Ο VV επιστρέφει στην Ελλάδα για δύο μοναδικές συναυλίες σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και δύο από τα μέλη της ομάδας μας, η Ιωάννα Κατσού και η Ιωάννα Κίτρου, μιλούν για την αγάπη που τρέφουν για το πρόσωπό του, νοσταλγώντας την εφηβική ηλικία τους.
Ο Φινλανδός τραγουδιστής, συνθέτης και μουσικός VV (Ville Hermanni Valo) υπήρξε ο frontman και κύριος συνθέτης των HIM (His Infernal Majesty), μιας από τις πιο επιτυχημένες φινλανδικές μπάντες όλων των εποχών, και ιδιαίτερα αγαπητή στο ελληνικό κοινό. Ο ξεχωριστός τους ήχος, ο οποίος συνδύαζε μελωδικά και μελαγχολικά στοιχεία με πιο βαριές επιρροές, έδωσε ανεξίτηλα hits στο πέρασμα των χρόνων όπως τα “Join Me (In Death)”, “Poison Girl”, “Right Here In My Arms”, “The Funeral of Hearts” και “Wings of a Butterfly”. Το 2023 κυκλοφόρησε το πρώτο του προσωπικό άλμπουμ, με τίτλο “Neon Noir”, κάτω από το ψευδώνυμο VV, και έκτοτε περιοδεύει σε όλο τον κόσμο.
Ι. Κατσού: Θυμάσαι την πρώτη σου επαφή με τον VV; Ενδεχομένως τις εντυπώσεις και τα συναισθήματά σου;
Ι. Κίτρου: Σίγουρα η πρώτη μου επαφή με τους ΗΙΜ δεν συγχρονίζεται με τη σειρά κυκλοφορίας των albums και των singles τους. Πολύ πιθανό να είχε κυκλοφορήσει ήδη το “Love Metal” το 2003, και εγώ να είχα μόλις ανακαλύψει το “Razorblade Romance” από το λίγο πιο μακρινό 1999. Η γνώση μου γύρω από νέους καλλιτέχνες, μπάντες και κυκλοφορίες βασιζόταν αποκλειστικά στο ΜΤV, το οποίο μεσουρανούσε εκείνη την περίοδο, και το οποίο παρακολουθούσα μανιωδώς. Ήταν τότε, λοιπόν, που έπεσα πάνω στο clip του “Join me” και δεν θα το κρύψω, το crush ήταν ισχυρότατο. Δεν θα σταθώ στο μουσικό μέρος, καθώς το ίδιο το κομμάτι δεν σου αφήνει τα περιθώρια να σκεφτείς αν σου αρέσει ακούγοντάς το και δεύτερη φορά, είναι ξεκάθαρο hit. Όλη μου την προσοχή θα κερδίσει η πορσελάνινη μορφή του frontman, με τα πράσινα μάτια και με το μεταλλικό κόκκινο smokey eye που βάζει όλο του το sex appeal για να μη σε σοκάρει και τόσο το γεγονός ότι σε προτρέπει «να τον ακολουθήσεις και να πεθάνεις μαζί του». Χτύπημα καρδούλας και έρωτας με την πρώτη ματιά. Χωρίς YouΤube και Spotify να διευκολύνουν τις ζωές των fan girls, ξεκίνησα εντατική μελέτη πάνω στους HIM και στην μέχρι τότε δισκογραφία τους παρακολουθώντας παράλληλα και συνεντεύξεις τους. Σε μία από αυτές θυμάμαι χαρακτηριστικά τον Ville να φοράει ένα t-shirt με τον Iggy Pop, και να μιλά για την έμπνευση που αντλεί από τους Black Sabbath και για το πόσο θα ήθελε να διασκευάσει pop κλασικές μπαλάντες όπως το “Τake my breath away“. Για αρκετό καιρό ο Ville Valo υπήρξε για μένα το απόλυτο “villain look boy” με τη βαθιά αισθαντική φωνή που με συντρόφευσε σε ερωτικούς ενθουσιασμούς αλλά και σε απογοητεύσεις, το guilty pleasure που δύσκολα ομολογούσα σε παρέες με πιο hard rock ακούσματα. Ήταν και αυτός ο χαρακτηρισμός “Love Metal” ως νέο genre που έμπλεκε λίγο έως πολύ τα πράγματα.
Ι. Κίτρου: Μπορείς να απαριθμήσεις τις φορές που τον έχεις δει ζωντανά; Τι εικόνες σου έχουν μείνει;
Ι. Κατσού: Αλίμονο! Η πρώτη φορά που τον είδα ζωντανά (προφανώς με τους HIM, όπως αντιλαμβάνεσαι) ήταν στο Rockwave Festival το 2004 και θυμάμαι ακόμα όλο το line-up της ημέρας εκείνης. Έπαιξαν ακριβώς πριν τους Placebo. Fun fact πως λόγω του νεαρού της ηλικίας μου τότε, με είχε συνοδεύσει ο πατέρας μου μαζί με μια καλή φίλη μου -δεν έχω ιδέα πώς μας άντεξε, τον θυμάμαι χαρακτηριστικά όμως, να γελάει με τα ουρλιαχτά μας-.
Στη συνέχεια, τον είδα ακριβώς δέκα (10) ολόκληρα χρόνια μετά στο Stage Volume 1, επίσης, με τους HIM. Μάλιστα, φήμες έλεγαν πως βρίσκονταν στην τελευταία τους περιοδεία ως μπάντα -επίσημα, βέβαια, αυτό ήρθε τρία (3) χρόνια μετά- και μπορείς να φανταστείς πως με κατέκλυσε η νοσταλγία των χρόνων σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο κλείσιμο της αυλαίας του αγαπημένου μου συγκροτήματος.
Και τέλος, όπως γνωρίζεις, πέρυσι ταξίδεψα μόνη μου στο Μιλάνο για να τον δω ως VV, πλέον, με το καταστροφικά όμορφο “Neon Noir”. Ενδεχομένως να περιμένεις να ακούσεις πως βρισκόμουν στα κάγκελα, ακριβώς μπροστά από τη σκηνή, αλλά θα σε εκπλήξω! Πήρα το ποτό μου και στάθηκα αρκετά πιο πίσω, σε σημείο που να έχω, φυσικά, καθαρή εικόνα. Ήταν σαν να παρακολουθούσα από μακριά την εφηβική ηλικία μου, όλες εκείνες τις στιγμές που αυτός ο άνθρωπος αποτελούσε το safe house μου. “In joy and sorrow, my home is in your arms”, όπως μας έχει τραγουδήσει. Ο VV θα κάνει τα πάντα -για πάντα- λίγο πιο όμορφα στη ζωή μου.
Ι. Κατσού: Θα τολμήσω και θα ρωτήσω, ποιο τραγούδι του μπορείς να ξεχωρίσεις και για ποιο λόγο;
Ι. Κίτρου: Σε αντίστοιχες ερωτήσεις θα απαντούσα ότι δεν μπορώ να ξεχωρίσω ένα, ή εξαρτάται από τη διάθεση κτλ. Εδώ, όμως, υπάρχει ξεκάθαρα αγαπημένο τραγούδι, και μάλιστα πάρα πολύ αγαπημένο. Είναι το “Poison Girl”. Οφείλω να πω ότι δεν το είχα ξεχωρίσει εξαρχής ακούγοντας το “Razorblade Romance”, αλλά με «χτύπησε» εντελώς ξαφνικά πολύ αργότερα. Η μελωδία, το συναίσθημα που βγάζει, ο πόνος, ο χαρακτηριστικός λυγμός του, ο τρόπος που η φωνή του «σπάει» στο σημείο που λέει “While we grew apart like never before”, είναι πραγματικά τρομερό. Πάντα πίστευα ότι είναι ένα ερωτικό κομμάτι , δηλαδή ότι μιλάει για την αγάπη και για τις δυσκολίες της. Ωστόσο, ο ίδιος ο Ville έχει πει ότι το “Poison Girl” αναφέρεται στην απεγνωσμένη προσπάθεια κάποιου να λάβει συγχώρεση. Πλέον έχω τη δική μου προσωπική εκδοχή. Θεωρώ ότι περιγράφει μια σχέση εντός της οποίας η αγάπη μετατρέπεται σε μίσος κυρίως λόγω τοξικής συμπεριφοράς (poison). Πιθανότατα, η άποψή μου αυτή ενισχύεται από μια live εκτέλεση του κομματιού, όπου ο Ville φοράει ένα μαύρο blazer στο πίσω μέρος του οποίου υπάρχει γραμμένη η φράση “Your pretty face is going to hell”. Ανεξάρτητα, πάντως, του αν πρόκειται για ένα τραγούδι αγάπης ή μίσους, το “Poison Girl” πάντα με κάνει να νιώθω μια περίεργη θαλπωρή και νοσταλγία, και σίγουρα είναι από εκείνα που περιμένω να ακούσω στο επερχόμενο live στην Αθήνα. Αξίζει να αναφέρω ότι στην αμέσως προηγούμενη εμφάνιση του, το περασμένο καλοκαίρι στα πλαίσια του Rockwave Festival, ήταν μόλις το δεύτερο κομμάτι στη setlist, κάτι που ως συναυλιακός φωτογράφος εντάσσω στη λίστα με «όσα πράγματα δεν θέλω να μου συμβούν όταν βρίσκομαι στο photopit και παλεύω για τις πολυπόθητες λήψεις». Ελπίζω αυτή τη φορά να μην μας το πει με το καλησπέρα σας. Fingers crossed.
Ι. Κίτρου: Σειρά μου να σε «αναγκάσω» δημόσια να διαλέξεις ένα τραγούδι του VV από το σύνολο της καριέρας του.
Ι. Κατσού: Oh, gosh. Το καταλαβαίνεις πως ανά διαστήματα αλλάζει και για εμένα το ποιο είναι το αγαπημένο μου, έτσι; Θυμάμαι να έχω αφιερώσει το “Bury Me Deep Inside Your Heart” στην πρώτη παιδική μου αγάπη, όπως και το να ακούω στο repeat το “Beyond Redemption” σε μια πολύ δύσκολη περίοδο της εφηβικής ηλικίας μου. Με ένα στόμα, μια φωνή, θα σου απαντήσω πως τη δεδομένη στιγμή το αγαπημένο μου τραγούδι από VV είναι το “Right Here in My Arms”. Τραγουδάει για έναν βαθύ έρωτα που γνωρίζει πως όσο και να προσπαθεί εκείνη να ξεφύγει από αυτό που συμβαίνει μεταξύ τους -μιας και τη φοβίζει το πόσο χαρούμενη την κάνει- εκείνος ξέρει πως αυτή θα καταλήξει στην αγκαλιά του, πολύ ερωτευμένη. Δεν μπορεί να πάει πουθενά αλλού. Hopeless romantic, I know.
Ι. Κατσού: Υπάρχει κάποιος αγαπημένος σου καλλιτέχνης που έχεις φαντασιωθεί να κάνει συνεργασία με τον VV;
Ι. Κίτρου: Είναι δύσκολο να εξηγήσω πώς κάποιοι καλλιτέχνες μέσω της δουλειάς τους με κάνουν να νοσταλγώ μέρη τα οποία δεν έχω επισκεφτεί ποτέ, ή μου δημιουργούν flashbacks από καταστάσεις που δεν έχω ζήσει. Όλα αυτά τα συναισθήματα που μου προκαλούσε ο VV στις αρχές των 00ς, είτε μεμονωμένα ως περσόνα είτε ως frontman των HIM, ίσως με κάποιο λίγο διαφορετικό τρόπο ξεκίνησε να μου τα προκαλεί και η Lana Del Rey στις αρχές του 2012. Οπότε ναι, σίγουρα θα μπορούσα να τον φανταστώ σε μια συνεργασία με το απόλυτο “sad girl” της εποχής μας. Ίσως τους έχω παντρέψει μουσικά ήδη στο μυαλό μου, σε κάποιο ντουέτο-διασκευή για παράδειγμα ανάλογο του “Summer Wine”, το οποίο ήρθε να μας θυμίσει καλοκαιρινούς έρωτες παρέα με την Natalia Avelon το 2007, ενώ η Lana το κυκλοφόρησε επίσης ως cover το 2013, με την ίδια νοσταλγική 70ς αισθητική. Η περιέργεια του να διαπιστώσω αν και άλλοι άνθρωποι εκεί έξω έχουν σκεφτεί το ίδιο με μένα με οδήγησε στο να κάνω ένα μικρό διαδικτυακό search, και να ανακαλύψω ότι όντως υπάρχουν fan videos με ονόματα “Ville X Lana Summer Wine” και “Summer Wine Sadness”, το οποίο θεωρώ πραγματικά εκπληκτικό. Ελπίζω να είμαστε αρκετά τυχεροί ώστε να γίνουμε μάρτυρες μιας τέτοιας συνεργασίας, και κατ’ επέκταση μαγείας. Έχω οραματιστεί και συγκεκριμένο τραγούδι . Το “Mad World” των Tears For Fears, προσωπικά θα με ισοπέδωνε.
Ι. Κίτρου: Πώς σου φάνηκε ως solo project, πλέον;
Ι. Κατσού: Έχω αφιερώσει το “The Foreverlost”, μετράει ως απάντηση αυτό;
Έχει μείνει χαρακτηριστικά στο μυαλό μου ένας τίτλος από μια παλιά συνέντευξη του VV, που ξεκινούσε με τη φράση “HIM is dead”, όμως στην πορεία ήρθε το “Neon Noir” να τον διαψεύσει.
Το “Neon Noir” είναι ένας δίσκος που ηχογραφήθηκε από την αρχή μέχρι το τέλος από τον VV, και βρίσκεις τον ήχο της υπογραφής του σε κάθε βήμα του, στα δώδεκα (12) αυτά κομμάτια που τον απαρτίζουν.
Η νοσταλγία «χτυπάει την πόρτα» από το άκουσμα αυτού του διακριτικού, τραχύ ήχου στην κιθάρα, που έρχεται σε γλυκιά αντίθεση με το περάσμα της ακουστικής, από την τάξη με την οποία ο VV γράφει και συνεχίζει να δημιουργεί εικόνες που, μέσω αυτού του «ψυχαναγκασμού» μπορείς να επικεντρωθείς στο χαρακτηριστικό χρώμα της φωνής του, να παρατηρήσεις πόσο εύκολα μπορεί να φτάσει ψηλές και χαμηλές νότες, καθώς και από τη σκοτεινή και ρομαντική ατμόσφαιρα που δημιουργούν όλα τα παραπάνω μαζί.
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, ναι, μου λείπουν εκείνες οι μακρόσυρτες ανάσες του ανάμεσα σε κουπλέ και ρεφραίν, εκείνα τα απλά συνθετικά, αλλά catchy κιθαριστικά riffs, όμως εδώ μιλάμε για μια γέφυρα μεταξύ HIM era και μέλλοντος, όπως ο ίδιος είχε πει χαρακτηριστικά.
Είναι ένας ολοκληρωμένος και δουλεμένος με επιμέλεια δίσκος -να σημειώσω πως σε καθήκοντα mastering έχουμε τον Tim Palmer (Pearl Jam, Ozzy Osbourne)- που φλερτάρει έντονα τις heavy και καθαρές κιθάρες, τιμάει το mid tempo, έχει instrumental part, catchy ρεφραίν, καθώς και ένα υπέροχο fade out στο τελευταίο, αποχαιρετιστήριο κομμάτι του. Ακούγοντάς το “Neon Noir”, λοιπόν, εισέρχεσαι σε έναν κόσμο γεμάτο αναμνήσεις, η νοσταλγία θα σε κυριαρχήσει, θα παρατηρήσεις την έκταση που πήρε εκείνος ο κόσμος που θυμάσαι, μπορεί ακόμα και να φαντάζεσαι το μέλλον του, αλλά σίγουρα αποβιβάζεσαι με τόσο έντονα συναισθήματα, που χρειάζεσαι μερικά λεπτά στη συνέχεια ώστε να επεξεργαστείς αυτό που βίωσες.