Σχεδόν τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του “The Spark”, οι Enter Shikari κυκλοφορούν το “Nothing Is True & Everything Is Possible”. Αξίζει να σημειωθεί πως ένα χρόνο πριν ο Reynolds, o lead singer του συγκροτήματος είχε δηλώσει σε μια συνέντευξη στο Kerrang! οτι φιλοδοξεί το συγκεκριμένο album να είναι το πιο αντιπρωσοπευτικό για τον ήχο του συγκροτήματος, και «να κλείνει το μάτι» στους πιο πιστούς fanς τους, εμπεριέχοντας στοιχεία από κάθε album, κάτι που επιβεβαιώθηκε με τουλάχιστον μια ευθύτατη αναφορά στο “Take To The Skies” , αφού στην track list του δίσκου φιγουράρει το κομμάτι με τον τίτλο «Reprise 3».
Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στη στιχουργική πλευρά του album καθώς για άλλη μια φορά γίνεται φανερή μια κριτική ματιά προς κοινωνικά και πολιτικά θέματα, εξετάζονας τη σχέση τους με την ατομική ευθύνη, φανερόνοντας έτσι διάφορους, απολύτως ανθρώπινους, προβληματισμους εκφρασμένους τόσο εύστοχα ωστέ κανείς να μπορεί να ταυτιστεί απόλυτα μαζί τους. Η προσπάθεια αυτής της στιχουργικής έκφρασης είναι ένα στοιχείο εμφανές σε ολοκληρο το δίσκο.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν, το πρώτο single του album «The Dreamer’s Hotel» με το δυναμικό outro: «If love is blind / Hatred is deaf / And well fed» και το “Marionettes (II.The Ascent)” με στίχους όπως «And the marionettes awaken / Into a nightmare / Truth hurts / Now you know – truth frees»
To album ανοίγει δυναμικά με το «THE GREAT UNKNOWN», ξεκινόντας με ένα aerie piano intro, ενώ όσο προχωρά φανερώνει ένα ολοένα και περισσότερο upbeat alt ύφος που συνοδεύεται με στίχους γεμάτους ανησυχία στα φωνητικά. Με μια έντονη αντίθεση, ο δίσκος ολοκληρώνεται αφήνοντας στον ακροατή μια γλυκόπρικρη γεύση κι έναν προβληματισμό μετά το άκουσμα του «Waltzing Off the Face of the Earth (II. Piangevole)».
Είναι ένα album που συνδυάζει με εξαιρετικό τρόπο διαφορετικά ηχοχρώματα μεταξύ τους. Το χαρούμενο pop-punk «Crossing the Rubicon» με το «Walzing off the Face of the Earth (I. Crescendo) » που πέρα από το ρυθμό του βαλς έχει και έντονα στοιχεία cabaret music, είναι δυο arrangements τόσο διαφορετικά που δύσκολα φαντάζεται κανείς οτι είναι εφικτό να ακουστούν, μαζι, σε έναν δίσκο, και να διατηρείται ένα συνεπές ύφος παραγωγής, όμως είναι εκπληκτικό το πόσο ομαλά αλληλοσυμπληρώνονται. Στο album, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνεται το «Elegy for Extinction» που έχει τη μορφή συμφωνικού έργου (είναι ηχογραφημένο με τη συμφωνική της Πράγας και highlight του κομματιού για μένα είναι η μετατροπία στο 2:55) που εξερευνεί έναν ήχο που το συγκρότημα δεν είχε δοκιμάσει ξανά στο παρελθόν.
Ωστόσο, όσο καινοφανές κι αν είναι το «Elegy for Extinction» επιλογές όπως το «Satellites**», «T.I.N.A.» και «the king», προσφιλείς για τα πιο ηλεκτρονικά ακούσματα που μας είχαν προσφέρει στο παρελθόν, βοηθούν το δίσκο να διατηρήσει το μουσικό ύφος με το οποίο και ξεκίνησε το συγκρότημα.
Το album είναι το αποτέλεσμα εφυούς πειραματισμού και πραγματικά οτι είναι ότι πιο ολοκληρωμένο μας έχουν προσφέρει. Είναι ένα καινοτόμο δημιούργημα όπου διαφαίνεται όλο το φάσμα του ύφους του ήχου που μέχρι τώρα είχαν επιδείξει, αποτελώντας ορόσημο για την εξέλιξή του. Κι κάπως έτσι νομίζω οτι η επιθυμία του Rou, που είναι και το άτομο που ευθύνεται για αυτή την απίστευτη παραγωγή, έγινε πραγματικότητα.