Παρασκευή βράδυ, 6 Οκτώβρη, και η ώρα για το φετινό, πολλά υποσχόμενο, Desertfest είχε φτάσει. Φέτος υπήρχαν πάλι 2 σκηνές, η κεντρική στο Ιερά Οδός και η δεύτερη απέναντι ακριβώς, στο Acro.
Ανταπόκριση: Γιώργος Γαζής, Χριστίνα Σούκη, Γιώργος Ξενικουδάκης / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες φωτογραφίες εδώ)
Φτάνοντας στο χώρο λίγο νωρίτερα, πήγα απευθείας στην δεύτερη μικρή σκηνή και η έκπληξη ήταν αρκετά μεγάλη. Ο χώρος ήταν ουσιαστικά το lobby του Acro και, αν και η προσπάθεια να σωθεί ήταν αξιοπρεπέστατη, κατά τη γνώμη μου ήταν ακατάλληλος για, τέτοιου είδους τουλάχιστον, συναυλία.
Οι BUS The Unknown Secretary είχαν το ρόλο του ανοίγματος του festival. Ακριβώς στην ώρα τους ανέβηκαν στη σκηνή και μας ζέσταναν πολύ ωραία με το heavy rock τους, παίζοντας υλικό κυρίως από το ομώνυμο album τους, με προσωπικά αγαπημένα μου το “Forever Grey” και το θεόβαρο “Don’t Fear Your Demon”. O ήχος τους, σκεπτόμενοι το πολύ φυσικό reverb του χώρου που έδινε μια αίσθηση χάους γενικότερα, ήταν πολύ καλός, με τις κιθάρες και τα φωνητικά να ακούγονται πολύ καθαρά και το rhythm section αρκετά ογκώδες. Πολύ ενέργεια, δεμένοι και groovy, μας κούνησαν ωραία για περίπου 40 λεπτά.
Η πρώτη μπάντα στην κεντρική σκηνή του Desertfest ήταν οι Black Rainbows. To heavy/fuzz rock trio από την Ιταλία βρισκόταν σε πολύ καλύτερη μοίρα από πλευράς ήχου και εντάσεων και ανέβηκαν στην σκηνή με άλλο αέρα. Ωμό, αλήτικο rock με πολύ groove και ωραίες στιγμές ψυχεδέλειας, με τον frontman Gabriele Fiori σε πολύ καλή μέρα, τόσο κιθαριστικά όσο και φωνητικά και το rhythm section συμπαγές και ογκώδες, ξύπνησαν τον κόσμο, που ακόμα ερχόταν, για τα καλά. Έπαιξαν υλικό κυρίως από το τελευταίο τους album “Stellar Prophecy” και μας έκαναν να χορεύουμε για περίπου 40 λεπτά, δίνοντας τη σκυτάλη στη μικρή σκηνή και τους Mahakala.
Οι Mahakala ανέβηκαν στη σκηνή στις 19.20 και ξεκίνησαν πολύ δυνατά με το “Army Of The Flies” από την τελευταία τους δουλειά “The Second Fall”. Η ένταση ήταν πολύ ψηλά και ο χώρος δεν βοήθησε καθόλου στην αρχή. Το παικτικό επίπεδο είναι πολύ υψηλό και η δουλειά και η προσοχή που έχουν δώσει στον ήχο τους βέβαια έκανε τα πράγματα να φτιάξουν πολύ γρήγορα στην μικρή σκηνή που είχε πλέον γεμίσει. Έπαιξαν σχεδόν χωρίς κενά με πολύ ενέργεια και επαφή με το κοινό, προφανώς πολύ προβαρισμένοι και δεμένοι και τον τραγουδιστή/μπασίστα Δημήτρη Κότση σε πολύ καλή μέρα. Δυστυχώς ο χώρος δεν τους βοήθησε καθόλου, καθώς χανόντουσαν αρκετά πράγματα από την σύνθετη παραγωγή των κομματιών τους και ήταν κρίμα γιατί ήταν μία πραγματικά πολύ καλή εμφάνιση, με προσωπικό μου highlight το τεράστιο “Redemption Denied”.
Φτάνοντας στο main stage σχεδόν τρέχοντας, στις 20.00 ακριβώς ξεκίνησαν οι Stoned Jesus. Το πολύ αγαπημένο στην Ελλάδα trio από την Ουκρανία ξεκίνησε με το “Stormy Monday”, γεμάτοι κέφι και ενέργεια και με πολύ καλό ήχο. Ο χαρακτηριστικός ήχος του Igor στην κιθάρα έδινε όλο το ύφος τους, με τους Nikolay και Alex στα τύμπανα αρκετά δεμένους να τον πλαισιώνουν. Παρέμειναν ψυχεδελικοί και με το “Bright Like The Morning” και μετά μας έκαναν να χορέψουμε με το “Electric Mistress”. Το τέλος ήρθε βέβαια με το classic πλέον “I Am The Mountain” που τραγούδησε όλο το κοινό μέχρι την τελευταία νότα, κάνοντας τους Stoned Jesus να χοροπηδάνε από χαρά μέχρι το τέλος.
Στις 21.30 στην κεντρική σκηνή ανέβηκαν οι Church Of Misery. Οι θεότρελοι doom rockers από την Ιαπωνία ανέβασαν τις εντάσεις στο μέγιστο. Γιγάντια riffs, μπάσο με wah και τουλάχιστον 3 fuzz πετάλια πατημένα και ο αεικίνητος Tatsu Mikami σε ένα, δυστυχώς πολύ χαμηλά σε ένταση για το μεγαλύτερο μέρος του set τους, ντελίριο. Δυσνόητο και πολλές φορές χωρίς κάποια δομή doom/sludge rock, με την κιθάρα σε πολύ υψηλή ένταση, το μπάσο υπερβολικά βρώμικο και τα τύμπανα σε ένα σχεδόν συνεχές ψάξιμο, οι Church Of Misery μας έβαλαν στην αρρώστια τους που, αν μη τι άλλο, ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από ότι είχαμε ακούσει μέχρι εκείνη την ώρα. Ο Mikami έτρεχε γύρω γύρω γρυλίζοντας στο μικρόφωνο και μας έπαιξε και ένα πολύ περίεργο solo στο Theremin του μετά από περίπου 50 λεπτά και ένα συνεχές vamp σημείο σχεδόν 5 λεπτών στο τελευταίο κομμάτι, μας άφησαν με την απορία του “τι ακριβώς έγινε τώρα ;“ , αφήνοντας τη σκηνή με ουρλιαχτά και feedbacks από τα fuzz. – Γιώργος Γαζής
Πρώτη ημέρα του Desertfest και τρέχω να προλάβω μέσα στους δρόμους να φτάσω όσο νωρίτερα μπορώ, μιας που δε γινόταν να είμαι εκεί από την αρχή. Φθάνοντας τελικά πριν τις 21:00, περνάω μία βόλτα από το Stage 2 να απολαύσω τους Mos Generator. Δεν έχω προλάβει να ακούσω κανένα σχόλιο γύρω μου, και μπαίνοντας στο venue, συνειδητοποιώ αμέσως πως κάτι δεν πάει καλά με τον ήχο. Δηλαδή, ήθελα να τους ακούσω και να τους δω να ξετυλίγονται, μιας που κατέχουν μία αξιόλογη θέση στο μανιφέστο του heavy ήχου, αλλά δεν πήγε πολύ καλά. Και δεν ήμουν η μόνη, καθώς ο χώρος είχε γεμίσει κι ο κόσμος περίμενε, παρά τις αντιξοότητες που είχαν να αντιμετωπίσουν οι προηγούμενες μπάντες. Κι εκτός αυτού, το σχήμα ήθελε πολύ και είχε αστείρευτη όρεξη. Δεν έχω να καταγράψω κάτι για την ποιότητά τους, ούτε θα μπορούσα να προσάψω κάτι αρνητικό, γιατί ουσιαστικά δεν τους είδαμε έτσι όπως θα έπρεπε, καθώς το προβληματικό τεχνικό κομμάτι, δυστυχώς, καταβρόχθισε τις μπάντες του Stage 2.
Λίγο πριν τελειώσουν οι Mos Generator, περνάω στο Stage της Ιεράς Οδού και αράζω κατευθείαν στην κεντρική σκηνή, περιμένοντας τους Church Of Misery ν’ ανέβουν. Όμως εγώ θα τους προσπεράσω και θα μεταβώ κατευθείαν στο τέλος της εμφάνισής τους και στην αναμονή μου για τους Orange Goblin. Ή μάλλον, για να τα λέμε και σωστά τα πράγματα, τους θρυλικούς Orange Goblin!
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δεν μπορώ να πω πως έχω εκλάβει το καλύτερο δυνατό συναίσθημα του Desertfest 2017 και της βραδιάς, παρά την πολύ όμορφη, ατμοσφαιρική και γαμιστερή εμφάνιση των Church Of Misery, ούτε τα ειπωμένα από το κοινό γύρω μου για όσα έχουν συμβεί πριν την άφιξή μου (ειδικά στο Stage 2) με κάνουν να αλλάξω ιδιαίτερα γνώμη και στάση για όσα έχω παρακολουθήσει μέχρι εκείνην τη στιγμή ή έχουν γίνει νωρίτερα.
Παρ ‘όλα αυτά, εξαφανίστηκαν όλα τη στιγμή που πάτησαν το πόδι τους πάνω στη σκηνή οι Orange Goblin. Κι αυτό, γιατί όσα ακολούθησαν εν συνεχεία ήταν μία έκρηξη, που μέχρι στιγμής κυοφορούταν, αλλά δεν ξεσπούσε. Στο τέλος απέσπασαν, μάλιστα, το ζεστότερο χειροκρότημα.
Η ανταπόκριση από τον κόσμο αντικειμενικότατα στους προηγηθέντες, Church Of Misery, δεν ήταν και η πιο ένθερμη. Αλλά, παράπλευρες απώλειες διορθώθηκαν και τα πράγματα πήγαν πολύ καλύτερα με τους Orange Goblin στο τιμόνι, γιατί ο Ben Ward είναι μακράν ένας από τους καλύτερους frontman της rock σκηνής! Οπότε, με μία απίστευτη τέχνη, φυσικότητα και οικειότητα δημιούργησε δύο κραμάτων κοινό από κάτω. Αυτούς που ήταν χαρούμενοι μία φορά που κάποιος τους έσπασε την προηγούμενη ανία ή κούραση (γιατί ήταν και τόσες ώρες εκεί) κι εκείνους που γούσταραν εις διπλούν γιατί είχαν έρθει κυρίως για το γεμάτο αυτοπεποίθηση κουαρτέτο των Orange Goblin!
Aυτοί παθιασμένοι, εμείς διψασμένοι. Να μιλήσεις για το μπάσο, για τις χορδές που δε σταματούσαν, για τα drums και τη stoner-ίλα τους; Γιατί απ’ όλα να μιλήσεις; Απ’ άκρη σ’ άκρη όλοι μέσα στο venue αντιδρούσαν σε κάθε κάλεσμα του Ward πιστά, το πατροπαράδοτο pit ήταν παρόν, τα χαμόγελα της απόλαυσης και της ηδονής δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν και όσο χρόνο κι αν συνέχιζαν να παίζουν τη μουσικάρα τους, εμείς θα την τιμούσαμε, εμείς θα θέλαμε κι άλλο. Ναι, θεωρώ πως έκλεψαν την παράσταση. Γιατί κάποια στιγμιότυπα είναι απλά, κάποιες εικόνες έχουν μιλιά, γιατί μιλάμε για κάποια show που γίνονται ανυπέρβλητα. Ήταν οι μοναδικοί Orange Goblin στο Desertfest 2017. Γιατί we are rockers, we are the filthy and the few, τουλάχιστον! – Χριστίνα Σούκη
Λίγο μετά τις δωδεκάμισι και αφού αρκετοί από τους παρευρισκόμενους είχαν αποχωρήσει κατάκοποι από τη δυναμική εμφάνιση των Orange Goblin, ανέβηκαν στη σκηνή οι headliners θεοί του κλασσικού doom Saint Vitus. Τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν πολλά.
Πέρα από την κόπωση του κοινού, ο Dave Chandler εμφανίστηκε με πατερίτσες μετά από ατύχημα που είχε στο πόδι. Τη θέση του μπασίστα κάλυψε ο Patrick Bruders (Down, Crowbar, Goatwhore) αντί του Mark Adams ενώ το ρόλο του frontman ανέλαβε ο original τραγουδιστής της μπάντας Scott Reagers, γεγονός που δημιούργησε ανυπομονησία και υψηλές προσδοκίες για την εμφάνιση της από τους πιστούς της οπαδούς.
Τελικά, βιώσαμε μία δυνατή συναυλία βασισμένη περισσότερο στο συναίσθημα και στην επικοινωνία group και μπάντας και λιγότερο στον μέτριο ήχο και την μουσική απόδοση. Ακούσαμε για, σκάρτη μία ώρα, ύμνους από τα δύο πρώτα albums και το Die Healing (Burial at Sea, Dark world, Saint Vitus, White Magic/Black Magic, White Stalions) αλλά και ένα καινούργιο κομμάτι με τίτλο “Bloodshed”. Με το φοβερό “Born too Late” έκλεισε με τον καλύτερο τρόπο η πρώτη μέρα του festival. – Γιώργος Ξενικουδάκης