Οι Deftones αποτελούν μία ιδιαίτερη περίπτωση. Είναι μία μπάντα που ή θα την αγαπάς ή θα σου είναι εντελώς αδιάφορη. Το ενδιάμεσο είναι σπάνιο να το συναντήσεις. Ξεκίνησαν πιτσιρικάδες, κυκλοφορώντας το ωμό, άγουρο αλλά ταυτόχρονα διασκεδαστικό Adrenaline και συνέχισαν τον δρόμο τους με το εξαιρετικό Around the Fur, το οποίο τους έκανε αυτομάτως ένα από τα πρωταγωνιστικά ονόματα της nu metal σκηνής στα 90’s. Όσο δυνατές και να ήταν οι δύο πρώτες τους δισκογραφικές δουλειές, κανένας δεν περίμενε αυτό που θα ακολουθούσε στην συνέχεια. Το τρίτο τους album, όχι μόνο ήταν ό,τι καλύτερο είχαν κυκλοφορήσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, αλλά ένα αριστούργημα του σκληρού ήχου, που όσα χρόνια και να περάσουν θα ακούγεται λες και βγήκε χθες. Ο λόγος για το αξεπέραστο White Pony, το οποίο γεννήθηκε σαν σήμερα πριν από 21 ολόκληρα χρόνια.
Ο τίτλος, όπως και το γενικότερο concept του δίσκου, σχετίζεται με την κοκαΐνη και το σεξ. Πριν καν γραφτεί μία νότα είχε αποφασιστεί από τον Moreno ότι αυτό θα είναι το όνομα του νέου τους πονήματος, μιας και όπως είχε αναφέρει ο ίδιος αντιπροσώπευε πλήρως εκείνη την περίοδο της μπάντας. Κοκτέιλ ναρκωτικών, σεξ, αλκοόλ, ξέφρενα πάρτυ, κούραση από την δίχρονη περιοδεία για χάρη του Around the Fur και skate είναι μερικά από τα πράγματα που συνδέονται άμεσα με αυτόν τον αψεγάδιαστο δίσκο. Μάλιστα, το τελευταίο είναι ένας από τους κύριους λόγους που άργησε να κυκλοφορήσει. Πιο συγκεκριμένα, το παιχνίδι του Tony Hawk δεν ξεκολλούσε από το playstation που βρισκόταν στο studio, με την μπάντα να «καίγεται» πολύ συχνά, χάνοντας έτσι πολλές ώρες από την τελειοποίηση του υλικού που είχε γράψει. Αποτέλεσμα αυτού του καψίματος; Να κάνουν τον διπλάσιο χρόνο για να τελειώσουν τις ηχογραφήσεις του White Pony, από ότι έκαναν για τα δύο προηγούμενα albums. Αλλά, όπως λένε, το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
Άλλο ένα παράδοξο γεγονός σχετικά με τον δίσκο, έρχεται μετά την κυκλοφορία του. Η τότε δισκογραφική τους εταιρία, η Maverick, τους ανακοίνωσε ότι πρέπει να γράψουν άλλο ένα πιασάρικο κομμάτι στο style των Limp Bizkit, οι οποίοι τότε βρισκόταν στα ντουζένια τους, ώστε να το προσθέσουν στην επανακυκλοφορία του White Pony. Αυτή η πρόταση προφανώς ξίνισε τους Deftones, αλλά τελικά συμβιβάστηκαν. Πάτησαν πάνω σε ορισμένα μέρη του Pink Maggit και μέσα σε λίγες ώρες έγραψαν το Back to School, το οποίο γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία.
Στο White Pony πειραματίστηκαν όσο ποτέ πριν, σπάζοντας έτσι τις αλυσίδες του nu metal που κουβαλούσαν μέχρι τότε. Απέδειξαν πως δεν ήταν μία εφήμερη μπάντα, αλλά ήρθαν για να αφήσουν το δικό τους στίγμα. Δημιούργησαν ένα ποικιλόμορφο αριστούργημα που αντλούσε τις επιρροές του από όπου μπορείς να φανταστείς. Μερικές από αυτές, σύμφωνα με τον ίδιο τον Moreno, ήταν οι Meshuggah, οι Smashing Pumpkins, οι Tool, οι Cure, οι Depeche Mode και φυσικά η μεγάλη τους αδυναμία, οι Faith No More. Ωρίμασαν απότομα και απέδειξαν ότι είναι τόσο καλοί μουσικοί που ο ήχος τους δεν χωράει σε καλούπια.
Το κάθε τραγούδι εδώ έχει την δικιά του προσωπικότητα και λόγο ύπαρξης. Ποιο να ξεχωρίσεις; Το ισοπεδωτικό Elite όπου ο Chino βγάζει τα πνευμόνια του; Το Digital Bath με την ανατριχιαστική ατμόσφαιρα; Το πειραματικό Teenager που φλερτάρει με το trip hop; Το σκαλωτικό Passenger, όπου η συμμετοχή του Maynard αποφασίστηκε τυχαία σε κάποιο μεθυσμένο άραγμα του με την μπάντα; Ή το κλασικό Change (In the House of Flies) που ακούγεται σαν την εξέλιξη του Be Quit and Drive (Far Away); Το συγκεκριμένο κομμάτι, μάλιστα, ήταν το πρώτο που γράφτηκε και το χρησιμοποίησαν σαν οδηγό για το που θα κινηθεί ο ήχος και η ατμόσφαιρα του δίσκου.
Πέραν από τη μουσική που την πήγαν σε άλλο επίπεδο, ιδιαίτερη αίσθηση προκαλεί και η πένα του Moreno. Στο White Pony δεν έγραψε τους στίχους όπως συνήθιζε να κάνει τις δύο προηγούμενες φορές. Όπως είχε αναφέρει και ο ίδιος σε συνέντευξή του, σταμάτησε να είναι εκείνος ο πρωταγωνιστής σε αυτά που έγραφε και προσπάθησε να αφηγηθεί μικρές ιστορίες. Ιστορίες που τους έδωσε ζωή, πότε μέσα από τα τρομαχτικά του screams και πότε μέσα από τις ανάλαφρες ερμηνείες του.
Το White Pony είναι χωρίς πολλές σκέψεις ένα από τα καλύτερα και πιο σημαντικά albums του 21ου αιώνα. Έχει επηρεάσει με τον τρόπο του πολλές μπάντες που πρωταγωνιστούν εδώ και κάποια χρόνια στον σκληρό ήχο. Είναι από αυτά τα αριστουργήματα που γκρεμίζει τις ταμπέλες και δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα είδη, αντιθέτως τα αγκαλιάζει όλα με την ίδια ευκολία. Μία κορυφή που παραμένει απάτητη ακόμα και από τους ίδιους τους δημιουργούς του.