Λιγότερο από ένα χρόνο μετά την παρθενική τους εντυπωσιακή εμφάνιση στη χώρα μας, οι τρεις Νεοϋροκέζοι επέστρεψαν για να κλέψουν γι’ ακόμη μια φορά την παράσταση. Πριν ακόμη ανοίξουν καλά καλά οι πόρτες στο Κύτταρο, είχε μαζευτεί μια αξιοσημείωτη ουρά που μας προϊδέαζε για μια γεμάτη ζωντάνια μουσική βραδιά. Σίγουρα εντυπωσιακό για μια μπάντα που είχε μόλις μια ευκαιρία να έρθει σε επαφή με το ελληνικό κοινό και με μια δισκογραφική δουλειά στο βιογραφικό της.
Ανταπόκριση: Νίκος Λάμπρου / Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη (περισσότερες εδώ)
Το δύσκολο ρόλο του opening act ανέλαβαν οι St. Guilt, ένα κουαρτέτο που κινείται σε ένα ευρύτερο ηχητικό πλαίσιο με βάση το dream pop και με ιδιαίτερη έμφαση στο synth σαν συνθετικό στοιχείο. Έχοντας μια αρκετά μεγάλη καθυστέρηση σε σχέση με το προκαθορισμένο πρόγραμμα, προσπάθησαν να κερδίσουν το κοινό με τα κομμάτια τους έχοντας όρεξη και αρκετή ενέργεια, ωστόσο δεν θα έλεγα πως κέρδισαν τις εντυπώσεις. Τα κομμάτια τους φάνηκαν αποπροσανατολισμένα, χωρίς τα αναμενόμενα hooks και σε σημεία επαναλαμβανόμενα και κουραστικά. Η απειρία τους επί σκηνής ήταν εμφανής, με τα φωνητικά να χάνονται σε σημεία όπου η frontwoman τους προσπαθούσε να συγκεντρωθεί στα synths, απομακρυνόμενη ακούσια από το μικρόφωνο, ενώ και η κιθάρα ήταν παρούσα μόνο οπτικά, αφού δυσκολεύτηκα να την ξεχωρίσω ηχητικά σε όλη σχεδόν τη διάρκεια της εμφάνισής τους. Οφείλω να πω πως μερίδα του κοινού φάνηκε να διασκεδάζει και να επιδοκιμάζει στο τέλος των κομματιών, οπότε μπορεί να μην κέρδισαν τον γράφοντα αλλά μάλλον απέκτησαν το ενδιαφέρον μερικών από εμάς.
Εν μέσω επευφημιών είχε έρθει η ώρα για τους City Of The Sun. Χωρίς πολλά πολλά αλλά με μεγάλο χαμόγελο και ενθουσιασμό, οι τρεις μουσικοί ανέβηκαν στη σκηνή, με τα όργανα ανά χείρας κι από τις πρώτες κιόλας νότες μας έδειξαν ότι θα μας συνέπαιρναν με την ενέργεια και την εκφραστικότητά τους.
Το εντυπωσιακό επίτευγμα της μπάντας είναι ότι εξισορροπεί υποδειγματικά την ατμοσφαιρική με την αλήτικη, post rock πλευρά της. Από τη μια δημιουργεί λεπτεπίλεπτα ηχοτόπια, από την άλλη ξεσηκώνει με τα ρυθμικά της ξεσπάσματα. Η επικοινωνία με το κοινό ήταν αδιάλειπτη, και στο κομμάτι της συμμετοχής νομίζω πως και ο κόσμος δεν τα πήγε άσχημα. Η τριάδα ήταν γεμάτη ενέργεια, με τον John Pita σε άτυπο ρόλο frontman να έχει μια σχεδόν δαιμονισμένη παρουσία. Χορεύοντας και παίζοντας αδιάλειπτα, δεν άφησε τα τεχνικά προβλήματα που τον ταλαιπώρησαν στην αρχή να τον πτοήσουν. Ο Zach Para στα κρουστά είχε το διπλό ρόλο του μετρονόμου αλλά και του διευθυντή της ορχήστρας που αποτελούσαμε εμείς οι ίδιοι στο κοινό και δεν έχανε ευκαιρία να δώσει το έναυσμα για μερικά ακόμη παλαμάκια. Ο Avi Snow ήταν ίσως ο πιο μαζεμένος της παρέας, αλλά είχε εξίσου σημαντικό ρόλο στο να γεμίζει τον ήχο με τα ρυθμικά μέρη του.
Δεδομένης της μικρής τους δισκογραφικής παρουσίας, ήταν σίγουρο πως θα ακούγαμε όλα τα γνωστά τους κομμάτια σαν τα “Brothers”, “Another Time”, “Second Sun”, “Everything”, ενώ δεν έλειψαν και οι διασκευές με τα “Young Folks” (Peter Bjorn and John), “Intro” (XX) αλλά και η έκπληξη με το “Rockstar” (Post Malone) που μεταμορφώθηκε από RnB σε κάτι πιο αιθέριο και όμορφο. Σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του live ο ήχος ήταν αξιοπρεπέστατος, γεμάτος αλλά και διαυγής, επιτρέποντας στις λεπτομέρειες των ακουστικών οργάνων να αποκτούν το χώρο τους.
Τι είναι όμως αυτό που ξεχωρίζει ένα αξιοπρεπές από ένα εξαιρετικό live; Δεν είναι μόνο ο ήχος ούτε η απόδοση των κομματιών. Είναι η ανταλλαγή συναισθημάτων μεταξύ καλλιτέχνη και κοινού, ο ενθουσιασμός και η χαρά που αποτυπώνεται στα χαμογελαστά πρόσωπα, στο δυνατό χειροκρότημα, στις επευφημίες που ακολουθούν κάθε κομμάτι. Κάπως έτσι καταλάβαινες ότι και οι City Of The Sun δεν απέκτησαν εν μια νυκτί τη δημοφιλία που απολαμβάνουν χωρίς να το αξίζουν. Καταθέτοντας την ψυχή τους και διασκεδάζοντας πραγματικά αυτό που κάνουν, μας έκαναν να περιμένουμε ανυπόμονα την επόμενη φορά, όπου σίγουρα θα είμαστε ακόμη περισσότεροι.