Ένα νέο και πολλά υποσχόμενο φεστιβάλ γεννήθηκε στα συναυλιακά δρώμενα της πόλης μας. Το είδος, δε του σκοτεινού-ατμοσφαιρικού metal στο οποίο ειδικεύεται είναι πολύ αγαπημένο του Ελληνικού κοινού, ενώ οι διοργανώσεις που το υποστηρίζουν σπάνιες. Ευτυχώς, πέρα από καθυστερήσεις της τάξης του ενός τετάρτου στις εμφανίσεις των σχημάτων όλα κύλησαν άψογα και η βραδιά καταγράφεται ως άκρως επιτυχημένη.
Aνταπόκριση: Γιώργος Ξενικουδάκης
Η αρχή έγινε με τους Αθηναίους Meden Agan και το σύγχρονο power metal τους που εντυπωσίασε. Δεν θα αναφερθώ σε αυτούς με τον υποτιμητικό όρο female fronted metal που αφορά κακέκτυπα των Nightwish. Τα παιδιά έχουν πραγματικά riffs, τεχνικά solos και την ΦΟΒΕΡΗ φωνή της Δήμητρας Παναρίτη η οποία συνδυάστηκε με έντονη σκηνική παρουσία παρά το λιγοστό κοινό που είχε μαζευτεί νωρίς το απόγευμα. Το setlist τους επικεντρώθηκε στην τελευταία τους κυκλοφορία “Catharsis” και θα έλεγα ότι εντυπωσίασε.
Πολυαναμενόμενη η συνέχεια για τους θιασώτες του progressive-doom metal ήχου, καθώς οι Ηρακλειώτες Doomocracy αποτελούν μία από τις σημαντικότερες μπάντες του είδους σε παγκόσμιο επίπεδο πλέον. Η εμπειρία τους σε συναυλίες στο εξωτερικό σε συνδυασμό με το πολύ καλό υλικό τους συντέλεσε μία άψογη εμφάνιση. Ο τέλειος ήχος (παρέμεινε έτσι σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς), οι υποδειγματικές εκτελέσεις αλλά και η εμφανής αγάπη για αυτό που κάνουν κέρδισαν το κοινό που φαινόταν να γνωρίζει τραγούδια και στίχους και συμμετείχε ενεργά. Ακούσαμε τραγούδια από τα δύο album τους καθώς και μία φοβερή διασκευή στο (ομώνυμο με το φεστιβάλ) “Demon’s Gate” των Candlemass.
Τη σκυτάλη πήραν οι βετεράνοι On Thorns I Lay. Αν και δεν είμαι ο μεγαλύτερος οπαδός του μελιστάλαχτου μελωδικού doom – death που πρεσβεύουν πρέπει να παραδεχτώ ότι έπαιξαν άψογα, ο ήχος τους ήταν σχεδόν τέλειος (με την εξαίρεση του βιολιού που στο πρώτο μισό της εμφάνισης δεν ακουγόταν) και, εν τέλει, ταξίδεψαν τους παρευρισκόμενους σε ένα κόσμο σκοτεινού ρομαντισμού. Το set τους βασίστηκε στο τελευταίο τους πόνημα “Aegean Sorrow” με τη διλογία “Olethros” και το “In Emerald Eyes” να ξεχωρίζουν. Στο τέλος απέσπασαν ένθερμο χειροκρότημα που το άξιζαν. Πρέπει να αναφέρουμε επίσης το εξαιρετικό light show που είχαν.
Περίμενα με ανυπομονησία να δω ζωντανά για πρώτη φορά τους Sorcerer, εν πλήρη γνώση του άψογου υλικού που έχουν στη φαρέτρα τους. Ακολουθώ την μπάντα σαν ακροατής από το πρώτο demo τους και δηλώνω χωρίς φόβο και πάθος ότι είναι οι μόνοι που μπορούσαν να “χτυπήσουν στα ίσια” τους Candlemass στο χώρο του epic – doom metal. Πράγματι οι Σουηδοί έκαναν αρχηγική εμφάνιση με αέρα headliner παρά τον περιορισμένο χρόνο που είχαν. Το setlist τους μοιράστηκε ισόποσα στα δύο απίστευτα full-length τους με ένα μικρό δείγμα από το παρελθόν, το ομώνυμο “the Sorcerer”, με την συμμετοχή του “κολλητού” τους τραγουδιστή των Doomocracy Μιχάλη Σταυρακάκη. Το κιθαριστικό δίδυμο “κένταγε” πάνω στα στιβαρά θεμέλια του rhythm section ενώ η φωνή του Anders Engberg έφτανε στα ύψη. Κορυφές όπως τα “Sirens” και “Exorcise the Demon” έκαναν το ακροατήριο να ανυπομονεί για μία προσεχή εμφάνιση με πλήρες setlist, που μάλλον θα έρθει με την κυκλοφορία του νέου album που, όπως είπαν, είναι στα σκαριά.
Ίσως η επιλογή να εμφανιστούν στη δεύτερη θέση οι Δανοί Saturnus να φάνταζε περίεργη σε εμάς τους παλαιότερους και να είμασταν έτοιμοι για το απαραίτητο διάλειμμα για μπύρες. Εντούτοις οι doom/death metallers μας άφησαν χαζούς καθώς έκαναν ΤΕΡΑΣΤΙΑ εμφάνιση με εκτελέσεις υπόδειγμα και ήχο καλύτερο από cd. Το υλικό τους ζωντανά σε γράπωνε και δεν σε άφηνε παρά μόνο στα μικρά κενά μεταξύ των κομματιών, στα οποία φαινόταν πόσο down to earth άτομα είναι, εκφράζοντας διαρκώς τις ευχαριστίες τους στο Ελληνικό κοινό για την πολύχρονη συμπαράσταση. Με κομμάτια όπως τα “Forest of insomnia”, “Murky Waters” και φυσικά το σαρωτικό “Christ Goodbye” απέδειξαν την αξία τους και κέρδισαν νέους οπαδούς.
Τα τραγελαφικά γεγονότα που έλαβαν χώρα την προηγούμενη βραδιά στη Θεσσαλονίκη μας είχαν προετοιμάσει για το χειρότερο στην εμφάνιση του Eric Clayton με τους Nine. Ευτυχώς οι φόβοι μας δεν επαληθεύτηκαν καθώς για πάνω από δύο ώρες ζήσαμε μουσική μεγαλουργία, συνταρακτικές ερμηνείες αλλά πάνω από όλα ανθρώπινη επαφή. Ο Clayton είναι ένα προβληματικό μεγάλο παιδί μέσα στο οποίο παλεύει το σκοτάδι με το φως, η αγοραφοβία με την ανάγκη για άγγιγμα, η σπασμένη φωνή του πενηντάρη με τη λουσμένη με φως χροιά του ανθρώπου που θέλει να ξαναλουστεί στο φως.
Οι κινήσεις του αδιάκοπες, σχεδόν αυτιστικές. Παίζει με πλαστικές μάσκες χωρίς να κρυφτεί πίσω από καμία. Βάζει, βγάζει καπέλα, μαντήλια, παραπονιέται ότι ζεσταίνεται αλλά ταυτόχρονα αποδίδει εμβληματικά ύμνους όπως τα “Enter the Idol”, “the Mask” και “Killer”. Σχεδόν ζητά συγνώμη για την “εγωιστική” του κίνηση να παίξει μια, σημαντική για αυτόν, και υπέροχη διασκευή στο “Five Years” του David Bowie. Το ίδιο και στην πρώτη παρουσίαση δύο νέων κομματιών. Η μπάντα του, αν και προφανώς session μουσικοί, αποδίδουν τα θρυλικά κομμάτια από τα δύο πρώτα albums των Saviour Machine με τέτοια αγάπη, σαν να ήταν δικά τους. Η επιστροφή στο υλικό της αρχικής του μπάντας θα φέρει απανωτές συγκινήσεις με τα καθηλωτικά “Son of the Rain”, “Ascension of Heroes” και “The Stand”. Ο Clayton πότε γονατίζει και προσεύχεται και πότε ανυψώνεται στα ουράνια όπως στο “Carnival of Souls”. Στο “Legion” ανατρίχιασαν και οι τοίχοι, ενώ στο Love Never Dies κοινό και καλλιτέχνης γίνονται ένα, καθώς ο τραγουδιστής κατεβαίνει από τη σκηνή για να αγκαλιάσει και να χαιρετίσει καθέναν ξεχωριστά. Πραγματικά δάκρυα ανέβηκαν στα μάτια πολλών εξ ημών. Στις 100δες συναυλίες που έχω παρευρεθεί σπάνια έχω βιώσει τέτοια καθολική συγκίνηση.
Ιδανικό λοιπόν το κλείσιμο του πετυχημένου πρώτου Demon’s Gate Festival και μεγάλη η προσμονή για το επόμενο με Tiamat (με setlist από Wild Honey και Clouds), αλλά και με τους καταπληκτικούς Memory Garden. Ραντεβού εκεί.