Την Παρασκευή είχαμε την τύχη να παρακολουθήσουμε μία τετράωρη πανδαισία death metal που πραγματοποιήθηκε στον χώρο του Peiraeus Academy. Τρία σχήματα με δική τους πορεία και ειδικό βάρος στον χώρο του είδους, άφηναν υποσχέσεις για μία χορταστική νύχτα.
Ανταπόκριση: Γιώργος Ξιφαράς / Φωτογραφίες: Αναστασία Παπαδάκη (περισσότερες εδώ)
Πρώτοι βγήκαν στην σκηνή οι βρετανοί Memoriam, μία μπάντα της οποίας ηγείται ο Karl Willetts, ο τραγουδιστής δηλαδή της πάλαι ποτέ κραταιά δύναμης του metal, Bolt Thrower. Στο πλευρό βρίσκονται μερικές επίσης εξέχουσες μορφές της σκηνής, καθώς στο μπάσο συναντούμε τον επί σειρά ετών μπασίστα των Benediction, Mark Healy. Στην κιθάρα βρίσκουμε τον Scott Fairfax ο οποίος εκτελεί χρέη κιθαρίστα στα live των Benediction και τέλος στο τύμπανα τον πρώτο drummer των Bolt Thrower, Andrew Whale. Η τετράδα από την γηραιά Αλβιώνα μας έχουν προσφέρει μέχρι σήμερα δύο δίσκους, έναν το 2017 το “For the Fallen” και άλλον έναν το επόμενο έτος, το The Silent Vigil. Οι κυκλοφορίες τους δεν διεκδικούν δάφνες πρωτοτυπίας, όμως πρόκειται για δύο στιβαρούς παραδοσιακού death metal. Ανάλογο επιπέδου ήταν και η απόδοση του στην περίπου μία ώρα που είχαν στην διάθεση τους. Παίζοντας κομμάτια από όλη την δισκογραφική τους σταδιοδρομία, έδωσαν στην βραδιά άρωμα Bolt Thrower. Άρωμα που κατέκλυσε τον χώρο όταν ακούστηκαν οι πρώτες νότες από το “Spaerhead”, με τα κεφάλια μας να κουνιόνται αδιάκοπα σε όλη την διάρκεια του κομματιού. Μία μπάντα «τίμια» που έδειχνε να διασκεδάζει τον χρόνο που είχε στην διάθεση της, αντιμετώπισε τις δυσκολίες που συνάντησε οι οποίες ήταν οι εξής δύο: α) η ένταση του ήχου των τυμπάνων και του μπάσου ήταν πάρα ψηλά, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να χάνετε η κιθάρα και β) η σπασμένη χορδή του Fairfax, γεγονός που διαχειρίστηκε άψογα ο Willetts, καθώς άδραξε το «κενό» που δημιουργήθηκε, για να μας θυμίσει την τελευταία του επίσκεψη στην χώρα μας.
Μετά λοιπόν την χορταστική παρουσία των Βρετανών, είχε φτάσει η ώρα της Σκανδιναβικής χερσονήσου. Για πρώτη φορά στον τόπο θα είχαμε την ευκαιρία να θαυμάσουμε από κοντά τους καταιγιστικούς Unleashed. Το κομμάτι του κειμένου που αφορά του εν λόγω Vikings θα μπορούσε να κλείσει με την παρακάτω φράση: «Οι Unleashed κυρίες και κύριοι, ήταν ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑ». Δύσκολα αποδίδεται με «μελάνι» αυτό που είδα και άκουσα από τους Σουηδούς Death Metallers. Βγήκαν στην σκηνή με την φούρια που πρέπει να έχει μία μπάντα με αυτό όνομα και «κοπάνησαν» ανηλεώς πάνω κάτω στην εβδομηντάλεπτη πρεμιέρα τους στην χώρα μας. Ούτε εισαγωγές, ούτε «περικοκλάδες», ούτε τίποτα, ντου από το πρώτο δευτερόλεπτο και Blood of Lies. Όσο αστείο και αν σας ακουστεί, όσοι κρατάγαμε μπίρα στο χέρι μας, μόλις ακούσαμε την αρχή του set, ήπιαμε τα ποτήρια με μία γουλιά ώστε να μπορούμε να κοπανηθούμε άφοβα. Τα pits διαδέχονταν το ένα άλλο, το crowd surfing ήταν αδιάκοπο και οι ίδιοι το απολάμβανα με την ψυχή τους. Ο μπαξές είχε από όλα, “Hammer Battalion”, “Shadows In The Deep”, “Dead Forever”, “Into Glory Ride”, τιμώντας με αυτόν τον τρόπο σχεδόν κάθε δίσκο τους. Εκτελεστικά ήταν καλύτερη και από studio και φυσικά δεν έλειψε και το κέρας με μπίρα. Κατά την αποχώρηση τους οι Unleashed (α ναι, δεν σας το είπα, έκλεισαν με το “Into Glory Ride”) άφησαν πίσω τους ένα venue που έμοιαζε λεηλατημένο από τις αγριότερες ορδές Vikings.
Με τον πήχη λοιπόν να έχει ανέβει σε δυσθεώρητα ύψη, οποιοσδήποτε θα διαδεχόταν τους Unleashed θα είχε δύσκολο έργο, όχι όμως και οι At The Gates. Γεγονός που αν το καλοσκεφτυύμε δεν πρέπει να μας δημιουργεί ιδιαίτερη εντύπωση, καθώς μιλάμε για ένα σχήμα που με τον ήχο του κατόρθωσε να δημιουργήσει ένα νέο genre στην παγκόσμια metal σκηνή. Ένα επιβλητικό σκηνικό, αντάξιο των πρωτεργατών του μελωδικού death metal, έχει πάρει στην θέση του στην σκηνή, αρχίζει να σιγοπαίζει από τα ηχεία το Der Widerstand και ξαφνικά ακούγεται η φωνή του Adrian Erlandsson να δίνει το σύνθημα για να ξεκινήσει ο πραγματικός, ο καταστροφικός, ο απερίγραπτος πόλεμος που ακολούθησε. Λίγες στιγμές μετά σκάνε και ένα εντυπωσιακό growl και κάνει την είσοδο του στην μάχη και το βαρύ πυροβολικό, ο Tomas “Tompa” Lindberg.
Χωρίς να χάσουν περιττό χρόνο, ξεκινούν με το “To Drink From The Night” και στο καπάκι μας πετούν βίαια στο εξίσου ένδοξο παρελθόν τους με το μυθικό Slaughter of the Soul. Με μόνο δύο τραγούδια να έχουν παιχτεί, ο ικανοποιητικός πλέον αριθμός κόσμου, μοιάζει σαν να έχει χτυπηθεί από κάποιον βόρειο τυφώνα. Με την συνέχεια να είναι ίδιας έντασης φτάνουμε οι Σουηδοί καλούν το πρώτο τους time out. Επιστρέφουν λίγες στιγμές αργότερα γεμάτοι ενέργεια με το “Death And The Labyrinth” να είναι αρκετό για να κάνει το Peiraeus Academy να μοιάζει με πλυντήριο ρούχων που βρίσκεται στο στύψιμο. Με εμφανή την διάθεση τους να μας προκαλέσουν αυχενικό, παίζουν το Under A Serpent Sun και πλέον δεν έχει μείνει άνθρωπος που να μην έχει μείνει με το κοντομάνικο. Εν συνεχεία, “Raped by the Light of Christ”, “The Chasm”, “Suicide Nation”, “The Book of Sand”, δεύτερο time out και…
Τι να πω για το κλείσιμο τώρα, έχουμε ζήσει ότι έχουμε ζήσει και ακόμα δεν έχουμε Blinded by Fear. Με τον φόβο πραγματικά να με τυφλώνει, καθώς με το που μπαίνει η εισαγωγή, όλοι αρχίζουν να κάνουν κινήσεις, όμοιες με αυτές που κάνει ο πυγμάχος πριν στο ρινγκ. Μόλις μπαίνει το riff του τραγουδιού, τα pits, μικρά ή μεγάλα, αρχίζουν να ανοίγουν σε κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του χώρου. Βέβαια η βραδιά θα ήταν λειψή αν δεν ακούγαμε και κάτι από The Red in the Sky Is Ours, τον πρώτο melodeath δίσκο δηλαδή στην ιστορία του metal. Οι At The Gates φρόντισαν να μην μείνουμε παραπονεμένοι, αφού με το Kingdom Gone ικανοποίησαν και τον απαιτητικό οπαδό που ήρθε να τους ακούσει.
Ύστατο κομμάτι άφησαν το Night Eternal, σε μία βραδιά που πραγματικά παρακαλούσα να είναι αιώνια. Κλείνοντας θα πω ότι με εξέπληξε ευχάριστα το γεγονός ότι το set τους δεν είχε encore, αφού πραγματικά ένιωθα μία αίσθηση ολοκλήρωσης. Άλλωστε όπως μας εξομολογήθηκε εδώ στο Rockin’Athens o Tomas Lindberg, ο επόμενος δίσκος τους έχει ήδη αρχίσει να δημιουργείται, γεγονός που λογικά θα μας προσφέρει άλλη μία ζωντανή εμφάνιση των At The Gates στην χώρα μας.
Υ.Γ.: Unleashed will be back, τάδε έφη Johnny Hedlund.