Πριν αρχίσω να περιγράφω αυτήν την συναυλία, καλό θα ήταν να ξεκαθαρίσω την άποψη μου για την death metal σκηνή. Θεωρώ λοιπόν, πως η εν λόγω σκηνή, μας έχει χαρίσει μερικούς από τους πιο εμβληματικούς δίσκους στην ιστορία του ακραίου ήχου. Όμως, δεν είναι λίγες οι φορές, ή πιο σωστά, τις περισσότερες φορές, μία κυκλοφορία ή και ολόκληρη η δισκογραφική πορεία μίας μπάντας, δυσκολεύεται αφάνταστα να ξεφύγει από την μετριότητα και να αφήσει πίσω της ένα έργο το οποίο θα μας έχει χαρίσει στιγμές συγκίνησης.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Το προτελευταίο Σαββατοκύριακο του Δεκέμβρη ήταν αφιερωμένο στον death metal ήχο, με ηγέτες τους Dead Congregation, οι οποίοι πέτυχαν κάτι που λίγες ελληνικές μπάντες έχουν κατορθώσει, να γεμίσουν ασφυκτικά ένα venue δύο μέρες σερί. Για την πρώτη ημέρα σας τα είπαμε ήδη, πάμε να δούμε τώρα αναλυτικά τί έγινε την δεύτερη.
Πρώτοι στην σκηνή βγήκαν οι «παλιοσειρές» Soulskinner, ένα σχήμα που πάντα θα με εκπλήσσει, με την μοναδική ικανότητα που έχει, να συνδέει μελωδικά riffs με την συνολικότερα «άγρια» μουσική του. Αρχικά να πω ότι αν έκλεινα τα αυτιά μου, πιθανότατα να μην τους καταλάβαινα, για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος ήταν η απουσία του επί σειρά ετών frontman τους, Gothmog, που αντί για να βρίσκεται πίσω από το μικρόφωνο, στεκόταν στο merch της μπάντας. Στην θέση του βρέθηκε ο Mάριος, οποίος με την άψογη του απόδοση, δεν μας άφησε το παραμικρό περιθώριο να αμφισβητήσουμε την επιλογή, αλλά και τη εμπιστοσύνη που έδειξαν οι Soulskinner στο πρόσωπο του. Ο δεύτερος λόγος ήταν η αλλαγή του look του κιθαρίστα και ιθύνοντα νου του συγκροτήματος, Βασίλη Ζόμπολα. Παρ’ότι λοιπόν «άφησε» το μακρύ μαλλί με τον οποίο τον είχαμε συνηθίσει, αυτό που παραμένει αναλλοίωτο πάνω του, είναι η ικανότητα του στην κιθάρα, η οποία είναι πραγματικά μοναδική. Γενικότερα εμφανίστηκαν δεμένοι, παίζοντας τις άκρως ενδιαφέρουσες συνθέσεις που τους χαρακτηρίζουν, δείχνοντας μας πως έχουν ακόμα δρόμο μπροστά τους.
Οι επόμενοι που θαυμάσαμε επί τω έργω, ήταν και οι μικροί ηλικιακά, και μόνο ηλικιακά, Rapture. Παρά λοιπόν το νεαρό της ηλικίας τους, στην περίπου μία ώρα που βρέθηκαν στο σανίδι, έδωσαν τον καλύτερο τους εαυτό, παίζοντας κομμάτια κυρίως από την τελευταία δισκογραφική τους δουλειά, Paroxysm of Hatred. Το συγκεκριμένο album αποτέλεσε και το προσωπικό μου εφαλτήριο ώστε να ασχοληθώ μαζί τους. Οι παρακάτω γραμμές λοιπόν, θα μπορούσαν να περιγράφουν τόσο την ζωντανή τους εμφάνιση, όσο και τον τελευταίο δίσκο τους. Πρόκειται για ένα old school thrash, που slayer-ίζει αρκετά, που σε καμία περίπτωση όμως δεν ξεπατικώνει στοιχεία από τους Slayer (μόνο ως το προς το ύφος δηλαδή μοιάζουν), αλλά παιγμένο με μία πιο φρέσκια οπτική. Η Αθηναϊκή τετράδα έχει ξεκάθαρα όλο το μέλλον μπροστά της, αφού δείχνει να έχει όλο το πακέτο και να μην της λείπει τίποτα, ούτε το ταλέντο, ούτε η όρεξη αλλά ούτε και το attitude.
Αφού λοιπόν μιλήσαμε τόσο για το ένδοξο παρελθόν όσο και για το λαμπρό μέλλον, έφτασε η στιγμή να ασχοληθούμε με το τρομερό παρόν. Με την σκηνή του Temple να δέχεται της κατάλληλες τροποποιήσεις, τα banners “Pray for Total Death” να κάνουν την εμφάνιση τους, οι αδιαμφισβήτητοι ηγέτες της εγχώριας death metal σκηνής ήταν έτοιμοι να δώσουν άλλη μία πολύ σπουδαία παράσταση μπροστά στο Αθηναϊκό κοινό, το οποίο για χάρη τους είχε γεμίσει ακόμα μία μέρα τον χώρο. Το Κυριακάτικο menu περιλάμβανε ολόκληρο το “Graves of the Archangels”, το οποίο από μόνο του ήταν αρκετό για σειστεί συθέμελα η Αθήνα. Μιλάμε για μία κυκλοφορία, που ίσως να μην έχουμε συνειδητοποιήσει ακόμα την σημασία της για την ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ death metal σκήνη. Ενώ είχε «βρωμίσει» ο τόπος από death metal μπάντες που έπαιζαν πιο γρήγορα από την σκιά τους και δέκα φορές πιο τεχνικά από τους Dream Theater, έρχονται οι Dead Congregation και σου σκάνε έναν δίσκο, επιθετικό και σκληρό, αρκετά τεχνικό, μα με έμφαση στην ατμόσφαιρα και στην γενικότερη αισθητική του, δίνοντας φρέσκια πνοή σε μία ολόκληρη σκηνή.
Το αξιοσημείωτο και συνάμα παράξενο της βραδιάς, ήταν ότι τον συγκεκριμένο δίσκο τον ευχαριστήθηκα πολύ περισσότερο στην live εκδοχή του, απ’ ότι στην studio. Προσέξτε, επαναλαμβάνω πως μιλάμε για μία δουλειά πολύ ατμοσφαιρική και αυτό από μόνο ανεβάζει τον δείκτη δυσκολίας το όλου εγχειρήματος, όχι όμως για τους Dead Congegration. Γεμάτοι ενέργεια στην σκηνή, απέδωσαν το πόνημα τους αλάνθαστα, κάνοντας τους παρευρισκόμενους να κοπανιούνται δίχως αύριο και σε κάθε παύση ανάμεσα στα κομμάτια, να τους χαρίζουν ένα πολύ θερμό και παρατεταμένο χειροκρότημα.
Οι Dead Congregation είναι μία από τις σημαντικότερα ελληνικά συγκροτήματα και όσοι βρέθηκαν μία από τις δύο μέρες στο Temple, ήρθαν αντιμέτωποι με μία ομάδα μουσικών της οποίας η αφοσίωση σε αυτό που κάνει, το ταλέντο της, αλλά και η ενέργεια της, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν από κανέναν. Μέσες άκρες, αυτοί είναι οι Dead Congregation, μία μπάντα παγκοσμίου βεληνεκούς, που έχουμε την τύχη να βρίσκεται στην χώρα. Μέχρι να τους ξαναδούμε, Pray [for Total Death] και για τρίτο δίσκο.