Η συναυλία των Boy Harsher ήταν από εκείνες τις χιλιοταλαιπωρημένες, που είχαν την ατυχία να ανακοινωθούν για πρώτη φορά πριν το ξέσπασμα της πανδημίας και στη συνέχεια να αναβληθούν για δύο τρεις φορές, κάνοντας μας να χάνουμε την συναυλιακή μας ψυχραιμία. Η ανυπομονησία του ελληνικού κοινού λοιπόν, είχε ως αποτέλεσμα το διπλό sold out με την προσθήκη μίας ακόμη ημέρας στην Αθήνα, αυτή τη φορά στο Temple.
Ανταπόκριση: Λευκοθέα Μακρή / Φωτογραφίες: Ιωάννα Κίτρου
Βράδυ Δευτέρας, με μαγιάτικη πανσέληνο αποτελεί το ιδανικό σκηνικό για την πρώτη εμφάνιση του coldwave/electronic ντουέτου των Jay Matthews και Augustus Muller, έπειτα από 4 χρόνια περίπου στην χώρα μας. Έχοντας προηγηθεί το live στην Θεσσαλονίκη, περιμέναμε πώς και πώς και μεις με τη σειρά μας να ζήσουμε μοναδικές σκοτεινές χορευτικές στιγμές. Και αυτό ακριβώς έγινε. Ο κόσμος είχε ήδη μαζευτεί και γεμίσει τον χώρο του Temple, όταν το ρολόι έδειξε δέκα και κάτι, και στη σκηνή σιγά σιγά ετοιμαζόταν να ανέβει το opening act της ευρωπαϊκής περιοδείας των Boy Harsher.
Οι Hide, ένα industrial duo από το Σικάγο ξεκινάει το σετ του δημιουργώντας μια αναπάντεχη τροπή σε αυτό που περίμενα πως θα δω, καθώς ομολογουμένως δεν γνώριζα ιδιαίτερα περί τίνος πρόκειται. Με ένα παρανοϊκό και υστερικό γέλιο η Heather Gabel παίρνει θέση στο κέντρο της σκηνής και ο Seth Sher βρίσκεται δίπλα έτοιμος να χτίσει ένα άκρως δυνατό και ταυτόχρονα στοιχειωτικό industrial δυστοπικό σκηνικό. Για περίπου 40 λεπτά η Heather έβγαζε τα εσώψυχά της παίζοντας με ένα ιδιαίτερα καθηλωτικό τρόπο με τα φώτα και την κινησιολογία της, το μόνο δηλαδή που θα μπορούσα να πω πως είχε ένα ενδιαφέρον για μένα. Ακραίο set για τα δικά μου γούστα, που στιγμές με έκανε να νιώθω άβολα (ίσως να είναι και αυτό μια πρόθεσή τους) και να περιμένω πότε θα έρθει η ώρα που θα τελειώσουν. Σίγουρα πάντως έκαναν connection με κόσμο που φαίνεται πως το «ζούσε» και περνούσε καλά.
Μετά την εμφάνιση των Hide, και ενώ αλλάζει ο εξοπλισμός για να πάρει τη θέση του αυτός των Boy Harsher, το κοινό άρχισε να μαζεύεται όλο και πιο κοντά στην σκηνή για να απολαύσει από όσο πιο κοντά μπορούσε (που δεν πήγαινε άλλο, αλήθεια) το αγαπημένο του ντουέτο. Τηρώντας το ωράριο, τα φώτα παίρνουν ένα κόκκινο φως, ο Augustus παίρνει θέση στην κονσόλα, αρχίζει η ατμοσφαιρική μουσική τους να ηχεί δυνατά και λίγο μετά εμφανίζεται η Jay έτοιμη να μας μαγνητίσει με την ερωτεύσιμη φωνή της. ”When you come, will you call my name?”, ακούγονται οι πρώτοι στίχοι του ”Give me a reason”, από το τελευταίο album τους The Runner (Original Soundtrack) και δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για να καταλάβουμε πως θα εξελιχθεί η βραδιά.
Η παρουσία της Jay ήταν άκρως αισθαντική και επικοινωνιακή με το κοινό κατά μήκος όλης της σκηνής αλλά και του εξώστη, παίζοντας κάποιες φορές με το Bluelight φωτάκι της. Αισθανόταν κάθε νότα και στίχο που ερμήνευε, μεταφέροντας μας την απαραίτητη ενέργεια που χρειαζόμασταν για να «vibeάρουμε» όλοι μαζί κάτω από τα κόκκινα, μπλε και πράσινα φώτα που γέμιζαν το Temple. Την ίδια στιγμή ο Augustus με μία «καθωσπρέπει» παρουσία, με πουκάμισο με κλειστά κουμπιά ως το λαιμό και σενιαρισμένη χωρίστρα, νιώθει στο μέγιστο τα beats που μας χαρίζει, δημιουργώντας μια σοβαρά εθιστική και οξύμωρη αντίθεση με τον βρώμικο και clubάτο ήχο τους.
Το setlist δεν μας άφησε παραπονεμένους σε μεγάλο βαθμό, καθώς περιλάμβανε αγαπημένα κομμάτια από όλη την δισκογραφία τους. ”Fate”, ”LA”, ”Come Closer” από το Careful (2019), αλλά και το αγαπημένο μου και σίγουρα highlight της βραδιάς ”Tears” με το οποίο τα έσπασαν! Κάπου στη μέση μας επιφύλαξαν μια dark wave/pop εκδοχή του ”Wicked Game” του Chris Isaak, ενώ απολαύσαμε και τρελαμένα κομμάτια όπως το ”Modulations”, αλλά και πιο slow synth pop αμαρτίες όπως το ”Morhine”. Ο χορός ασταμάτητος καθόλη την διάρκεια, όπως και τα επιφωνήματα σε κάθε έναρξη τραγουδιού. Φεύγουν για 3 λεπτά για να επιστρέψουν μέσα σε σφυρίγματα και χειροκροτήματα για το encore, με τελευταίο κομμάτι το αδιαμφισβήτητα αγαπημένο κομμάτι πολλών, το ”Pain”. ”Pain breaks the rhythm” και η έκσταση φτάνει στο κόκκινο.
Αν θέλαμε να αναφέρουμε κάποια μείον, θα ήταν το γεγονός αρχικά ότι η διάρκεια του σετ ήταν μόλις μία ώρα και κάτι, αφήνοντας μας λίγο αχόρταγους. Επίσης, αν με ρωτάτε ένα ”Machina electrónica
Artificial sensación frío” το ήθελα πολύ να το ακούσω, αλλά χαλάλι. Τέλος, περισσότερος χώρος ήταν απαραίτητος για ένα τέτοιου είδους χορευτικού live, με το Temple να μην αποτελεί το κατάλληλο συναυλιακό venue. Δυστυχώς, αποδείχθηκε πως τα δύο sets στην χώρα μας θα ήταν και τα τελευταία τελικά, διότι ανακοίνωσαν πως λόγω θεμάτων υγείας του οικογενειακού περιβάλλοντος της Jay διακόπτουν το υπόλοιπο των συναυλιών.
Σαν ένα όνειρο φάνηκε η συναυλία της Δευτέρας, ένα σύντομο και κολασμένο χορευτικό break από την καθημερινότητα. We love pain and we love Boy Harsher.