Πως αισθάνεται ένας φαντάρος σε μια συναυλία με έντονο αντιμιλιταριστικό χαρακτήρα; Κάποιοι θα πουν μαλάκας. Κάποιοι θα πουν φοβισμένος. Κάποιοι θα πουν θρασάς. Εγώ δε θα εκφέρω άποψη γιατί δεν είμαι φαντάρος, είμαι ναύτης (inb4 βίσμα). Εξαιτίας λοιπόν του ότι είμαι ναύτης, δεν πρόλαβα τους ΚΟΝΕPISTOOLI. Και συγγνώμη γι’ αυτό.
Ανταπόκριση: Κωνσταντίνος Βασιλάκης / Φωτογραφίες: Αλέξανδρος Χρηστίδης (περισσότερες εδώ)
Οι Εν Ψυχρώ (που αν δε κάνω λάθος είναι από την Μεγαλόνησον) δηλώνουν crust αλλά εμένα μου θύμισαν περισσότερο κάτι σε στυλ hardcore εποχών Bad Brains και παρεμφερών σχημάτων, ενώ κάποια κομμάτια τους μου έβγαζαν και μια 90-ίλα μέσα. σαν Offspring ίσως. Ελληνικός στίχος, νευρικοί όσο πρέπει, χωρίς να τους ενδιαφέρει καθόλου που ο κόσμος ήταν ψόφιος, ο κιθαρίστας χοροπήδαγε μόνος του. Και καλά έκανε.
Στη συνέχεια βγήκαν οι Οne Last Round. Φανταστικός καρτουνιάρης τραγουδιστής που στην αρχή περιφερόταν ψιλομουδιασμένα πάνω στη σκηνή, αλλά μόλις άρχισε να γκαρίζει μας πήρε τη ψυχή. Ξεκινώντας mid tempo, αλλά έχοντας και γρήγορα κομμάτια μου θύμισαν αρκέτα Trash Talk μουσικά. Το μόνο κακό, ότι είχαν μικρό set. Έπρεπε να παίξουν λίγο ακόμα.
Όταν ήρθαν οι Discharge το An είχε γεμίσει, όχι ασφυκτικά αλλά σε αυτό το φανταστικό peak που από τη μία είναι γεμάτο, από την άλλη έχεις και χώρο να κινηθείς και να γίνει καλό pit. Βγαίνουν οι τύποι, ο μπασίστας με ένα Kramer ντυμένος άστεγος έδειχνε για τύπος που παίζει punk και στο σπίτι του ακούει Miles Davis. Φανταστικός τύπος. Ο ένας κιθαρίστας πέταγε σόλα χαώδη και θρασάδικα, ο κόσμος κοπανιόταν πάνω κάτω, γενικά φανταστικές καταστάσεις που οφείλουν να συμβαίνουν σε τέτοια live. Το πιο αστείο highlight ίσως, η στιγμή που πάνε να κάνουν κάτι σαν encore και ο κοσμος είναι τέζα για να γκαρίξει, οπότε παίρνει το μικρόφωνο ο rhythm guitarist και μας λεει: “Kαλά ρε μαλάκες ψώφιοι, τι φάση, δε θα γκαρίξετε καθόλου; Να ζητήσετε κι άλλο να παίξουμε;” Ή κατι τέτοιο ρε παιδί μου δεν ξέρω και καλά αγγλικά, η μάνα μου μου λέει να δώσω για IELTS, αλλά εγώ είμαι πάνκης και της λέω “άσε με μάνα σηκώνω μοικάνα”. Τελικά έπαιξαν κι άλλα κι ας μη μπορούσαμε να φωνάξουμε. Και γαμώ τις φάσεις.