Όσο γραφικό κι αν ακουστεί, για το live της Chelsea Wolfe μετρούσα κυριολεκτικά αντίστροφα. Είχα συνδεθεί βαθιά μαζί της, για λόγους που μπορώ και δεν μπορώ ταυτόχρονα να εξηγήσω, από την εποχή του “16 Psyche”. Η βραδιά αποδείχτηκε πολύ ανώτερη των προσδοκιών μου, που ήταν ήδη υψηλές, και αυτό θα είναι ένα report απόλυτα οδηγούμενο από το συναίσθημα, χωρίς καμία αναφορά σε τεχνική και άλλες τεχνοκρατικές λεπτομέρειες, because it’s Chelsea.
Ανταπόκριση: Αρετή Αποστόλου / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου (περισσότερες εδώ)
Από νωρίς ξέραμε ότι η προσέλευση θα είναι μεγάλη, αφού το λάιβ όδευε προς το sold out – όπως και έγινε – και έξω από το αγαπημένο μας Gagarin είχε σχηματιστεί από τις 20:30 κιόλας μια μεγάλη ουρά. Τα σχόλια από όσους άκουγα ήδη απ’έξω ήταν ενθουσιώδη, και αυτό δείχνει το πιστό κοινό της Chelsea που ανυπομονούσε να την ξαναδεί από κοντά, αλλά και τη στήριξη στη Smoke the Fuzz, χάρη στην οποία έχουμε την ευκαιρία να χαιρόμαστε τέτοιους καλλιτέχνες όλο και συχνότερα.
Τη βράδια άνοιξαν στην ώρα τους, στις 21:00, η Σοφία Σαρρή και η Χρύσα Τσαλταμπάση, ένα δίδυμο που φάνηκε ότι αγαπά τη Wolfe όσο κι εμείς που ήμασταν από κάτω, μιας και προς το τέλος του set τους μας είπαν πως αυτή τη βραδιά την έστησαν εξ ολοκλήρου για χάρη της – και αυτό ήταν έκδηλο σε όλη τους την εμφάνιση. Από τις επιλογές στο ντύσιμο, μέχρι και τα κομμάτια που επέλεξαν, ήταν φανερό πως ήθελαν να αποτίσουν έναν φόρο τιμής στην καλλιτέχνιδα που και οι ίδιες θαυμάζουν, και νιώθαμε μαζί τους το δέος που αισθάνονταν που ήταν το support act της βραδιάς.
Τα συναισθήματα τους που συμμετείχαν σε αυτό το λάιβ τις έκαναν και την ιδανική επιλογή πριν υποδεχτούμε την Chelsea: ατμοσφαιρικές – σε αυτό βοήθησε πολύ και ο φωτισμός, που ήταν εξαιρετικός σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς – με τις παύσεις και τα “scream” να διαδέχονται το ένα το άλλο, στις κατάλληλες ποσότητες, σε ένα setlist που είχε τη διάρκεια και τη σκοτεινή ατμόσφαιρα που χρειαζόταν για να μας βάλει στο κλίμα, αλλά να μη μας κάνει και να βαρεθούμε. Ακούστηκαν τα “Me” και “Human Monster” από τη Χρύσα, ενώ τα “The Moon” και “Ariadne” από τη Σοφία. Το set τους ολοκληρώθηκε με μια διασκευή του “My World Is Empty” των The Supremes, με μία αρκετά πιο dark προσέγγιση, όπως θα περιμέναμε.
Τα φώτα χαμήλωσαν κι άλλο, και νιώσαμε έτσι πως ήταν η στιγμή να ανέβει στη σκηνή η Chelsea. Ήταν η πρώτη φορά που θα την έβλεπα από κοντά, και οι – πολλές – φορές που είχα παρακολουθήσει λάιβ της – ή live sessions της – δεν στάθηκαν ικανά να με προετοιμάσουν γι’αυτό που θα βίωνα. Η αρχή έγινε με το “Whispers In The Echo Chamber”, ένα κομμάτι από τον τελευταίο της δίσκο, που από την πρώτη στιγμή που το άκουσα ένιωσα αυτό που αισθάνεται κανείς όταν βλέπει ένα καλό ψυχολογικό θρίλερ, δηλαδή τη ραχοκοκαλιά του να ανατριχιάζει με όλους αυτούς τους ψιθύρους και τη – σχεδόν – «άβολη» ατμόσφαιρα που σου δημιουργεί. Θα το έλεγε κανείς και την ιδανική ή χαρακτηριστική έναρξη, για μια βραδιά που θα έκανε ακριβώς αυτό, θα μας ανατρίχιαζε μέχρι το κόκκαλο.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε στη σκηνή, τη γέμισε απόλυτα με την παρουσία της, χωρίς να μας μιλήσει καν για αρκετή ώρα – αλλά ήταν περιττό. Μιλούσαν το σώμα της, τα μαλλιά της που την έκρυβαν με μεταφορικό και κυριολεκτικό τρόπο, και η σπαρακτική της ερμηνεία σε κάθε κομμάτι. Το πρώτο κομμάτι του setlist ήταν αφιερωμένο στη σκοτεινή και λυτρωτική διαδρομή του “She Reaches Out To She Reaches Out to She”, όπως ήταν αναμενόμενο, και το σερί από αυτό το υπέροχο άλμπουμ ήταν μαγικό. Ακολούθησαν το αισθησιακό “Everything Turns Blue”, και το “House of Self-Undoing”, με το χαοτικό του ρυθμό και τους στίχους που σε χαράζουν βαθιά. Το αφιέρωμα σε αυτόν τον δίσκο έκλεισε – προσωρινά – με τον «ψίθυρο» του “Tunnel Lights”, το οποίο σε συνδυασμό με τον χαμηλό φωτισμό σε παρέσερνε στον κόσμο της Chelsea δίχως επιστροφή. Το αποκορύφωμα ήρθε με τους στίχους του “Zombie” των The Cranberries, που «μπλέχτηκαν» τόσο οργανικά στο κομμάτι, και έγιναν ένα με το ρυθμό του και την ατμόσφαιρα. Λίγες φορές έχω αισθανθεί σε λάιβ αυτό που ένιωσα το βράδυ της Δευτέρας: ένα κατάμεστο Gagarin είχε μαγνητιστεί από μια απόκοσμη φιγούρα και την ακολουθούσε χωρίς δεύτερη σκέψη, σιγοτραγουδώντας μαζί της “Zombie, zombie…”.
Ακολούθησε το εμβληματικό της “16 Psyche”, όπου τα φώτα εναλλάσσονταν στους ρυθμούς του, και σε έκαναν να ψάχνεις αυτή τη γυναίκα στη σκηνή για να δεις την επόμενη της κίνηση. Είναι οξύμωρο, αλλά και η απόλυτη επιτυχία της ταυτόχρονα, το πώς έχει καταφέρει να παραμείνει ένα εσωστρεφές πλάσμα, το οποίο εκπέμπει το ίδιο σκοτάδι με φως, έχει περάσει μέσα από προσωπικούς δαίμονες και φοβίες, αλλά στέκεται στη σκηνή και μαγνητίζει όλα τα βλέμματα χωρίς να προσπαθεί – αντίθετα, δεν το επεδίωξε ποτέ και το απέφευγε όσο τίποτα. Το setlist συνεχίστηκε μεταξύ άλλων με τα “The Culling”, “Flatlands”, “Feral Love”, για να ολοκληρωθεί κάνοντας τον κύκλο του με κομμάτια ξανά από το τελευταίο της άλμπουμ. Στο “Feral Love” κάνει την υπέρβαση της και μας απευθύνεται για πρώτη φορά μέσα στη βραδιά, ευχαριστώντας μας, και λέγοντας πως θα ακολουθήσουν μερικά ακόμα κομμάτια μέχρι το τέλος.
Το τελευταίο κομμάτι της εμφάνισης της περιείχε μερικές από τις πιο αγαπημένες μου στιγμές, όπως το “Eyes Like Nightshade”, ένα τραγούδι που μαρτυρά και την αγάπη που η ίδια έχει δηλώσει πως τρέφει για τη μαγεία, αφού η εισαγωγή που διαπερνά μουσικά και ολόκληρο το κομμάτι, μοιάζει με ένα τέτοιο κάλεσμα. Το “Dusk”, ίσως το πιο δημοφιλές του άλμπουμ, ήταν μια υπερβατική εμπειρία, που δικαίως προστέθηκε προς το τέλος, αφού απογείωσε όλα μας τα συναισθήματα, σε ένα setlist που κύλησε τόσο αβίαστα, ενιαία, σαν να ήταν το ένα κομμάτι φυσική συνέχεια του επόμενου. Για το τέλος, η Chelsea κράτησε το “The Liminal”, από το νέο της EP “Unbound”, ενώ μας έκανε τη χάρη να ανέβει και για ένα short but sweet Encore, με το “Carrion Flowers”, και να εξαφανιστεί σαν αερικό, όπως και ανέβηκε στη σκηνή, σχεδόν μιάμιση ώρα νωρίτερα.
Δεν έχω μέτρο σύγκρισης για το ιστορικό των εμφανίσεων της, αλλά δεν έχει και την παραμικρή σημασία. Το βράδυ της Δευτέρας ήταν ένα που θα κουβαλάω βαθιά μέσα μου, για προσωπικούς και καλλιτεχνικούς λόγους. Ίσως επειδή ταυτίζομαι ιδιαίτερα σε σημεία με αυτή τη γυναίκα, και τη βρίσκω κυρίως και πάνω απ’όλα μια αδιανόητη πηγή έμπνευσης και ελπίδας για όλα τα εσωστρεφή άτομα εκεί έξω, τα οποία κουβαλάνε ένα σκοτάδι το οποίο καταφέρνουν να μετατρέπουν σε φως για όλους μας. Σε μια εποχή όπου το να είσαι εύθραυστος θεωρείται αδυναμία, η Chelsea είναι εδώ για να μας αποδείξει το αντίθετο, να μας καθηλώσει και να μας κάνει κοινωνούς στο προσωπικό της ταξίδι, με όσο κουράγιο κι αν χρειάζεται για να ξεγυμνωθεί κανείς έτσι. Ο πυρήνας του ταξιδιού της είναι, νομίζω, κοινό βίωμα για τους περισσότερους από εμάς, και την ευχαριστώ που έχει τη δύναμη να ανεβαίνει στη σκηνή και να μας γιατρεύει. Αν και συνήθως σιχαίνομαι τα quotes, η Chelsea μου φέρνει στο μυαλό ένα πολύ καλό του Cohen: “There is a crack in everything, that’s how the light gets in”.