Μια από τις μεγαλύτερες rock μπάντες των 80’s, oι Bon Jovi επιστρέφουν με ένα ακόμα νέο album, το 15ο στην καριέρα τους, συνεχίζοντας τη συνεπή παρουσία τους στη δισκογραφία. Ένα album που βγαίνει εν μέσω κοινωνικών αναταράξεων στις Η.Π.Α., κάτι που δεν αφήνει ασυγκίνητο τον Jon Bon Jovi, ο οποίος στιχουργικά αγγίζει φλέγοντα θέματα, κοινωνικά και πολιτικά, που ταλανίζουν κυρίως την Αμερική. Προβλήματα όπως ο συστημικός ρατσισμός, η φτώχεια και το αιώνιο ζήτημα των αμερικάνων βετεράνων πολέμου είναι κάποιες από τις θεματικές που εμπνέουν τον rockstar από το Νew Jersey.
Ηχητικά ο δίσκος έχει μια συγκεκριμένη ταυτότητα, η οποία φαίνεται πως έχει διαμορφωθεί από την συνεχή εξέλιξη του ήχου του group .Οι επιλογές τους στις παραγωγές ακολουθούν σχεδόν πάντοτε τις σύγχρονες επιταγές της μουσικής βιομηχανίας που αφορούν το rock. Σ’αυτόν τον δίσκο συναντάμε λοιπόν τον κλασικό ήχο του mainstream, που ακούμε σε δουλειές των Coldplay ή σε σύγχρονες των U2, για παράδειγμα. Αυτό, κακά τα ψέματα, αφήνει απογοητευμένους τους fans των Bon Jovi, όπως επίσης δεν κολακεύει και καθόλου το παίξιμο της μπάντας και συγκεκριμένα το τραγουδιστικό ύφος του Jon, ο οποίος κρατάει ακόμα τα «γρέζια» κι όλη αυτήν την, κατά κάποιο τρόπο, hard rock επιθετικότητα.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τις συνθέσεις, οι μουσικοί προτιμούν τους ασφαλείς τρόπους, με αλληλουχίες ακόρντων που σίγουρα έχουμε ξανακούσει και χωρίς πολλούς πειραματισμούς στις μελωδίες. Οι ενορχηστρώσεις παραμένουν ισορροπημένες, αλλά κι αυτές «πολυμασημένες» και προβλέψιμες, ενώ τα δύο κιθαριστικά solos του Phil X στο ‘Beautiful Drug’ και το ‘Story Of Love’ είναι τα μόνα σημεία, όπου διαφαίνεται κάποια παραπάνω τεχνική αρτιότητα και θυμίζουν κάτι από original Bon Jovi.
Το 2020 είναι ένας δίσκος που, κακά τα ψέματα, δεν έχει να σου προσφέρει και πολλά. Είναι ένα ευχάριστο μεν άκουσμα, αλλά δεν βοηθά ιδιαίτερα στο χτίσιμο του θρύλου που, φαντάζομαι, θέλουν να χτίσουν οι Bon Jovi. Είναι flat, σχεδόν αδιάφορος και σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί την ευρύτερη fanbase τους. Σίγουρα είναι εκτιμητέα η στιχουργική σ’ όλον τον δίσκο, αλλά είναι ίσως το μόνο πράγμα να θαυμάσεις σ’ αυτόν. Όσο τον ακούς, υπάρχει η αίσθηση ότι κάτι λείπει. Μια έκρηξη, λίγο νεύρο, αυτά που μάλλον προσέφερε ο Richie Sambora στη μπάντα. Εν κατακλείδι, προβλέπεται, το 2020 να ξεχαστεί γρήγορα, όσο προσεγμένη δουλειά κι αν είναι. Φαίνεται σαν μια καλλιτεχνική αποτύπωση της συνειδητοποίησης του Jon και κατ’ επέκταση της μπάντας, ότι τα χρόνια περνάνε. Ας είναι σύγχρονος ο ήχος, η διάθεση που μαρτυρούν οι συνθέσεις και τα παιξίματα είναι εκείνη ενός rock καλλιτέχνη που αποδέχεται το ανεπιστρεπτί πέρασμα της ακμής του.