Λένε ότι ο χρόνος κυλάει γρήγορα όταν περνάς καλά και όταν βγάζουν οι τεχνίτες του progressive, που ακούν στο όνομα, Between the Buried And Me το ένα αριστούργημα μετά το άλλο. Στο Automata I, είδαμε τον πρωταγωνιστή να ταξιδεύει σε διάφορες πραγματικότητες, που στην ουσία δεν ήταν τίποτα άλλο από τα όνειρα του, τα οποία προβάλλονταν από κάποιο σύστημα μετάδοσης με σκοπό να διασκεδάσουν το φιλοθεάμον κοινό. Σε αυτό το ταξίδι είδαμε τον πρωταγωνιστή να ψάχνει την οικογένεια που έχασε και να περνάει από διάφορες ψυχολογικές μεταπτώσεις. Το δεύτερο μέρος της δουλειάς των BTBAM (Automata II) έρχεται να ολοκληρώσει ακόμα και νοηματικά το πρώτο μέρος του album, καθώς ο πρωταγωνιστής βρίσκει το σπίτι που ονειρευόταν και την γαλήνη που έψαχνε, ακόμα και αν στην πραγματικότητα είναι ψέμα. (Μοιάζει λίγο με το concept του Νόλαν όπου ο Λεονάρντο επιστρέφει σπίτι, ενώ εμείς αναρωτιόμαστε αν είναι αλήθεια ή όχι.) Όπως και να ΄χει μας χαροποιεί ιδιαίτερα που για πρώτη φορά ίσως ο ήρωας στα concept των BTBAM την βγάζει καθαρή.
Όσον αφορά, το δεύτερο μέρος του δίσκου με τα μόλις τρία τραγούδια και τη μια εισαγωγή, νομίζω ότι ήταν ακόμα καλύτερο του πρώτου με πολλές εναλλαγές τόσο progressive που δε θα ήμασταν υπερβολικοί αν λέγαμε ότι στο “The Proverbial Below” θυμηθήκαμε τους καθηγητές του progressive, τους Dream Theater. Φυσικά, από το δεύτερο άλμπουμ δεν έλειπαν και οι πιο περίεργες στιγμές, βλέπε ή καλύτερα άκουγε το δίλεπτο Glide που δεν θυμίζει σε τίποτα BTBAM, αλλά θα λέγαμε ότι έχει πολλά vibes από The Dear Hunter και συγχωράτε με, αλλά μου φαίνεται ωραία μεν, αλλά ψιλοάκυρη εισαγωγούλα για να ακολουθήσει το highlight του καλοκαιριού και του δίσκου ολάκερου που ακούει στο όνομα “Voice of Trespass”, το οποίο έχει πολλά τζαζ, swing και πνευστά που εναρμονίζονται άψογα και ισορροπημένα με τη σκληρή και metal πλευρά των BTBAM. Όμως, αυτό που αποζημιώνει και έρχεται να ισορροπήσει και να συνδέσει όμορφα το πρώτο μέρος του album με το δεύτερο είναι το τελευταίο κομμάτι του δίσκου που ταιριάζει άψογα με την αρχή του Automata II, αλλά και του Automata I και δεν είναι άλλο από το The Grid, το οποίο έχει πιο σκοτεινούς και καθόλου ανάλαφρους τόνους.
Στο ερώτημα αν ήταν αναγκαίο το σπάσιμο του άλμπουμ σε δύο μέρη, δεν είμαι σίγουρη αν υπάρχει απάντηση ή αν υπάρχει λόγος να δοθεί, καθώς πρόκειται για μια επιλογή των BTBAM και όπως όλες οι επιλογές έχουν τα συν και τα πλην τους. Ένα από τα συν είναι ότι ο διαχωρισμός αυτός είναι ένα ωραίο τέχνασμα για να γίνουν πιο εύπεπτα τα κομμάτια και να μας εντυπωθεί εντονότερα η μουσική τους, πράγμα διόλου κακό. Από την άλλη, δεδομένου ότι ολόκληρο το άλμπουμ διαρκεί 70 λεπτά, όσο διαρκούν περίπου κατά μέσο όρο οι δίσκοι δεν ξέρω αν υπήρχε ιδιαίτερος λόγος για την αναμονή του κοινού. Όπως και να έχει,τα δυο αυτά μέρη του Automata είναι σίγουρο ότι μπορεί να ακουστούν είτε διασπασμένα είτε μπακ του μπακ και είναι απολύτως βέβαιο ότι θα βρίσκεται στην κορυφή των metal δίσκων του 2018.