Πρόκειται για μια μπάντα που παρακολουθώ τα πεπραγμένα της εδώ και κάποια χρόνια και τη θεωρώ μια από τις πιο υποσχόμενες της παγκόσμιας rock μουσικής σκηνής. Οι Cage The Elephant κυκλοφόρησαν το πολυαναμενόμενο νέο τους album με τίτλο “Social Cues”, το οποίο συνοδεύεται με τον χαρακτηρισμό ως «η καλύτερη δισκογραφική δουλειά του συγκροτήματος» από τον διεθνή μουσικό τύπο. Σίγουρα, όμως, χαρακτηρίζεται κι από την άσχημη ψυχολογική κατάσταση του τραγουδιστή και συνθέτη της μπάντας, Matt Shultz, εξαιτίας του χωρισμού του από την επί 7 χρόνια σύντροφο του. Αυτή η κατάσταση εκφράζεται στα κομμάτια του δίσκου, που είναι λίγο πιο μελαγχολικά, αλλά και στα πιο δυναμικά τραγούδια, ενώ είναι κι υπεύθυνη για την μερική καθυστέρηση κυκλοφορίας του album. Σε μουσικό επίπεδο, το “Social Cues” είναι ένας δίσκος με κομμάτια πολλών ειδών και ρυθμών, που καταδεικνύει το νέο ύφος που έχει διαμορφώσει το συγκρότημα και φαίνεται να αποτελεί την μουσική τους ταυτότητα.
Η αρχή γίνεται με το άκρως ηλεκτρονικό “Broken Boy” το οποίο σε εισάγει κατευθείαν στο τι θα ακούσεις σε αυτό το album. Ηλεκτρικές κιθάρες με μεγάλες δόσεις εφέ κι ειδικά drive, μπάσο που πρωταγωνιστεί και synth σε dark wave μονοπάτια είναι τα χαρακτηριστικά που ξεχώρισα στο πρώτο κομμάτι και γενικά στον δίσκο. Αξίζει να σημειωθεί ότι σε αυτό το κομμάτι, αλλά και στο “Black Madonna”, ο κιθαρίστας του συγκροτήματος Nick Bockrath δεν καταπιάνεται με την κιθάρα, αλλά με τα ψυχεδελικά εφέ των τραγουδιών, γεγονός που οφείλεται στην ανάγκη της μπάντας να εμπλουτίσει τον ήχο της για να καταλήξουν σε ένα πιο ενθουσιώδες αποτέλεσμα. Ανάμεσα στα δύο κομμάτια που προαναφέρθηκαν, μεσολαβεί το ομώνυμο του δίσκου που μπορεί να σου συστήσει, μέσω των στίχων, την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο Matt κατά την ηχογράφηση του album. Η ηχογράφηση αυτή αποτέλεσε, σύμφωνα και με τον αδερφό του Brad, μια διαδικασία αυτό – περισυλλογής κι έντονης απομόνωσης κι αυτό φαίνεται και στην χροιά του τραγουδιστή κατά την ερμηνεία του τραγουδιού. Το “Social Cues” διατηρεί το ύφος που έχει διαμορφωθεί από το πρώτο κομμάτι του δίσκου και για μένα, είναι το πρώτο σημείο αναφοράς της δουλειάς αυτής. Ρίξτε μια ματιά στους στίχους όλων των τραγουδιών του δίσκου και θα νιώσετε τις πραγματικές διαστάσεις της εκφραστικότητας του Matt στη συγγραφή για τον χωρισμό του και την ανεπιθύμητη προβολή αυτής της κατάστασης, αλλά και του ίδιου.
Το τρίτο στη σειρά “Black Madonna” είναι ένα αρκετά flat κομμάτι, που έχει μια καταπληκτική παρομοίωση στους στίχους, προσωποποιώντας την κατάθλιψη με μια «Μαύρη Παναγία». Μουσικά, όμως, αποτελεί μια καλή παρέα σαν ένα όμορφο μελωδικό background, αλλά όχι ένα κομμάτι που θα κεντρίσει την αίσθηση ακοής του καθενός. Κάτι το οποίο δεν ισχύει για το επόμενο, “Night Running”, ένα κομμάτι που ταλαιπώρησε πολύ τα 2 αδέρφια, καθώς ο Matt δεν το έπαιρνε ποτέ στα σοβαρά και το είχε βάλει στον πάγο. Έτσι, το έστειλαν στον καλό τους φίλο κι απίστευτο μουσουργό Beck που έγραψε 2 άκρως ενδιαφέροντα κουπλέ και συμμετείχε στην ερμηνεία τους στον δίσκο, με το τελικό αποτέλεσμα να είναι ένα κομμάτι που θα ακουστεί σε πολλά αμάξια και beach bars κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Έτσι κι αλλιώς το τραγούδι περιγράφει μια αναίτια βραδινή βόλτα στην πόλη οπότε τι θα μπορούσε να είναι πιο ταιριαστό. Η επιθυμία του Matt Shultz να απομονωθεί από την συνεχή δημοσιότητα που του προσέφερε η άκρως ανοδική πορεία του συγκροτήματος κι η αντιμετώπιση της αγάπης ως μια «σανίδα σωτηρίας» εκφράζονται για άλλη μια φορά στο «Skin and Bones». Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι ό,τι πιο ρομαντικό έχει να προσφέρει ο δίσκος στιχουργικά, αλλά κι ό,τι πιο «βασικό» έχει να δώσει μουσικά. Η πλήξη που νιώθω, ως επί το πλείστον, με αυτά που έχω ακούσει, έρχεται να «σπάσει» με το “Ready to Let Go”, το τραγούδι που μιλάει για την αρχή του τέλους της σχέσης του Matt κι αποτελεί κι από μόνο του την αρχή για μια καλύτερη συνέχεια του album. Οι κιθάρες στο κομμάτι είναι πολύ δυναμικές και groovy, ενώ τα εφέ στη φωνή σε ταξιδεύουν στην Πομπηΐα, όπως υποδεικνύει και το τραγούδι. Επίσης, το ψυχεδελικό σόλο της κιθάρας πριν το τελευταίο ρεφρέν σου κεντρίζει το ενδιαφέρον ως ένας νέος ήχος, που θα μπορούσε να εμπλουτίσει το ύφος των Cage the Elephant.
Στο μέσο της «διαδρομής» του δίσκου, βρίσκουμε και το hit αυτής της δισκογραφικής δουλειάς με τίτλο “House of Glass”. Σε αυτό το σημείο, θέλω να επισημάνω ότι στα θετικά του δίσκου είναι η μικρή διάρκεια όλων των κομματιών, διότι αποτελεί αδιαμφισβήτητο ταλέντο να μπορείς να «χωρέσεις» όλα όσα θες να πεις μουσικά και λεκτικά σε μικρό και μετρημένο χρόνο. Κατά τα άλλα, το τραγούδι αυτό είναι από αυτά που τρυπώνουν στο μυαλό σου και σε κάνουν να το σιγοτραγουδάς και να κουνάς διακριτικά το κεφάλι σου, με τα πλήκτρα να παίζουν ένα riff ικανό να σε στοιχειώσει για πολύ καιρό. Κάπως έτσι καταφέρνει και το επόμενο, “Love’s the Only Way” να ξεχωρίσει εξίσου αφού μετά την παράνοια, ακολουθεί μια ηρεμία του μυαλού που επέρχεται από τις μελωδίες των εγχόρδων στην εισαγωγή, την απλότητα μιας clean κιθάρας και την πραότητα της φωνής συνδυασμένη με πολύ reverb – βάθος. Πρόκειται για ένα βαθιά καταθλιπτικό κομμάτι με μια αχτίδα αισιοδοξίας για την ύπαρξη ενός μέρους – κοινωνίας, που η αγάπη θα αποτελεί την διέξοδο για κάθε πρόβλημα. Ερχόμενοι, λοιπόν, αντιμέτωποι με κάτι τόσο ατμοσφαιρικό, μας χρειάστηκε μια δυάδα δυνατών κομματιών κι αυτό έγινε. Τα “The War Is Over” και “Dance Dance” είναι δυο πολύ δυναμικά και ξεσηκωτικά τραγούδια που, προφανώς, κρύβουν στίχους γεμάτους ματαιότητα αλλά κι ελπίδα για το ότι το καλό θα νικήσει. Στα συγκεκριμένα κομμάτια, μπορώ να παρατηρήσω την καλύτερη ενορχήστρωση του δίσκου, καθώς τα όργανα αλληλοσυμπληρώνονται μέσω της μελωδίας σαν να απαντάνε το ένα στο άλλο. Επίσης, κάνουν επιτέλους διαφορά τα drums του Jared Champion, ενός από τους καλύτερους drummer που έχω δει live, ο οποίος δείχνει τις δυναμικές που μπορεί να προσδώσει και πως τα κρουστά που κάνουν την διαφορά, βοηθούν κι ένα δίσκο να κάνει τη διαφορά.
Ο δίσκος τελειώνει με 2 μπαλάντες και ένα πολύ δυνατό και χορευτικό κομμάτι να μεσολαβεί μεταξύ αυτών. Ανάμεσα στο “What I’m Becoming” και το “Tokyo Smoke”, διακρίνω μια μάχη μεταξύ του νηφάλιου Matt και του «ανεπιθύμητου φίλου», ναρκομανή κι οξύθυμου Matt. Στο μεν πρώτο κομμάτι, ξεχωρίζουν τα πλήκτρα κι η ατμοσφαιρικότητα που προσφέρουν στην αφήγηση των μελαγχολικών κι απολογητικών στίχων του τραγουδιού, ενώ στο δε δεύτερο, κιθάρες και μπάσο ξεσηκώνουν κι ειδικά στο outro, που προσεγγίζει κι ένα πιο progressive ύφος και παραπέμπει σε κάτι πιο ποιητικό.
Το κύκνειο άσμα του album, αλλά και της συναισθηματικής κατάστασης του Matt Shultz είναι το “Goodbye”, ένα τραγούδι εμπνευσμένο από τον John Lennon και γραμμένο για την σύντροφο του. Μάλιστα, το ηχογράφησε ξαπλωμένος στο πάτωμα του studio κι αφού τελείωσε, ακύρωσε τις επόμενες δύο εβδομάδες δουλειάς για τον δίσκο. Είναι ένα λιτό και συναισθηματικά φορτισμένο κομμάτι, που δεν μπορεί να σου κάνει αίσθηση αν το αντιμετωπίσεις κυνικά κι επαγγελματικά, αλλά όλων η καρδούλα έχει ραγίσει και θα ραγίσει με ένα αντίο που πρέπει να πεις ή να ακούσεις.
Έτσι, λοιπόν, τελειώνει ένας δίσκος που τα αδέρφια Shultz είχαν διάσταση απόψεων σε πολλά κομμάτια, γεγονός που φάνηκε αρκετά, αφού σε ό,τι ήταν πολύ ωραίο μουσικά δεν υπήρχαν εξίσου δυναμικά και παθιασμένα φωνητικά. Οι τριβές, όμως, που υπήρξαν μεταξύ των μελών της μπάντας τους βοήθησαν να έρθουν πιο κοντά και προβλέπω ότι αυτή η νέα κατάσταση θα συμβάλλει σε πολύ καλύτερα και πιο γεμάτα ενέργεια live και σε μια επόμενη δισκογραφική δουλειά, που θα αφήσει καλύτερες εντυπώσεις και θα τους οδηγήσει στο ζενίθ. Μέχρι τότε, μπορούμε να ακούμε κάποια κομμάτια από το δίσκο και να χορεύουμε με το έτερον μας ήμισυ ή να ακούμε κάποια άλλα κομμάτια και να βυθιζόμαστε στις σκέψεις μας και τον προβληματισμό μας αν η αγάπη μπορεί να νικήσει τα πάντα…!