Μπορεί να έχουν περάσει σχεδόν τριάντα χρόνια απ’ την πρώτη φορά που ακούσαμε το Novocaine For The Soul των αγαπημένων Eels στα ραδιόφωνα, μα ο Mark Oliver Everett εξακολουθεί να είναι ακόμη μια indie rock φίρμα που δισκογραφεί τακτικά κάθε μερικά χρόνια. Χωρίς να έχει καταφέρει ακόμη να σπάσει την κατάρα των “90’s πρώτων δίσκων”, έχει κατά καιρούς προσφέρει όμορφα albums, καθώς και κάποια εξαιρετικά singles. Η πρόσφατη συνθετική προσπάθεια του με τους Eels βαδίζει μεταξύ φθοράς και αυθαρσίας, βάζοντας για μια ακόμη φορά τη μπάντα σε ένα safe mode, που δεν έχει να προσφέρει τίποτα, πέρα από 2-3 καλές στιγμές.
Το Extreme Witchcraft επιστρέφει στη garage rock συνταγή του πετυχημένου Souljacker (2001), ανοιγοκλείνοντας τη συνθετική παλέτα του μεταξύ fuzzαριστών ήχων και εύπεπτης indie ψυχεδέλειας. Με singles όπως τα “Good Night On Earth” και “Amateur Hour” τη δουλίτσα του την κάνει μια χαρά, μα ο “E” δεν πρόκειται να κερδίσει νέους φίλους. Η καραντινάτη απελπισία του “Learning While I Lose” και η τύπου jazzy “Stumbling Bee” παραξενιά του, αποπροσανατολίζουν από την αρχική -οριακά blues- συνοχή του, με αποτέλεσμα το album να πελαγώνει κατά τόπους μέσα στην ίδια του την έμπνευση.
Μετά από δεκατέσσερα full length albums, οι Eels (o Mark Oliver Everett δηλαδή) εξακολουθούν να προσπαθούν να προσφέρουν κάτι το αξιομνημόνευτο, μα συνεχώς πέφτουν μέσα στην ίδια τους τη λούπα. Το Extreme Witchcraft δεν είναι κακό, μα είναι μια ακόμη αδιάφορη στιγμή της δισκογραφίας τους, που μάλλον θα κάνει κλικ μόνο στους die-hard fans τους.