«Μα καλά, πού είναι ο κόσμος;» ήταν ενδεχομένως η πρώτη σκέψη οποιουδήποτε εισερχόταν στον συναυλιακό χώρο κατά την εν λόγω μέρα.
Ανταπόκριση: Μαρίλη Κουλολιά / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Η προσέλευση του κοινού ήταν, πράγματι, ελάχιστη, αυτό ωστόσο δεν έδειξε να κωλύει ιδιαίτερα τους Eagles Of Death Metal, που έφεραν στην αποπεράτωσή της μια συναυλία γεμάτη χιούμορ και χαβαλέ, ήτοι ένα δυναμικό και καθ’όλα ευχάριστο rock n’ roll πάρτι, με όσα αυτό συνεπάγεται…
Η έναρξη πραγματοποιήθηκε με τον Jesse Hughes να χτενίζει μαλλί-μουστάκι, να φοράει τα κόκκινα γυαλιά του και να δίνει, με περίσσιο attitude, τις πρώτες νότες του “I Only Want You”. Αεικίνητος, περιφερόταν επί σκηνής χορεύοντας ασταμάτητα, μεταδίδοντας από την πρώτη κιόλας στιγμή την ένταση του στο κοινό, που έκτοτε δεν έπαψε λεπτό να χορεύει. Μακρόσυρτες εισαγωγές, αυτοσχεδιαστικές εξιστορήσεις κι αφηγήσεις εμπειριών, διαποτισμένες με χιούμορ και φαντασία, αποτέλεσαν τον κύριο κορμό που συνέδεε τα κομμάτια μεταξύ τους.
Το συγκρότημα, δίνει μεγάλη βάση στην επικοινωνία και τη διαμόρφωση μιας πιο άμεσης και οικείας σχέσης με το κοινό. Αυτό άλλωστε κατέστη πασιφανές από τη στάση που διατήρησε ιδιαιτέρως ο Hughes, που κατά διαστήματα γινόταν “ένα”με τον κόσμο. Κατέβαινε από τη σκηνή, φλέρταρε ασταμάτητα, διατηρούσε οπτική επαφή με τους θεατές και, γενικότερα, εντασσόταν στο πρότυπο frontman, για το οποίο γίνεται λόγος και στην ταινία “Almost Famous”, καθώς προσπαθούσε να διαμορφώσει το “connection” με το κοινό του.
Κατά τη διάρκεια της συναυλίας βάση δόθηκε, κατά κύριο λόγο, στον τελευταίο του δίσκο του συγκροτήματος, “Zipper Down”. Ακούσαμε τα “Silverlake”, “Oh Girl”, “I Love You All The Time” και “Moonage Daydream” (το οποίο μάλιστα αφιέρωσε στον Bowie) μεταξύ άλλων. Mια από τις κορυφαίες στιγμές της βραδιάς αποτέλεσε και το jamming session, το οποίο έφερε στο επίκεντρο τον Catching, και εξελίχθηκε σ’ένα σύντομο πέρασμα από τη θρυλική μπάντα των Motorhead, με την εκτέλεση του “Ace Of Spades” και τον κόσμο να εκστασιάζεται.
Η συναυλία διήρκησε ελάχιστα, μόλις λίγο περισσότερο από μια ώρα, γεγονός που ίσως και να απογοήτευσε κάποιους και ολοκληρώθηκε με το “Speaking In Tongues” και το συγκρότημα να αποχωρεί από τη σκηνή, σημαίνοντας τη λήξη μιας ευχάριστης, αλλά ίσως όχι ανεξίτηλης στη μνήμη, βραδιάς.