Εάν υπάρχει κάτι για το οποίο θα έπρεπε όλοι οι όψιμοι εραστές αυτού του revival της ψυχεδέλειας και του θορύβου να ευχαριστούν τους Black Rebel Motorcycle Club, είναι ότι, αν και ξεπετάχτηκαν την ίδια περίοδο με μπάντες όπως οι Strokes, οι Yeah Yeah Yeahs και οι Franz Ferdinand, αυτοί ήταν οι μοναδικοί που κρατούσαν ψηλά την σημαία της mid tempo, σκοτεινής και ψυχεδελικής σύνθεσης. Την ίδια στιγμή, η αγάπη τους για τις κλασικές ροκ φόρμες, το punk, το garage αλλά και την ευρωπαϊκή noise σκηνή (βασικά τους ανυπέρβλητους Jesus and Mary Chain) τους έδινε μία σκοτεινή γοητεία που κανένα από τα προαναφερθέντα γκρουπ δεν διέθετε. Η πάροδος των χρόνων από το τιμημένο ντεμπούτο τους το 2001 τους έδωσε και κάτι ακόμα, άξιο ζήλειας και σεβασμού: διάρκεια. Μία διάρκεια και μία συνέπεια που τους έφερε χωρίς ποτέ να έχουν κάνει το πολύ μεγάλο μπαμ να βρίσκονται πλέον στην έβδομη full length κυκλοφορία τους.
Το “Specter At The Feast” έρχεται σε μία περίοδο πένθους για την μπάντα ύστερα από τον θάνατο του Michael Been, βασικού ηχολήπτη, μηχανικού ήχου της μπάντας και πατέρα του Robert Levon Been, μπασίστα και κυρίως τραγουδιστή των BRMC. Ηχογραφήθηκε σε πέντε (!) διαφορετικά στούντιο στο Λος Άντζελες, ανάμεσα στα οποία και το περίφημο Rancho De La Luna, ενώ την παραγωγή και την μίξη έχουν αναλάβει καμία πέντε – έξι νοματαίοι, από τους οποίους ξεχωρίζει το όνομα του ογκόλιθου Chris Goss, ο οποίος συμμετέχει και στο εναρκτήριο “Fire Walker”. Το artwork του δίσκου είναι εξαιρετικό: πανέμορφο booklet με όμορφα σκίτσα των μελών της μπάντας και τους στίχους δοσμένους σε chapters σαν να ήταν πεζογραφία κι όχι ποίηση. Παρεμπιπτόντως, οι στίχοι ήταν πάντα από τα πολύ δυνατά κομμάτια των BRMC και αυτό ισχύει και στο παρόν άλμπουμ.
Μπαίνοντας στο ψητό τώρα, το νωχελικό “Fire Walker”, μία από τις πολύ καλές στιγμές του δίσκου με τα καλοδουλεμένα φωνητικά, το μπάσο του Been και τον στιβαρό βηματισμό της παρεξηγημένης ντράμερ Leah Shapiro, ανοίγει ιδανικά το άλμπουμ, ακολουθούμενο από την ξεσηκωτική διασκευή του “Let The Day Begin”, φόρος τιμής στον εκλιπόντα Michael Been και την μπάντα του (The Call). Στη συνέχεια, οι τόνοι ξαναπέφτουν με το μελωδικό “Returning” και το γλυκόπικρο “Lullaby” και κάπου εκεί έρχεται μία τριπλέτα δυνατών και γρήγορων συνθέσεων (“Hate The Taste”, “Rival”, “Teenage Disease”) , οι οποίες, δυστυχώς, περισσότερο θυμίζουν BRMC παρά είναι BRMC. Κι αυτό λόγω των προβλέψιμων φωνητικών και riff από τους Been και Hayes και παρόλο το σφιχτοδεμένο και γεμάτο αυτοπεποίθηση drumming της Shapiro. Το “Some Kind Of Ghost”, μια ατμοσφαιρική γκοσπελοειδής μπαλάντα και το αιθέριο αλλά άχρωμο “Sometimes The Light” ξαναρίχνουν απότομα την ρυθμική δυναμική, με συνέπεια η μπάντα να κινδυνεύει να χάσει τον ακροατή. Όσοι πιστοί αντέξουν βέβαια, θα ανταμειφθούν από τα “Funny Games” και “Sell It”, και τα δύο βαριές κι ασήκωτες-mid tempo-ψυχεδελικές βόμβες (ιδιαίτερα το “Sell It” είναι σίγουρα το καλύτερο κομμάτι του “Specter At The Feast”), σε μία κατεύθυνση που δείχνει να είναι η πλέον λειτουργική για τους BRMC. Το κλείσιμο του δίσκου με την πανέμορφη μπαλάντα “Lose Yourself” έρχεται να αποδείξει ότι αν η μπάντα έκανε κάτι πολύ λάθος σε αυτόν τον δίσκο αυτό ήταν μάλλον το track listing! Με μία άλλη σειρά ο δίσκος σαφώς θα ακουγόταν περισσότερο συμπαγής κι ελκυστικός.
Εν κατακλείδι, το “Specter At The Feast” είναι άλλο ένα κλασικό BRMC άλμπουμ: υπό την έννοια ότι με έναν περίεργο τρόπο όλα τα άλμπουμ τους είναι δίκαια κι άδικα απέναντι στον ακροατή τους. Δίκαια, γιατί ποτέ δεν ευαγγελίστηκαν κάποια μουσική υπέρβαση ή πρωτοπορία (ούτε καν στιλιστική!) κι άδικα, γιατί στον πυρήνα τους είναι όλα άνισα. Περιέχουν πάντα κάποια εξαιρετικά τραγούδια που τους εξασφαλίζουν και την μερίδα τους στην πίτα του airplay και του barplay, αλλά και κάποια τα οποία είναι παντελώς αδιάφορα. Είναι, όμως, από αυτές τις πολύ τίμιες μπάντες που δεν έχουν βγάλει ποτέ κάποιο άλμπουμ – ορόσημο, ούτε όμως και κάποιο άλμπουμ – μαύρη (ή μάλλον για αυτούς άσπρη) κηλίδα στο ρεπερτόριο τους. Αυτό, από την άλλη, φαίνεται να οριοθετεί και την όποια δυνατότητα έκπληξης ίσως διαθέτει η μπάντα. Ίσως να είναι καιρός στο επόμενο άλμπουμ τους να ανακατέψουν επιτέλους για τα καλά την τράπουλα.
[stextbox id=”black”]
Συνοψίζοντας…!
The Good: Κλασικό BRMC άλμπουμ – ατμόσφαιρα, πλήθος καλοδουλεμένων αναφορών με άξονα το ροκ και την ψυχεδέλεια, θα ικανοποιήσει όσους παρακολουθούν την μπάντα όλα αυτά τα χρόνια
The Bad: Κλασικό BRMC άλμπουμ – άνισο, χωρίς κάποιο ουσιαστικό νεωτερισμό, δεν θα κερδίσει καινούργιους ακροατές για την μπάντα
Βαθμολογία: 3,5 / 5
[/stextbox]