζει τις ανεξάρτητες/underground μπάντες στα live, και δεν θα συνέβαινε το αντίθετο στην περίπτωση αυτή μιας ανερχόμενης μπάντας που μόλις κυκλοφόρησε ένα τόσο αξιόλογο ντεμπούτο (για το οποίο είχα ήδη γράψει εδώ μόλις την προηγούμενη του live εβδομάδα). Αναφέρομαι στους Euphrosyne γιατί δυστυχώς δεν είχα εμπειρία από τη μουσική των Kiva ή των Mass Culture, των άλλων δύο συγκροτημάτων που μοιράστηκαν τη σκηνή, όταν αποφάσισα να παρακολουθήσω το event.
Ανταπόκριση: Σταύρος Γαρεδάκης / Φωτογραφίες: Ελισάβετ Παπαγιαννίδη (πλήρες photo report εδώ)
Για να μην προτρέχω όμως, ας πάρω τα πράγματα από την αρχή, όταν απόλυτα πιστοί στο χρονοδιάγραμμα οι Kiva ανέβηκαν στη σκηνή, οι οποίοι αποδείχθηκαν για μένα η μεγάλη αποκάλυψη της βραδιάς, με την πολύπλευρη post-metal μουσική τους, που ήταν μεν αργόσυρτη και βαριά, ογκώδης και ενίοτε groovy, αλλά πάντοτε διαυγής, με εκτεταμένα ατμοσφαιρικά περάσματα, που σε εμένα τουλάχιστον θύμισαν τους πολύ αγαπημένους Tool εποχής 10.000 Days, κι όλα αυτά έχοντας στο πρόσωπο του Δημήτρη ένα τραγουδιστή που συνέβαλε τα μέγιστα με το εύρος του, ο οποίος από εσωστρεφής, μόλις πάνω από ένα ψίθυρο, άλλοτε τραγουδούσε εκφραστικά κι άλλοτε μαινόταν επιθετικός με κραυγές, αναλόγως τι απαιτούσε κάθε φορά η περίσταση. Οταν γυρίζεις αργά σπίτι και το πρώτο που ψάχνεις είναι τη μουσική μιας μπάντας online, μάλλον κάτι κάνουν πολύ καλά.
Στα χαρτιά το δεύτερο τρίτο της βραδιάς δεν αναμενόταν πολύ διαφορετικό ηχητικά, όμως μερικές φορές οι ταμπέλες δεν λένε και πολλά, ειδικά τόσο γενικές όσο της post-metal ή της sludge, που είχε τόσες διαφορετικές εκφάνσεις εδώ και τρεις δεκαετίες, και οι Mass Culture αποδείχθηκαν πολύ διαφορετικό θηρίο. Και δεν χρησιμοποιώ τυχαία τον όρο αυτό, γιατί πρόκειται για θιασώτες ενός πολύ πιο ακραίου ήχου, στα σκληρότερα όρια των παραπάνω ιδιωμάτων, με περισσότερα post-hardcore στοιχεία, μπάσο-οδωστρωτήρα, δίχως “καθαρά” φωνητικά, και πιο “λασπωμένα” riffs, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι λυσσαλέες κιθάρες τους στερούνται μελωδικότητας.
Θα έλεγα μάλιστα ότι υπήρξαν στιγμές σαν το “Του Φόβου Η Φωνή” που το ασήκωτο βάρος και οι μελωδίες των riffs μου θύμισαν μέχρι και Tiamat στο “Clouds”, εποχή που η death metal έκανε ακόμη τα πρώτα της φλερτ με την ατμόσφαιρα και το doom. Μπορεί να μην είμαι πλέον το κατάλληλο κοινό, καθώς πάνε πολλά χρόνια από τότε που άκουγα φανατικά αυτή τη μουσική, όμως είμαι σίγουρος ότι δεν μπορεί να υπήρξε πραγματικός metalhead που δεν έμεινε ικανοποιημένος από την εμφάνισή τους.
Όταν ήρθε η ώρα για τους εν είδη headliners της βραδιάς να ανέβουν στη σκηνή, και λέω εν είδη γιατί στην πραγματικότητα μοιράστηκαν εξίσου το χρόνο τα τρία σχήματα, πέρα από τον ενθουσιασμό που είχα λόγω του “Keres”, που ήταν από τις αγαπημένες μου metal κυκλοφορίες της χρονιάς, έγινε προφανές πως είχαν δώσει μεγάλη σημασία στην θεατρικότητα της παρουσίασης αυτής, καθώς εμφανίστηκαν με το ανάλογο, περισσότερο gothic παρά το παραδοσιακό black metal corpse-paint θα έλεγα, make-up. Λεπτομέρεια; Κι όμως, όταν μια μπάντα καλείται να δημιουργήσει την ακραία/σκοτεινή ατμόσφαιρα της μουσικής της, αν μη τι άλλο, αποδεικνύει πόσο σοβαρά παίρνουν αυτό που κάνουν. Δεν είναι τυχαίο ότι από γεννήσεώς του το metal χαρακτηρίστηκε από θεατρικότητα επί σκηνής (βλέπε Ozzy, Alice Cooper, κ.α.). Στη θεατρική σκηνική παρουσία βέβαια τη μεγαλύτερη μνεία που ξεχώρισαν οι Euphrosyne πρέπει να την αποδώσουμε στην τραγουδίστρια Έφη που μαγνήτιζε με την ερμηνεία της και τις εκφραστικές κινήσεις που έφεραν από τη gothic αισθητική του κινηματογραφικού γερμανικού εξπρεσσιονισμού.
Δυστυχώς όμως, ο ήχος δεν υπήρξε ο καλύτερος παραστάτης της, καθώς ενώ όταν η μουσική χαμήλωνε την ένταση στα ατμοσφαιρικά περάσματα ή η ίδια ανέβαινε ψηλά, σε πιο οπερατικά φωνητικά ακουγόταν εξαιρετικά, στα πιο καθαρόαιμα black metal σημεία των κομματιών τους, όταν άρχιζαν να κόβουν σαν ξυράφι τα κιθαριστικά riffs, να οργώνει το μπάσο, και τα δαιμονιώδη blast beats των ντραμς, τα ουρλιαχτά φωνητικά της μετά βίας ξεχώριζαν, περισσότερο τα ένοιωθες σαν ηχητική υφή παρά τα άκουγες καθαρά μέσα στον καταιγισμό. Υποψιάζομαι ότι αυτό το τεχνικό ζήτημα μπορεί και να είναι συνέπεια του σχετικά νεαρού της μπάντας, που στα λίγα χρόνια ύπαρξής τους, σχεδόν τα μισά ήταν αδύνατο λόγω πανδημίας να πραγματοποιήσουν ζωντανές εμφανίσεις.
Σημασία έχει ότι κάτι τέτοιο δεν ήταν αρκετό να σπιλώσει μια πραγματικά απολαυστική εμφάνιση (ο σβέρκος μου από το headbanging το επόμενο πρωί μάρτυρας αυτού), απλά νομίζω ότι εμπόδισε να βιώσουμε αυτό που μπορούν να αποδώσουν οι Euphrosyne στο 100%, για το οποίο ελπίζω σύντομα να υπάρξει επόμενη ευκαιρία, καθώς πιστεύω όλοι που βρεθήκαμε στο κοινό θέλουμε να τους ξανα(και ξανά)δούμε ζωντανά.