Τρίτο album για την παρέα των πρώην Thin Lizzy, οι οποίοι αποφάσισαν, προς τιμήν τους, να αφήσουν πίσω το βαρύ τους όνομα, καθώς οι συγκρίσεις με την περίοδο που ήταν ζωντανός ο τεράστιος Phil Lynott θα ήταν αναπόφευκτες. Στο μουσικό κομμάτι, όμως, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αναπαράγουν τη μαγεία του παρελθόντος. Ο frontman, Ricky Warwick, κάνει ό,τι μπορεί για να ακουστεί σαν τον εκλιπόντα, ενώ ο Scott Gorham συνθέτει κάποιες όμορφες μελωδίες που φέρνουν ανά διαστήματα στο μυαλό τους Ιρλανδούς Θεούς.
Στην προσπάθειά τους, όμως, να εκσυγχρονίσουν τον ήχο τους, τον έχουν μπολιάσει με πολλά στοιχεία αμερικάνικου εμπορικού rock, πράγμα που κάνει την πλειονότητα του υλικού να ακούγεται αδύναμη και χωρίς ψυχή. Την αστοχία αυτή συνεπικουρεί και η εντελώς επίπεδη και “πλαστική” παραγωγή, η οποία αφαιρεί τη ζεστασιά από την εμπειρία της ακρόασης. Σε τραγούδια όπως τα “Letting go of me”, “Cold War Love” και “Thinking Αbout You Could Get Me Killed” νομίζεις ότι ακούς μια τυπική Αμερικάνικη κολεγιακή μπάντα.
Δε λείπουν, βέβαια, και τα σημεία που πραγματικά θα άξιζαν ν’ ανήκουν στη Thin Lizzy δισκογραφία. Είναι, όμως, λίγα και διασκορπισμένα στα σαράντα λεπτά του album. Το πρώτο video που κυκλοφόρησε, με τίτλο “Testify Or Say Goodbye”, είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Διαθέτει ένα πανέμορφο μελωδικό riff, αλλά και κολλητικό ρεφρέν. Αντίστοιχες όμορφες και νοσταλγικές στιγμές βρίσκουμε στα “When The Night Comes In” και “Dancing With The Wrong Girl”, τα οποία θα φέρουν χαμόγελο στα πρόσωπα των παλιών οπαδών.
Το Heavy Fire μπορεί να σας κρατήσει καλή παρέα για μια νύχτα με heavy boozing ή για μοναχική οδήγηση σε ανοιχτό δρόμο. Μετά από καμιά δεκαριά ακροάσεις, όμως, μάλλον θα καταλήξει να σκονίζεται στη δισκοθήκη σας.