Με αφορμή την επίσκεψη των Birthday Kicks στην Αθήνα για δύο εμφανίσεις μέσα στον Απρίλιο, ο Γιώργος Χούλλης μίλησε με τον κιθαρίστα του σχήματος Ανδρέα. Το νέο τους album, Black Echo Trap”, η Ελληνική σκηνή, αλλά και τα μελλοντικά τους σχέδια ήταν μόνο μερικά από τα θέματα που έπεσαν στο τραπέζι.
Καλησπέρα Ανδρέα. Ας ξεκινήσουμε με την κλισέ αλλά απαραίτητη ερώτηση μιας και είσαστε σχετικά καινούρια μπάντα. Πότε ξεκίνησαν οι Birthday Kicks;
Καλησπέρα Γιώργο κι ευχαριστούμε για τη φιλοξενία στο Rockin’Athens. Ουσιαστικά είμαστε μπάντα από τον Μάρτιο του 2013, τη στιγμή που οριστικοποιήθηκε η σύνθεσή μας με τον Jeroen στο μπάσο, τον Soco στα τύμπανα και εμένα στην κιθάρα. Με τον Jeroen παίζουμε από το 2010 και έχουμε δοκιμάσει να σχηματίσουμε μπάντα με αρκετούς φίλους στη θέση των τυμπάνων, αλλά δεν είχε κάτσει κάτι μέχρι τον ερχομό του Soco.
Το “Black Echo Trap” είναι η δεύτερη δουλειά σας (πρώτη full length). Πόσο “ψημένη” (απο άποψη εμπειρίας) πιστεύεις οτι ήταν η μπάντα σε σχέση με την πρώτη;
Αν και κυκλοφορήσαμε τα δυο δισκάκια μας με διαφορά 17 μηνών, τα ηχογραφήσαμε μέσα σε περίπου 7 μήνες. Το “Gotta Believe” που ηχογραφήσαμε τον Ιούνιο του 2014 και το κυκλοφορήσαμε σε 7ιντσο βινύλιο τον Οκτώβριο του 2014, ήταν κάπως σαν μια δοκιμαστική ηχογράφηση προκειμένου να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε ως μπάντα στο στούντιο. Δηλαδή, πριν μπούμε για πρώτη φορά στο στούντιο είχαμε κρατήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Από το να το κυκλοφορήσουμε αν μας ικανοποιήσει το αποτέλεσμα μέχρι να το κρατήσουμε μόνο για εμάς. Τελικά μας ικανοποίησε, το κυκλοφορήσαμε και βάλαμε αμέσως εμπρός την επόμενη ηχογράφηση. Για το “Black Echo Trap” μπήκαμε να γράψουμε το Φεβρουάριο του 2015 στη Θεσσαλονίκη, στο Red House με το Μάνο από τους Craang. Ηχογραφήσαμε ολόκληρο το δίσκο μέσα σε 20 ώρες. Σπάνια κάναμε περισσότερα από τρία takes για κάθε κομμάτι και νομίζω αυτό το δέσιμο της μπάντας φαίνεται και στο δίσκο. Οπότε, πιστεύω ότι βοήθησε η πρώτη ηχογράφηση του “Gotta Believe” για να φτάσουμε πιο κοντά σε αυτό που θέλαμε στο “Black Echo Trap”. Μάλλον, για να μην σπαταλήσουμε χρόνο σε αυτά που δεν θέλαμε για το δίσκο.
Αυτό που ξεχώρισα στον δίσκο είναι το φανταστικό artwork. Ηταν κάτι που είχατε εξ αρχής στο μυαλό σας η εμπιστευτήκατε το concept στον δημιουργό;
Είχαμε από την αρχή στο μυαλό μας τη δομή, δηλαδή το ότι θέλαμε να έχει μια τέτοια ατμόσφαιρα και ότι το insert θα έπρεπε να έχει ένα ξεχωριστό εικαστικό για κάθε τραγούδι. Δηλαδή, το insert το φανταζόμασταν από την αρχή, πριν ξεκινήσουμε να συνεργαζόμαστε με τον Πέτρο Βούλγαρη. Τη δουλειά του Πέτρου την ξέραμε αλλά δεν ξέραμε καθόλου ποιο θα είναι το περιεχόμενο του artwork. Εκεί ο Πέτρος λειτούργησε τελείως ελεύθερος. Δεν του δώσαμε καν τον τίτλο του album για να μην τον περιορίσουμε θεματικά. Το “black echo trap” δηλαδή, που είναι φράση από το τραγούδι μας “Black Echo”, το είδαμε σαν τίτλο για πρώτη φορά όταν ο Πέτρος μας έστειλε τα τρία εναλλακτικά εξώφυλλα του δίσκου για να διαλέξουμε και να δώσουμε κατευθύνσεις. Δεν το είχαμε συζητήσει μέχρι τότε. Όταν τον ρώτησα γιατί διάλεξε αυτό τον τίτλο, μου είπε ότι ακούγοντας το δίσκο του έδωσε την εντύπωση μιας σπειροειδούς παγίδας που σε επαναφέρει ξανά και ξανά στο πρώτο κομμάτι. Γι’ αυτό έδωσε στο εξώφυλλο αυτό το κυκλικό θέμα που παραπέμπει στις σπείρες. Οπότε, ναι, το concept το εμπιστευτήκαμε στον Πέτρο και χαιρόμαστε πολύ γι’ αυτή μας την απόφαση. Έτσι είχαμε λειτουργήσει και στο “Gotta Believe” που επίσης είχε γίνει εξαιρετική δουλειά. Σκεφτήκαμε ότι θέλουμε ένα κόμικ, απευθυνθήκαμε στον κατάλληλο άνθρωπο, του δώσαμε χώρο να εκφραστεί ελεύθερα και το αποτέλεσμα μας δικαίωσε. Γενικά όμως πιστεύουμε ότι έτσι λειτουργεί πάνω κάτω η παραγωγή στη φάση του diy. Δεν μπορείς να λες στον άλλον “κάνε αυτό, κάνε εκείνο”, δεν λειτουργεί η δημιουργικότητα σαν διαφημιστική επιχείρηση με αναθέσεις όταν απευθύνεσαι σε ίσους.
Στην πρώτη σας κυκλοφορία είχατε μια ζόρικη διασκευή στο “Personal Jesus” των Depeche Mode. Πώς προέκυψε αυτή;
Κάπου στο 2011 είχα φάει ένα τρελό κόλλημα με το κομμάτι “Sideways in Reverse” των Mark Lanegan Band. Με τρέλαινε, κι ακόμα με τρελαίνει, ο τρόπος που μπαίνει το κομμάτι και χτίζεται σιγά σιγά. Πρώτα με αυτό το απλό riff στην κιθάρα, μετά με τα σκασίματα στα τύμπανα και τέλος με το μπάσο που δένει όλο το πράγμα και απογειώνει την groov-α του κομματιού. Κάθε φορά που έπιανα την κιθάρα μου εκείνο τον καιρό έπαιζα αυτό το riff ακούγοντας από μέσα μου τα υπόλοιπα όργανα να μπαίνουν ένα-ένα. Εκείνο τον καιρό κάποια στιγμή, τυχαία, ξανακούω κάπου τη διασκευή του Johnny Cash στο “Personal Jesus” των Depeche Mode. Έγινε κάτι μέσα στο μυαλό μου και σκέφτηκα ότι αυτά τα δυο κομμάτια θα μπορούσαν να γίνουν ένα.
Ας μιλήσουμε και για τις τρεις διασκευές που υπάρχουν στο “Black Echo Trap”. Πως προέκυψαν και τι σημαίνουν τα συγκεκριμένα τραγούδια για εσάς;
Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο πίσω από την επιλογή ενός κομματιού, εκτός από το ίδιο το κομμάτι που για κάποιο λόγο δε λέει να ξεκολλήσει από το μυαλό σου. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι το “Hole” των Jesus and Mary Chain το έπαιζα στην κιθάρα μου και κάποια στιγμή αρχίσαμε να το τζαμάρουμε με τον Jeroen και μας άρεσε τόσο που το κρατήσαμε. Στο “Ι just wanna make love to you” του Willie Dixon, πρώτα είχαμε συνθέσει μια μουσική που μας άρεσε κι επειδή δεν μας καθόταν στίχος επάνω της αρχίσαμε να πειραματιζόμαστε με στιχάκια που ήδη ξέραμε από άλλα κομμάτια για να δούμε πώς θα μπορούσε να πάει η φωνή. Όταν ταίριαξε η μουσική με τους στίχους του κομματιού τελείωσε, το κρατήσαμε έτσι. Το “Dishwasher Blues” των Pink Fits είναι ένας garage δυναμίτης που το ριφ του αν παιχτεί λίγο πιο αργά και λίγο πιο διαφορετικά παραπέμπει σε Black Sabbath μελωδίες. Ε, δε θέλαμε και πολύ…
Τωρα πάμε στις δικές σας συνθέσεις. Ποιά τα θέματα των στίχων σας;
Στίχους για τα κομμάτια γράφουμε τόσο ο Jeroen όσο κι εγώ και στα περισσότερα κομμάτια γράφουμε μαζί. Παλιότερα είχαμε οι δυο μας ένα concept και γράφαμε γύρω από αυτό. Θέλαμε να μιλάμε μέσα από τα τραγούδια στους γιούς μας. Δυο έχει ο Jeroen και δυο έχω εγώ. Δηλαδή, να τους λέμε πράγματα που είναι αληθινά και έχουν να κάνουν με το να μην είναι κανείς μαλάκας ή κορόιδο, παλιοτόμαρο που κοιτάει μόνο την πάρτη του ή ακόμα να τους εξηγούμε τις επιλογές που έχουμε κάνει τώρα και που μπορεί να επηρεάσουν το μέλλον τους. Πολλά κομμάτια βγήκαν από αυτό το concept όπως το “Johnny Watcher”, το “Outlaw” και το “Run Right Now”. Άλλα κομμάτια, όπως το “Untold” και το “Black Echo” καταπιάνονται με πιο εσωτερικά θέματα, πιο φιλοσοφημένα ας πούμε. Το “Untold” μιλάει για το ότι ο καθένας μας είναι μια ιστορία που δεν έχει τέλος και ότι το τέλος το γράφουμε μόνοι μας. Το “Black Echo” από την άλλη μιλάει για κάποιες εμπειρίες στη ζωή που μπορεί να είναι μοναδικές και που σου αλλάζουν τη ζωή μια για πάντα επαναφέροντάς σε συνεχώς στο ίδιο σημείο. Σημείο εκκίνησης για ένα στίχο μπορεί να είναι οτιδήποτε. Μια συζήτηση, μια φράση σε ένα βιβλίο ή μια σκέψη. Μετά τα πράγματα παίρνουν από μόνα τους το δρόμο τους.
Η σύνθεση των κομματιών ήταν καθαρά δική σου υπόθεση η συμβάλανε και τα υπόλοιπα μέλη;
Κάποιος φέρνει μια ιδέα ή δημιουργεί μια αφορμή και οι υπόλοιποι τη συνδιαμορφώνουμε. Άλλοτε είναι πιο πλήρης άλλοτε είναι απλώς μια φράση ή μια μελωδία. Όλοι μαζί κάνουμε αυτή την ιδέα κομμάτι, σιγά σιγά.
Μουσικά θα δεχόσουν την ταμπέλα του Stoner; Ρωτάω γιατί δέν απέχετε και πολύ απ’αυτό ηχητικά.
Δεν έχω πρόβλημα με τις ταμπέλες. Ναι, είναι αλήθεια ότι κάποια κομμάτια μας περιγράφονται από την ταμπέλα του stoner. Από την άλλη όμως κάποια άλλα δεν έχουν καμία σχέση με αυτό. Δεν πιστεύω ότι παίζουμε καθαρά κάποιο συγκεκριμένο είδος. Αν θα έπρεπε να δώσω μόνο ένα χαρακτηρισμό στο μουσικό μας στυλ θα έλεγα rock’n’roll. Και μάλιστα, αρκετά βαρύ.
Γενικότερα ποιές είναι οι επιρροές και τ’ακούσματα που διαμόρφωσαν τον ήχο σας;
Τα πάντα. Το punk, το garage, το rock, το blues, η ψυχεδέλεια, το alternative, το heavy, το post, ακόμα και η pop. Και πάλι, δεν είναι τόσο τα είδη όσο ο τρόπος που κάποιες μπάντες έχουν παίξει μουσική. Πχ οι Stooges, οι MC5, οι Velvet Underground, o Neil Young, οι Nirvana, οι Jesus and Mary Chain, οι Black Sabbath, οι Motorhead, οι Ramones και οι Dead Moon. Και χιλιάδες άλλες μπάντες.
Πως βλέπεις την Ελληνική σκηνή σήμερα και ποιές μπάντες ξεχωρίζεις;
Κάτι γίνεται καλά στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολύ ωραίες παραγωγές, πολύ ωραία τραγούδια, ωραία live από πάρα πολλές ελληνικές μπάντες. Δεν θα μπορούσα να κάνω κατάλογο με μπάντες που ξεχωρίζω γιατί θα ήταν αρκετά μακρύς και καθόλου δίκαιος για όσες μπάντες δεν είναι μέσα ή που δεν έχει τύχει να ακούσω ακόμα. Ας πούμε ότι αυτό που ακούγεται τα τελευταία χρόνια και ξέρει ο περισσότερος κόσμος που ασχολείται με τον σκληρό ήχο είναι ψιλοδίκαιο, δηλαδή αφορά τις μπάντες που έχουν πει κάτι παραπάνω μέχρι στιγμής από όλους τους υπόλοιπους ή το έχουν πει με πιο πειστικό τρόπο.
Τωρα θα σε πάω μερικά χρόνια πίσω. Στο παρελθόν υπήρξες τραγουδιστής στους Φόβους Του Πρίγκηπα. Πόσο σε δασκάλεψε αυτη η εμπειρία για την μετέπειτα πορεία σου;
Η σύντομη πορεία των Φόβων Του Πρίγκηπα αποτέλεσε τη βάση για ό,τι κάνω τώρα και με καθοδηγεί σε σχέση με τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα. Πάρα πολλές ώρες στούντιο για την κυκλοφορία 4 δίσκων, σε συνεργασία με απίστευτους ανθρώπους της σκηνής, και περισσότερες από εβδομήντα συναυλίες σε ηλικία 20-26 ετών, το λες και καλό σχολείο.
Η βάση σας είναι στη Λάρισα. Ποιά είναι κατά τη γνώμη σου τα θετικά και τα αρνητικά σε σχέση με την Αθήνα ή και τη Θεσσαλονίκη;
Για Θεσσαλονίκη δεν ξέρω γιατί δεν έχω ζήσει. Στην Αθήνα έχω ζήσει οκτώ χρόνια και μπορώ να συγκρίνω. Σε μια πόλη σαν τη Λάρισα είναι πιο εύκολο να βρεθείς με τη μπάντα σου, να κάνεις πρόβες και να αρχίσεις σιγά σιγά να δοκιμάζεις τη μπάντα σου live. Επίσης, η Λάρισα βρίσκεται γεωγραφικά σχεδόν στο κέντρο του άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη οπότε είναι σχετικά εύκολη η πρόσβαση και στις δυο πόλεις, αλλά και σε πολλές άλλες μικρότερες πόλεις γύρω γύρω, άρα οι ευκαιρίες για live είναι πολλές. Δεν έχουμε κανένα παράπονο από τη Λάρισα. Ίσα ίσα, είναι ένας από τους παράγοντες που βοηθούν τη μπάντα.
Πρόσφατα εκεί παρουσιάσατε live τον δίσκο σας. Ποιο΄ήταν το γενικότερο feedback απο εκείνη την εμφάνιση;
Αισθανόμαστε πάνω από όλα πολύ τυχεροί που μια μπάντα σαν τους The Screaming Fly, μας αγκάλιασε, γούσταρε τον ήχο μας και ήρθε μέχρι τη Λάρισα για να κάνουμε μαζί το πάρτι της κυκλοφορίας μας. Επίσης, η ομάδα Heavy Lifting CLV με τον βαρύ της ήχο που τον τελευταίο καιρό ταράζει την πόλη καθώς και το Snuff Tobacco Store, το φοβερό και τρομερό καπνοπωλείο της πόλης που έχει καταφέρει να γίνει μέσα σε 3 χρόνια σημείο αναφοράς της ελληνικής σκηνής, ήταν εκεί. Η στήριξη του Stage Club που αποτελεί το λόγο ύπαρξης πολλών μπαντών στη Λάρισα αλλά και τον χώρο όπου η τοπική σκηνή ζυμώνεται, μας έκανε να αισθανθούμε σαν το σπίτι μας. Τέλος, οι φίλοι μας που μας ακολουθούν τα τελευταία τρία χρόνια αλλά και οι καινούριοι φίλοι που μας ανακάλυψαν με τον καινούριο μας δίσκο, έβαλαν την τελευταία πινελιά. Ήταν ένα εκρηκτικό βράδυ. Καταλήξαμε να παίζουμε όλοι μαζί επάνω στη σκηνή, δυο κιθαρίστες, δυο ντράμερς, δυο μπασίστες, το “Revolution” των Spacemen 3 και πέσαμε για ύπνο τα ξημερώματα. Δείγμα του ότι δεν θέλαμε να τελειώσει αυτό το βράδυ με τίποτα.
Τι ακολουθεί για τη συνέχεια εκτός απο τις ήδη κανονισμένες συναυλίες;
Έχουμε ήδη έτοιμο ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της επόμενης κυκλοφορίας μας και σκοπεύουμε να το ηχογραφήσουμε πριν το καλοκαίρι. Κατά τ’ άλλα, πρόβες, καινούρια κομμάτια και όσα περισσότερα live μπορούμε να κάνουμε.
Οκ Ανδρέα ευχαριστώ για τη συνέντευξη. Τα λέμε στο επόμενο live σας;
Εμείς ευχαριστούμε. Σας περιμένουμε στο Dope Psych Fest την 1η Απριλίου στο Αn Club, που παίζουμε με τους Wedge, τους Sativa και τους 7-Odds και στο 5ο Music Highway Festival στις 16 Απριλίου στο Κύτταρο που παίζουμε με τους Thee Holy Starngers, τους Mr. Highway Band και τους Underdogs.