Πέμπτη βράδυ και κατευθύνομαι προς το Temple στο Γκάζι για πρώτη φορά, με μεγάλη περιέργεια να γνωρίσω το νεόδμητο χώρο, που ήδη έχει φιλοξενήσει αρκετά ονόματα της εγχώριας και ξένης μουσικής σκηνής. Σήμερα το πρόγραμμα γράφει Damirah και Nochnoy Dozor, δύο ‘δικές μας’ μπάντες, τις οποίες ήθελα πολύ να δω και ν’ ακούσω για διαφορετικούς λόγους την καθεμία.
Ανταπόκριση: Βίκυ Κοσμίδου / Φωτογραφίες: Αγγελίνα Θαλασσινού (δείτε εδώ περισσότερες)
Το ρολόι λέει 21:30 και αναμένοντας τους Nochnoy Dozor να ανέβουν στη σκηνή, περιεργάζομαι τον περιβάλλοντα χώρο, ο οποίος με μία γρήγορη ματιά μετρούσε ήδη γύρω στα 150 άτομα. Είκοσι περίπου λεπτά αργότερα ακούγονται οι πρώτες νότες. Το πρώτο άκουσμα που έλαβα ήταν βαριά riffs και βαθιά γυναικεία φωνητικά. Όσο κι αν ρωτούσα, κανένας έως τώρα δεν είχε καταφέρει να μου περιγράψει ακριβώς τον ήχο των Nochnoy Dozor και διαπίστωσα το λόγο.
Κομμάτια ατμοσφαιρικά, με αρκετό πειραματισμό στον ήχο και ίσως doom στοιχεία στα πιο αργόσυρτα σημεία, τα οποία μου θύμισαν αρκετά Universe217. Σε καμία περίπτωση, δε χαρακτηρίζεται ο ήχος τους ως ‘εύπεπτος’, γι’αυτό και απευθύνεται σε πιο περιορισμένο κοινό, χωρίς αυτό να είναι κακό. Προσωπικά, ικανοποιήθηκα αρκετά από την εμφάνισή τους τόσο σε μουσικό επίπεδο όσο και σε σκηνικό, καθώς το στήσιμο της μπάντας ταίριαζε όμορφα με το dark-ambient κλίμα που επιδιώκουν να μεταδώσουν. Μεγάλο ατού των Nochnoy Dozor για μένα, τα γυναικεία φωνητικά και οι διφωνίες σε συνδυασμό με το synth, χαρακτηριστικά που θα ήθελα να βλέπω περισσότερο σε νέα μουσικά σχήματα.
Μετά από τη 40λεπτη εμφάνιση των Nochnoy Dozor, τη σκυτάλη θα πάρουν οι Damirah από την αγαπημένη μου Πάτρα. Νέο συγκρότημα, σε νέο συναυλιακό χώρο, στην παρθενική του εμφάνιση, που ήρθε να παρουσιάσει το ολοκαίνουργιο album του. Η κοσμοσυρροή που έκανε το Temple ν’ ασφυκτιά, επιβεβαίωσε και με το παραπάνω το hype που είχε δημιουργηθεί τελευταία γύρω από το όνομα Damirah. “Lights and Guns and Fire” είναι ο τίτλος της δουλειάς τους, η οποία μετρά μόλις δύο μήνες κυκλοφορίας κι έχει σκοπό να μας μυήσει σε κλασικά post rock ακούσματα. Πρόκειται για ένα concept album και στις παρουσιάσεις τέτοιου είδους δίσκων αναμένω αντίστοιχα ‘concept-ική’ live εμφάνιση. Και παρ’ ότι πρωτάρηδες επάνω στη σκηνή, αυτό ακριβώς επεδίωξαν να κάνουν, είτε παίζοντας με το φωτισμό, είτε με την προβολή ασπρόμαυρης ταινίας στο παρασκήνιο, που έμοιαζε να ταιριάζει και με την θεματική του album, αλλά και να ‘κουμπώνει’ όμορφα με τους μυσταγωγικούς ήχους της ψυχεδελικής – post μουσικής τους.
Γενικά, απολαμβάνω ιδιαίτερα τους ήχους της post rock, ωστόσο απομονώνοντας τη μουσική των Damirah από τη συνολική τους εμφάνιση, δε θα έλεγα πως με συνεπήρε. Διέκρινα και ξεχώρισα κάποια αξιόλογα κομμάτια, τα οποία εμπεριείχαν πιασάρικα riffs και ενδιαφέρουσες κλιμακώσεις που κατέληγαν σε δυνατά κιθαριστικά ξεσπάσματα, τα οποία άλλωστε αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της post μουσικής. Ως επί το πλείστον, όμως, οι συνθέσεις τους αποτελούνταν από standard ενορχηστρώσεις και πολυπαιγμένα ηχητικά μοτίβα, που οι όχι-και-τόσο-φανατικοί του είδους θα χαρακτήριζαν μονότονα. Ως γενικό πόρισμα, οι Damirah στήθηκαν αξιοπρεπέστατα απέναντι σε φίλους, γνωστούς και ξένους. Παρ’ ότι απαιτητική, αναγνωρίζω την προσπάθεια ενός νεοσυντιθέμενου σχήματος, το οποίο ακόμα πειραματίζεται όσον αφορά τον ήχο του και θα τολμήσω λέγοντας πως διέκρινα ελπιδοφόρα στοιχεία μίας μπάντας ικανής να μονιμοποιήσει τη θέση της στο μουσικό στερέωμα και να αποδείξει τη δυναμική της εγχώριας post rock σκηνής.