Για το “Prairie & Rust: The Americana Sessions vol. II” μαζευτήκαμε το Σάββατο στο An Club, να απολαύσουμε τέσσερα underground Αθηναϊκά σχήματα. Μια ένωση φορτωμένη με την μουσική παράδοση της Americana & Alt. Country, όπως δηλώνει και το όνομα εξάλλου.
Ανταπόκριση: Εύη Φιλιππίδη / Φωτογραφίες: Δανάη Φωκίου (περισσότερες εδώ)
Το πρώτο πράγμα που σου έκανε εντύπωση με το που έμπαινες στον μαγαζί, ήταν η μυρωδιά από τα αρωματικά sticks που καίγονταν πάνω στην σκήνη, δημιουργώντας ατμόσφαιρα από την Ινδία. Το δεύτερο πράγμα που τράβηξε τα βλέμματα των παρευρισκόμενων, ήταν οι The Athenian Phanerothyme Conspiracy που άνοιξαν την βραδιά. Στην μέση καθόταν ο Bill Hunchback με το sitar, ένα ινδικό μουσικό όργανο που δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, πόσο μάλλον να ακούμε και ήταν αρκετό για να εντυπωσιάσει τον κόσμο. Με άψογο ήχο και με instrumental κομμάτια στα όρια της ψυχεδέλειας, μας καθήλωσαν για μισή ώρα. Παρόλο που ήταν η παρθενική τους εμφάνιση, το υλικό τους φάνηκε καλοδουλεμένο και πως έχουν πολλά να δώσουν στο μέλλον. Ανυπομωνώ να τους ξαναδώ.
Χαομένοι ακόμα από το προηγούμενο σχήμα, την σκυτάλη πήραν οι Sounds Like Barley. Μια μπάντα που κυριαρχεί ένα μυστήριο γύρω από το ονομά της, δημιουργούν με τη μουσική τους εικόνες του αμερικάνικου νότου και της ερήμου. Ο ήχος τους κυμαίνεται σε ύφος desert-bound americana, που θυμίζει τους Calexico και τον Tom Waits. Μας έπαιξαν κομμάτια από το ομώνυμο EP τους, καθώς και κάποια κομμάτια που ετοιμάζουν για την ερχόμενη κυκλοφορία τους. Ο ήχος βέβαια είχε αρκετά θέματα -ειδικά στη φωνή- κάνοντας τα πρώτα κομμάτια δύσκολα στο να τα απολαύσεις. Κατά την άποψη μου, τα μέλη χρειάζονται αρκετή δουλειά μεταξύ τους, αφού μου έδωσαν την εντύπωση πως δεν υπάρχει αρμονία αναμεσά τους και δεν ήταν τόσο δεμένοι, όσο ήλπιζα.
Σειρά είχαν οι Penny Dreadful, με το όνομά τους να είναι βγαλμένο από το ομώνυμο είδος των βρετανικών αναγνωσμάτων φρίκης του 19ου αιώνα, τα οποία κόστιζαν μία πένα. Ένας συνδυασμός από alt. country, με post-punk και rockabilly, που ήταν τόσο καλά δομημένο που ό,τι αμφιβολία μπορεί να υπήρχε για αυτό το σχήμα, χάθηκε αμέσως με το ξεκίνημα του set τους. Η λίστα αποτελούταν κυρίως από κομμάτια του δεύτερου τους δίσκου που θα κυκλοφορήσει μέσα στο 2016. Δεν έλειψαν όμως δύο κομμάτια από το ντεμπούτο τους με τίτλο “Deadwood”, το “So Far Apart” και το “Heavenly Disguised”, αλλά και μία διασκευή στο “Psycho” του Leon Payne, σε μία τέλεια εκτέλεση που δεν περιμέναμε. Με τις κιθάρες να σε ταξιδεύουν, το μπάσο με τα τύμπανα να δίνουν τον ρυθμό και τα φωνητικά του Γιάννη Καλιφατίδη να δένουν τόσο αρμονικά, σίγουρα είναι ένα group που αξίζει να δεις.
Τελευταίοι ανέβηκαν οι Dustbowl, που ευχαρίστησαν τους προηγούμενους, καθώς και το κοινό που έμεινε μέχρι τέλους, παρά την περασμένη ώρα. Πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν οι vintage ήχοι, σε πιο country, rockabilly, folk, rhythm ‘n’ blues, gospel μέχρι και punk μονοπάτια. Ένα σχήμα που έχει τόση άνεση πάνω στην σκηνή -παρόλο που είναι εφτά άτομα-, που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις πως είναι εγχώριο. Μας παρουσίασαν τα κομμάτια από το νέο τους άλμπουμ που θα κυκλοφορήσει σύντομα, με τίτλο “The Great Fandago” και σίγουρα είναι επίκαιρα και στοχευμένα, όπως το “Refugee” και το “Don’t Let The Fascists Drag You Down”. Αυτό που με εντυπωσίασε περισσότερο, ήταν τα φωνητικά της Τζένης Καπάδαη, πραγματικά απίστευτη φωνή, ίσως η καλύτερη που έχω ακούσει στην Ελλάδα, καθώς και το pedal steel guitar, που δεν είχα ξαναδεί σε κάποιο συγκρότημα και δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια από πάνω του, καθώς παρατηρούσα τον τρόπο που παίζεται αυτό το όργανο και μπορώ να πω πως έχει μαγευτικό ήχο. Ενέργεια, τέλειες ενορχηστρώσεις και πάθος, είναι τα λίγα απ’ τα πολλά που υπάρχουν σε αυτό το γκρουπ.
Και εκεί που τελείωσε το live, μας είχανε μία έκπληξη. Στην σκηνή ανέβηκε ο Λάμπρος Παπαλέξης από τις Χτισμένες των Θεμελίων, μαζί με μέλη από τα υπόλοιπα συγκροτήματα για ένα τζαμάρισμα σε κομμάτι του Neil Young, το “Down By The River”. Ένα τέλος, που όσοι έμειναν να το δουν, απόλαυσαν κάτι μοναδικό και ξεχωριστό.