Η κατάσταση έχει ως εξής. Εδώ και αρκετή ώρα προσπαθώ να βρω την κατάλληλη εισαγωγή για το παρακάτω κείμενο που όπως θα καταλάβατε από τον τίτλο, σκοπό έχει να περιγράψει τα όσα έγιναν το Σάββατο στο Piraeus 117 Academy. Δεν βρίσκω. Ο πιθανότερος λόγος είναι πως (φτάνοντας στα όρια της γραφικότητας), κάποια πράγματα ούτε εισαγωγή χρειάζονται, ούτε είναι ιδιαίτερα εύκολο να τα καταγράψεις σε ένα κείμενο. Ας προσπαθήσω παρ’ όλα αυτά.
Ανταπόκριση: Παναγιώτης Αντωνίου / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Μπαίνοντας στο χώρο το πρώτο που μου έκανε εντύπωση, ήταν ο ίδιος ο χώρος. Θα τα πω απ΄την αρχή για να ξεμπερδεύουμε. Είναι ο καλύτερος κλειστός συναυλιακός χώρος που είχε ποτέ η Ελλάδα. Το ιστορικό “ΡΟΔΟΝ” δεν μπαίνει καν σε σύγκριση για ευνόητους λόγους. Τεράστια σκηνή, αμφιθεατρική αρένα, εξαιρετικά φώτα και από τους καλύτερους ήχους που έχω ακούσει ποτέ σε live. Οκ δεν έχει parking αλλά ας μην είμαστε και πλεονέκτες. Αντικειμενικότατα μιλάμε για ένα χώρο διεθνών προδιαγραφών που αφήνει υποσχέσεις και ελπίδες να δούμε μεγάλα πράγματα. Στα του live όμως…
Οι Palace ήταν ήδη στη σκηνή και τελείωναν το πρώτο κομμάτι όταν μπήκα, ενώ από κάτω ζήτημα να ήταν 100 άτομα εκείνη την ώρα. Βέβαια αυτό δεν τους ένοιαξε καθόλου, καθώς τα κάγκελα ήταν ηδη κατειλλημένα και μάλιστα από οπαδούς της μπάντας που γνώριζαν τα κομμάτια και γούσταραν με την ψυχή τους. Η μπάντα φαινόταν να το απολαμβάνει ιδιαίτερα και έπαιζε με τον ίδιο ενθουσιασμό που θα είχε αν έπαιζε μπροστά της 10.000 κόσμο. Κλασικό, ευθύ και τίμιο heavy metal από βετεράνους του είδους που φαινόταν πεντακάθαρα ότι είχαν “γράψει χιλιόμετρα” πάνω σε σκηνές.
Ολιγόλεπτο διάλειμμα για τα καθέκαστα, ο κόσμος είχε αρχίσει να πληθαίνει και οι Anvil ανέβηκαν στο stage κερδίζοντας από τα πρώτα κομμάτια τον τίτλο της πιο χαμογελαστής μπάντας που έχω δει ποτέ live. Μέσα στα 45 περίπου λεπτά της εμφάνισης τους, ακούσαμε κομμάτια από όλη τη δισκογραφία τους, απολαύσαμε τον καινούργιο μπασίστα τους, Chris Robertson να χοροπηδάει και να τρέχει πάνω κάτω ασταμάτητα, ακούσαμε ένα drum solo από τον αειθαλή Rob Reiner και είδαμε τον Steve “Lips” Cudlow να παίζει κιθάρα με τα δόντια και με έναν δονητή. Ναι καλά διαβασατε. Ένα δονητή. Είναι κάτι που κάνει συχνά απ’ ότι φαίνεται αλλά πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένου και εμού, που δεν το γνώριζε δε μπορούσε να σταματήσει να (χαμο)γελάει. Κλείσιμο με sing-a-long στο “Metal on metal” και εν γένει, εξαιρετική εμφάνιση από μια μπάντα που παίζει περίπου 40 χρόνια με το ίδιο κέφι που είχε όταν ξεκίνησε. Ίσως και παραπάνω.
Η ώρα είχε έρθει, η σκηνή είχε “καθαρίσει”, το τεράστιο logo των Dirkschneider είχε εμφανιστεί στο background και όλα ήταν έτοιμα για αυτό που έμελλε να είναι μία από τις καλύτερες συναυλίες τις χρονιάς και ας είναι ακόμα Μάρτιος και ας έχουμε ένα κάρο ακόμα μπροστά μας. Ο “στρατηγός”, συνοδευόμενος από τους U.D.O. ή Dirkschneider για τις ανάγκες τις εν λόγω περιοδείας εμφανίστηκε στο σανίδι και για δύο ώρες παρέδωσαν μαθήματα για το πως πρέπει να γίνονται τα live. Δύο ώρες γεμάτες από κομμάτια των Accept, εξαιρουμένων φυσικά των τελευταίων δίσκων, με κομμάτια ύμνους που δεν ξέρεις ποιο να πρωτοαναφέρεις. Εκπληκτικός, κρυστάλλινος ήχος τον οποίο εκμεταλλευόντουσαν στο έπακρο οι μουσικοι που τον πλαισίωναν επιδεικνύοντας τις εξαιρετικές τους ικανότητες. Σχεδόν αψεγάδιαστοι καθ’ όλη τη διάρκεια του set. Ο Udo πολύ κεφάτος (σε κάποια στιγμή τον έπιασε σχεδόν νευρικό γέλιο), επικοινωνιακός όσο χρειαζόταν και σε πάρα πολύ καλή κατάσταση παρά τα 63 του χρόνια, έβγαλε σχεδόν μονορούφι και τα 24 κομμάτια με πολύ μικρά διαλείμματα ανάμεσα και με μονό encore. Ανεβαίνοντας στον εξώστη και βλέποντας τον κόσμο από πάνω, χαμογελούσα σαν χαζός αφού φαινόντουσαν να περνάνε πραγματικά καλά από την πρώτη σειρά μέχρι όσο μπορούσα να δω. Έχετε βρεθει σε παρέα που κάποιος να λέει: “Είχα πάει Metallica στη Ριζούπολη πχ και ήταν τόσο καλά που το συζητάω ακόμα;”. Σας το υπογράφω πως σύντομα κάποιος θα αναφέρει και αυτό το live.