Βράδυ Κυριακής, Αβραμιώτου, Dury Dava για μιάμιση ώρα. Ούτε support, ούτε τίποτα. Μία μπάντα, ένας δίσκος, ένα ταξίδι, τέλος. Κι αν αναρωτιέσαι ποιος πήγε Κυριακή βράδυ συναυλία, θα σου πω πολλοί, γιατί το six d.o.g.s. ήταν σχεδόν γεμάτο. Και πολύ ορεξάτο.
Ανταπόκριση: Μυρτώ Ραμμοπούλου / Φωτογραφίες: Αλκυόνη Παπακωνσταντοπούλου (περισσότερες εδώ)
Επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές τους εξορμήσεις και με την πιο ενδιαφέρουσα local κυκλοφορία του 2019 so far, ανέβηκαν στη σκηνή, έπαιξαν τη μουσική τους κι όσο απλά ανέβηκαν, άλλο τόσο απλά κατέβηκαν, ανοίγοντας και κλείνοντας ένα παράθυρο φυγής από την πραγματικότητα.
Αν τους έχεις δει, τότε θα ξέρεις πως εδώ δεν ταιριάζουν εκφράσεις όπως «εκρηκτικοί» ή άλλοι τέτοιοι χαρακτηρισμοί που να υποδηλώνουν ότι «α, έγινε χαμός στο live». Όχι επειδή δε γίνεται, αλλά επειδή η συνολική αίσθηση που σου αφήνουν, είναι κάτι παραπάνω από ένα νταβαντούρι, όπου πήγες -τα’ σπασες- έφυγες. Τα live τους είναι πολλών ταχυτήτων και είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό, καθώς μπορείς να δεις κόσμο να χορεύει από ντροπαλά έως εντελώς απελευθερωμένα ή κόσμο ακούνητο με κλειστά τα μάτια να ακούει προσεκτικά τα τραγούδια τους. Δημιουργείται μια εγγύτητα, μια αμφίπλευρη επικοινωνία μεταξύ group και κοινού, ενώ συνολικά καταφέρνουν να χτίσουν μια ατμόσφαιρα, που αν και διαλύεται με το που σταματήσουν να παίζουν, σου αφήνει ένα συναίσθημα πληρότητας. Προσωπικά αυτό, το να δημιουργείς ένα κλίμα δικό σου, μια «διάσταση» δική σου με τη μουσική σου, το θεωρώ τουλάχιστον αξιόλογο.
Έπαιξαν την ομώνυμη πρώτη τους δουλειά, η οποία live αποκτά μία υπόσταση αρκετά διαφορετική από αυτή του studio version. Όλο το fusion 60’s psych, anadolu και kraut δημιουργεί μια διάδραση, όπου το νωχελικό λίκνισμα σε δευτερόλεπτα μετατρέπεται σε ξέφρενο χοροπηδητό. Μου άρεσε η αμεσότητά τους, η ειλικρινής και ανεπιτήδευτη εκφραστικότητά τους, τα παθιασμένα φωνητικά, η χρήση των πνευστών, νέυ και κλαρινέττου, που λειτουργούσαν σχεδόν ξεμυαλιστικά, ο εξαιρετικός τους drummer. Ξεχωρίζω πάντα το “Καλοκαίρι”, την “Αφρική” και το “Σάτανα”, ενώ αυτή τη φορά με κέρδισε και η “Αταξία”, σε βαθμό που τραγουδάω ακόμα «η φάση είναι στο βυθό» τρεις μέρες μετά…
Τα συγκροτήματα που παίζουν με την ψυχεδέλεια και με τη δημιουργία εικόνων και σκέψεων, έχω παρατηρήσει πως συχνά χάνονται στη φούσκα της οπτικοποίησης του feeling της μουσικής τους και αναλώνονται σταδιακά σε αυτό, ακολουθώντας τετριμμένες συνταγές παραγωγής hype κι εντυπωσιασμού. Κάτι μου λέει πως οι συγκεκριμένοι θα μείνουν αλώβητοι, αλλά αυτό μένει να αποδειχτεί.
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ ΕΔΩ