Την Παρασκευή, λοιπόν, οι Ολλανδοί horror metallers, Carach Angren, επισκέφθηκαν την χώρα για δεύτερη φορά και πρώτη ως headliners. Χωρίς να έχουν κάποιο support, όπως στη Θεσσαλονίκη (που ίσως και να χρειαζόταν), γύρω στις δέκα έκαναν την εμφάνιση τους στην σκηνή του Κυττάρου. Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα μπαίνοντας στο venue, ήταν ο γενικά μικρός μέσος όρος ηλικίας που επικρατούσε στις τάξεις του κοινού. Όταν έφτασα το σκηνικό είχε ήδη στηθεί και μας χώριζαν μόλις μερικά λεπτά από το πρώτο τραγούδι, παρόλα αυτά ο όγκος κόσμου ήταν, αν μη τι άλλο, μη ικανοποιητικός (απογοητευτικός θα έλεγα).
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Δημήτρης Κοκκινογένης (περισσότερες εδώ)
Λίγο μετά τις δέκα λοιπόν (συγχωρήστε με αν κάνω λάθος με την ώρα, αλλά είχε κλείσει το κινητό μου) και με την εισαγωγή ήδη να ακούγεται, ο Seregor, τα αδέρφια Wijers (Namtar και Ardek) και ο Butcher (κατά κόσμον Bastiaan Boh) πάτησαν στο «σανίδι» του Κυττάρου. To intro βοήθησε αρκετά ώστε να πλάσουν την ατμόσφαιρα ταινίας τρόμου που επιθυμούσαν, για να ξεκινήσουν το set με τον Charlie. Στην αρχή ο ήχος, συγκεκριμένα τα προηχογραφημένα, φάνηκε να τους δυσκολεύουν κάπως στην απόδοση, θέμα βέβαια που ξεπεράστηκε γρήγορα και συνέχισαν το εντυπωσιακό τους show χωρίς κανένα πρόβλημα. Συνέχισαν το πρόγραμμα τους με το “When Crows Tick On Windows”, μέσα από τον προτελευταίο δίσκο τους, όμως το κοινό έδειξαν να το ζεσταίνουν για τα καλά όταν έπαιξαν το “General Nightmare”, τραγούδι μέσα από τον καλύτερο τους δίσκο κατ’ εμέ, “Where The Corpses Sink Forever”. Το live συνεχίστηκε στους ίδιους ρυθμούς, με τον Seregor, δηλαδή, να είναι εντυπωσιακός και άκρως θεατρικός frontman. Υπήρχαν στιγμές, που με τις κινήσεις του και την ερμηνεία του, δεν γινόταν να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Εντυπωσιακός, ίσως και κάτι παραπάνω, ήταν και ο Namtar που βρισκόταν στο drum kit, ενώ η αίσθηση που μου άφησε ο Ardek είναι κάπως ανάμεικτη. Από τη μία είναι από τους πιο εκδηλωτικούς και εκφραστικούς πληκτράδες που έχει δει κάποιος, από την άλλη με τα τόσα samples, αδυνατείς να καταλάβεις πότε αυτό που ακούς είναι ζωντανό.
Στη μέση περίπου του live και ενώ τα φώτα έσβησαν, μία κούκλα έκανε την εμφάνιση της στην σκηνή. Ακολούθησε μία παράσταση βγαλμένη από ταινία σκηνοθετημένη από τον Coppola, όπου ο συγχρονισμός κινήσεων του Seregor και ηχητικών εφέ ήταν εξαιρετικά ακριβής. Ο frontman λοιπόν αφού έβγαλε ένα μαχαίρι, έκοψε τον λαιμό της κούκλας, τυλίγοντάς την στο αίμα. Στην συνέχεια, έγλειψε το αίμα, κυρίως από επίμαχα σημεία και τότε άρχισε το “Blood Queen”. Αυτό, λοιπόν, είναι το σημείο που το live «άναψε» για τα καλά και ανεπιστρεπτί. Λίγο αργότερα είδαμε τον Seregor να φοράει ένα στέμμα με νεκροκεφαλές για τις ανάγκες του “Pitch Black Box” και για ακόμα μία φορά η ερμηνεία του να είναι καταπληκτική. To πρόγραμμα τους έκλεισαν με δύο κομμάτια από τις πρώτες τους δουλειές, το οποία παρ’όλο που ο κόσμος δεν ήταν αρκετός, δημιούργησαν κάποια pits, όπως είχε συμβεί και νωρίτερα στο “The Funerary Dirge of a Violinist”.
Συνοψίζοντας, είδαμε μία μπάντα η οποία σίγουρα έχει κάνει αμέτρητες πρόβες, τόσο για το μουσικό κομμάτι των εμφανίσεων τους, όσο και για το θεατρικό. Από ‘κει και πέρα, η απουσία του μπάσου μπορεί να σώνεται κάπως στο studio, στο live όμως το βάθος που σου δίνει στον ήχο δεν αναπληρώνεται τόσο εύκολα, δεν αρκούν τα πολυάριθμα samples, Όπως κατά την γνώμη χρειάζεται και η δεύτερη κιθάρα, κατανοώ το γεγονός ότι αν ο Seregor πάρει κιθάρα στο live δεν θα μπορεί να αποδώσει επί σκηνής τον ρόλο του, ο οποίος είναι άκρως απαιτητικός, αλλά θα πρέπει να βρουν μία λύση, ειδικά για το μπάσο. Γενικά νομίζω ότι απέχουν μερικά βήματα από το να γίνουν μπάντα της πρώτης γραμμής, είναι κοντά, δεν είναι όμως ακόμα εκεί.
Υ.Γ.: Και κάτι τελευταίο, που δεν αφορά αποκλειστικά το live, αλλά εκεί φαίνεται πιο έντονα. Τα καθαριστικά θέματα τους είναι τόσο όμορφα και μελωδικά, ο Butcher είναι καλός κιθαρίστας, ποιος ο λόγος να τα θάβεις κάτω από ατελείωτες ποσότητες πλήκτρων;
Υ.Γ. 2: Γράψτε και κανένα ρεφρέν, δεν είναι κακό.