Σάτυροι και Σειληνοί, νύμφες, μαινάδες, Βάκχες, η Αριάδνη και ο Διόνυσος, οι τραγικές μοίρες των θεών…ο χορός. Συνευρέθηκαν το Σάββατο 29 Μαρτίου στη σκηνή του Fuzz Club και γιόρτασαν μαζί με τους Enemy of Reality τα 11 χρόνια της ύπαρξής τους, σε ένα επιβλητικό, παγανιστικό μουσικό θέαμα, όπου η μυθολογία έγινε αναπόσπαστο κομμάτι της δεξιοτεχνίας του symphonic και heavy metal.
Ανταπόκριση: Χαρά Ευδαίμων / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος
Περίπου στις 20:00, αν και η προσέλευση του κόσμου δεν ήταν ακόμη έντονη, το Αθηναϊκό metal σχήμα Deus Culpa μας υποδέχτηκε σε αυτήν τη γιορτή με το δυναμικό “Precarious”, δίνοντας το σήμα για μια άγρια βραδιά γεμάτη σκληρούς ρυθμούς και επιβλητικά riffs. Με τη χαρακτηριστική τους ενέργεια, συνέχισαν με κομμάτια όπως το “Isle of Death” και το “Lost in the Way”, που επιβεβαίωσαν την ορμητική τους παρουσία και τη στιβαρότητα της μουσικής τους, ενώ η ένταση χτύπησε κόκκινο με το “Eyes Unveiled”.

Η μπάντα, που δημιουργήθηκε στην καρδιά της Αθήνας το 2019 και έχει ήδη αφήσει το στίγμα της στον κόσμο του σκληρού ήχου, ολοκλήρωσε την εμφάνισή της με το εκρηκτικό “So Many Years”, αφήνοντας το κοινό με την αίσθηση ότι από εκείνους έχουμε να περιμένουμε πολλά. Ο Νίκος Τσιάμπαος και ο Λορέντζο Μπουχαγιέρης, οι βασικοί συνθέτες του συγκροτήματος, ένωσαν τη δύναμή τους με τον Δημήτρη Γκίνη στα τύμπανα και τον Αυγερινό Μιχαηλίδη στο μπάσο, δημιουργώντας έναν ήχο που δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβήτηση. Με τέτοια ενέργεια στο live, είναι ξεκάθαρο ότι το ταξίδι τους μόλις άρχισε.

Καθώς η ώρα πλησίαζε τις 21:00, το video wall ξεχείλιζε από προβολές γεμάτες σειρήνες και αποσπάσματα από την ατμόσφαιρα ενός μεταποκαλυπτικού κόσμου. Μηνύματα σε έντονο κίτρινο χρώμα, όπως «warning», «this is not a drill», δημιουργούσαν το σκηνικό μιας επικείμενης αφύπνισης, καθώς οι Lazy Man’s Load ανέβαιναν στη σκηνή. Η μπάντα, με το χαρακτηριστικό της μείγμα από stoner, heavy metal και hard rock ήχους, άνοιξε το σετ της με το “Saints Full of Sin”. Η ατμόσφαιρα, γεμάτη ένταση και με τη θεατρικότητα που διακρίνει τους Lazy Man’s Load, ακολούθησε με κομμάτια όπως το “In for the Kill”, το “Gomorrah”, με τις απόκοσμες στιγμές του και τα βαριά κιθαριστικά περάσματα. Το “Pilgrim and the Witch” προετοίμασε το κοινό για τα πιο σκοτεινά μονοπάτια που ακολούθησαν, όπως το δυναμικό “Crimson Player” και το πιο αφαιρετικό “Outlaws”.

Το φινάλε ήρθε με το “Heavy is the Crown”, όπου η μπάντα έδειξε την πληρότητα της ηχητικής της ταυτότητας. Με το “Slackjawed” και την αποδοχή του τελευταίου “Outro”, αποχαιρέτησαν το κοινό. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω πως καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασής τους, υπήρξαν κάποιες χειρονομίες ανάμεσα στον frontman και τον κιθαρίστα, που ειλικρινά δε μπορούσα να ξεχωρίσω αν ήταν μέρος της παράστασης, επηρεασμένο ίσως από το attitude των Rammstein, ή αν εξελισσόταν μπροστά στα μάτια μας μια δυσάρεστη συμπεριφορά. Ελπίζω να ισχύει το πρώτο και την επόμενη φορά να προσπαθήσουν καλύτερα να μας το περάσουν και όχι το δεύτερο, το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ασεβές τόσο προς τους παρευρισκόμενους, όσο και προς τα ίδια τα μέλη της μπάντας.

Περάσαμε σε ένα αρκετά μεγάλο διάλειμμα, κάτι που ήταν προφανές, καθώς σε λίγο θα περνούσαν από μπροστά μας 11 ολόκληρα χρόνια τραγουδοποιίας (και όχι μόνο) από το επιβλητικό κουαρτέτο Enemy of Reality. Στη σκηνή του Fuzz έπεσαν οι πολυτελείς θεατρικές κόκκινες κουρτίνες, που έκαναν την αναμονή μας ακόμη μεγαλύτερη και δήλωναν ότι η επικείμενη συναυλία δεν θα ήταν όπως όλες τις άλλες.
Η αυλαία άνοιξε με έναν μυστηριώδη ήχο που συνοδευόταν από τα τύμπανα του Φιλίππου. Στη σκηνή εμφανίστηκε ένας Μύστης, σκεπασμένος σε σκιές και περιβαλλόμενος από καπνούς. Οι πρώτες νότες ακούστηκαν, και με την κίνησή του άρχισε να επικαλείται, σχεδόν ιεροτελεστικά, τους υπόλοιπους μουσικούς, οι οποίοι, ντυμένοι ως σάτυροι, γέμισαν με έναν άγριο, αλλά συνάμα μαγευτικό, απόκοσμο αέρα τη σκηνή. Οι ήχοι γίνονταν όλο και πιο έντονοι, η μυστηριώδης ατμόσφαιρα έδενε αρμονικά με το πλήθος, το οποίο, καταληφθέν από το πάθος της μουσικής, άρχισε να φωνάζει και να χειροκροτεί σαν να ήταν μέρος κάποιας τελετής. Ήταν ξεκάθαρο από την αρχή πως η βραδιά αυτή θα γραφόταν ανεξίτηλα στην ιστορία της μπάντας.

Το πρώτο τραγούδι της βραδιάς, το “Downfall”, ξεκίνησε με ένα ισχυρό, θεαματικό ξέσπασμα από την κιθάρα και τα τύμπανα, με την γεμάτη ένταση εισαγωγή του κομματιού να συνάδετε άμεσα με τη σκοτεινή ενέργεια του κοινού και τους ηθοποιούς και χορευτές που, ντυμένοι ως νύμφες και σάτυροι, επιδόθηκαν σε ακραίους χορούς. Η ουράνια φωνή της Ηλιάνας Τσακιράκη άρχισε να διαπερνά τα πάντα και όλη η εκρηκτικότητα του metal και η ατμοσφαιρικότητα του prog κατέληγαν σε μια απελευθερωτική αίσθηση. Η δεύτερη επιλογή έφερε μια πιο ατμοσφαιρική διάσταση στο setlist. Οι αργοί ρυθμοί και τα δυναμικά ξεσπάσματα έφεραν στο προσκήνιο τη συναισθηματική ένταση του “Long Forgotten”. Ακολούθησε ένα από τα πιο επιβλητικά τραγούδια της βραδιάς, το “Deliverance”, με την εκρηκτική κιθάρα και τα σύνθετα ρυθμικά μοτίβα.

Με μια ηρεμία που διαταράχθηκε ξαφνικά από έντονες κιθαριστικές εξάρσεις, το “Vineyard Song” ήταν μια αναλαμπή του πιο «σφιχτού» metal ήχου, με τις εναλλαγές του να δημιουργούν έντονες αντιφάσεις. Σκοτεινό και γεμάτο ένταση, το “Serenade of Death” με το groove του τραγουδιού έφερε μια σαφή αίσθηση σκοτεινής επικήρυξης. Η φλόγα του “Baptised in Fire” έδωσε μια ανάσα πριν τη μανία του drum solo, με την τραγουδιστική απόδοση, έντονα δραματική και συγκλονιστική, καθώς η μπάντα, πλήρως συντονισμένη, εξερευνούσε τα όρια του thrash και του prog metal σε μια αρμονική σύγκρουση. Η στιγμή του drum solo ήρθε για να αναδείξει τη δεξιοτεχνία του Φίλιππου, με το κοινό να παρακολουθεί με κομμένη ανάσα την ακατάπαυστη και τεχνική εκτέλεση, η οποία έδωσε το σήμα για το επόμενο κεφάλαιο της συναυλίας.

Το πιο συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι της βραδιάς, το “Δε Σε Θέλω Πια” παρέσυρε το κοινό, καθώς η ελληνική γλώσσα πρόσθεσε μία μοναδική διάσταση στους στίχους, και το πάθος της ερμηνείας ανέβασε τη συναισθηματική φόρτιση. Το “In Hiding” επανέφερε τη σκοτεινιά που είχαν καθιερώσει από την αρχή. Ένα από τα πιο ρυθμικά κομμάτια της βραδιάς, το “Taste of Defeat”, με σφιχτούς και συνάμα συναισθηματικά φορτισμένους ρυθμούς, έδωσε τη σκυτάλη στο “Nouthetisis”, το οποίο ήταν γεμάτο ανατροπές και τεχνικές διακυμάνσεις.
Το “The Bargaining” ήταν γεμάτο δυναμική και ρυθμική ένταση, το πιο αργό και μελαγχολικό, “Needle Bites”, με το απογυμνωμένο ηχητικό τοπίο, που θύμιζε κάθαρση. Μια αποκαλυπτική στιγμή, καθώς το συγκρότημα ανέβασε τους τόνους με την ακουστική εκτέλεση του “My Own Master”. Απολύτως συγκλονιστικό, το “Την Πατρίδα Μ’ Έχασα”, ένας φόρος τιμής στην γενοκτονία του Πόντου, μας οδηγούσε προς το τέλος, με μία λυρική και εξαιρετικά συναισθηματική προσέγγιση. Η βραδιά έκλεισε με το πιο επικό τραγούδι, το “Twist of Time”, το οποίο ταξίδεψε το κοινό σε έναν άλλο κόσμο.

Το σετ της μπάντας ήταν μια ανεπανάληπτη διαδρομή 11 ολόκληρων χρόνων. Οι Enemy of Reality δεν απογοήτευσαν το κοινό ούτε για μια στιγμή. Η συναυλία τους υπήρξε μια μουσική ποίηση, γεμάτη ένταση και συναισθηματική φόρτιση, καθώς κάθε τραγούδι άνοιγε νέες διαστάσεις. Γεμάτο σκοτεινές και δραματικές ανατροπές, δημιούργησε μια ατμόσφαιρα που θύμιζε μυσταγωγική τελετή και ταυτόχρονα μια αδιανόητη εμπειρία για τον ακροατή.
Αυτή η συναυλία ήταν, χωρίς αμφιβολία, μια μοναδική εμπειρία που θα μείνει στην ιστορία της μπάντας και στο μυαλό όσων παραβρέθηκαν, ως μια εκρηκτική, συναισθηματικά γεμάτη και τεχνικά αψεγάδιαστη εμφάνιση. Εν κατακλείδι, οι Εχθροί της Πραγματικότητας, διακατέχονται από ευγένεια, ταλέντο, επαγγελματισμό, προσήλωση και αγάπη για αυτό που εκπροσωπούν. Και αυτό είναι εξίσου μυθικό!
