Οι Λαγουδάνθρωποι ξαναφαντάζονται και επανερμηνεύουν μια σειρά από κλασικά αγαπημένα, χωρίς να ξεχνούν τις καταβολές τους και πως πρέπει με κάποιον τρόπο να ανεβάσουν το τιράζ τους.
Τέσσερα. Τόσα είναι τα χρόνια της δισκογραφικής απουσίας των Echo & the Bunnymen, οι οποίοι μετά το «Meteorites» του 2014 κυκλοφόρησαν δύο live album υπακούοντας στη γνωστή συνταγή για τις μπάντες βροντόσαυρους τα πολλά, επετειακά, ζωντανά albums. Οι Echo δεν αποτελούν εξαίρεση στον κανόνα αυτόν, παρά τα 40 χρόνια παρουσίας και τον ορισμό του βρετανικού post-punk. H μουσική βιομηχανία καταπίνει ήδη από την εποχή του Napster (sic), αυτούς οι οποίοι αρνούνται να εκσυγχρονιστούν ή/και να αφήσουν τις δισκογραφικές να απλώσουν λίγο περισσότερο το χεράκι τους στις δουλειές τους.
Το «The Stars, The Oceans & The Moon» αποτελεί ένα συνονθύλευμα ή μια επιλεκτική παρουσίαση 13 από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της μπάντας, οι οποίες ηχογραφήθηκαν για να φορέσουν ένα πιο ώριμο κοστούμι, κρατώντας την αλητεία των δερμάτινων και των denims στα 80’s και τα 90’s.
Ο ακροατής έχει την ευκαιρία να ακούσει πώς το μεστωμένο και πηγμένο μυαλό της παρέας του Ian McCulloch ερμηνεύει κομμάτια, όπως το «Lips Like Sugar», το «Killing Moon», το «The Cutter» κ.ά., χορεύοντας, όπως τότε στα μνημειώδη πάρτι των αφτεράδικων, πριν αποκτήσει παιδιά, ραγάδες, μπιροκοιλιά και ΕΝΦΙΑ. Το αποτέλεσμα, το οποίο ακούγεται –σχετικά- ευχάριστα, δεν έχει, βέβαια, σκοπό να προκαλέσει ή να εκβιάσει μια νοσταλγική ατμόσφαιρα. Οι Echo & The Bunnymen θυμίζοντας όλο και περισσότερο τους New Order και τους Siouxsie and The Banshees στις αρχές των 00’s χρησιμοποιούν περισσότερο οργανικά στοιχεία στις μετασχηματισμένες επιτυχίες τους και τους ρυθμούς να ελαττώνουν αισθητά. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός, ότι η φωνή του McCulloch, αρχίζει επικίνδυνα να προσομοιάζει του Peter Hook, με την scouse προφορά των άγριων νιάτων να ηρεμεί.
Το album, βέβαια, έχει να προσφέρει και δύο νέα τραγούδια («The Somnambulist» & «How Far?»), τα οποία ακολουθούν, σε γενικές γραμμές, τον ρου των υπόλοιπων μετασχηματισμών. Στο πρώτο ακούγονται πολύ οι Ride του Αndy Bell (ex-Oasis, ex-Beady Eye) με τους 40+ ακροατές να σπεύδουν για να σφουγγίξουν τα μοναδικά, στη μία ώρα του άλμπουμ, δάκρυα νοσταλγίας. Στο δεύτερο νέο κομμάτι οι Television εμφανίζονται κάπου στο έσω αυτί μας, με τις κιθάρες να ξερνούν Marquee Moon μα και Velvet Underground.
Πώς, λοιπόν, να κρίνεις μια μπάντα του βεληνεκούς των Λαγουδανθρώπων ειδικά από τη στιγμή, που τα νέα δείγματα γραφής τους είναι περιορισμένα σε αριθμό, αλλά και σε συνθετική ελευθερία; Ρητορική, σαφώς, η ερώτηση. Ευχαριστούμε για το soundtrack στα μαθητικά reunions του μέλλοντος και αναμένουμε με προσμονή νέο υλικό.