Όσον αφορά τη doom μουσική, είναι ένας μουσικός κλάδος της heavy metal μουσικής σκηνής που δεν χαρακτηρίζεται μόνο από ένα κοινό πάθος για την μουσική, αλλά και από έναν κατακλυσμό συναισθημάτων και μουσικούς δίσκους/εμμονές. Μετά από αρκετές ακροάσεις του δίσκου των Doomocracy, οι ίδιοι αποδεικνύουν μέσω του καινούριου τους δίσκου το πως μια καλή μπάντα μπορεί να ελιχθεί μουσικά και να προσφέρει στην εξέλιξη του είδους.
Θα μπορούσαν να γίνουν οι κορεσμένοι και λεπτομερέστατοι παραλληλισμοί με Candlemass ή Solitude Aeturnus ή αντίστοιχα Count Raven -όπως μου θύμισαν ήδη από την αρχή του δίσκου- αλλά θα ήταν σχεδόν άτοπο καθώς τονίζουν και οι ίδιοι τις επιρροές τους. Οι Doomocracy έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά στο “The End Is Written”. Ο δίσκος θυμίζει “μεγαλεία” άλλης εποχής. Από το πρώτο κομμάτι (“Sadness and Hesitation”) μέχρι και το τελευταίο (“Sins”) και με το “highlight” του δίσκου: “Faceless”, οι Doomocracy αποδεικνύουν, ότι η δουλειά που προετοιμάζουν από το 2012 πραγματικά άξιζε την αναμονή και με το παραπάνω μάλιστα. Ο M.Stavrakakis δίνει την προσωπική του υπογραφή στον δίσκο με φωνητικά που χτυπούν σαν άυλη σιδερογροθιά το μυαλό και την αδρεναλίνη του ακροατή σε συνδυασμό πάντα με το “οπλοστάσιο” των A.Tzanis και H.Dokos.
Το intro του “The Celephais Curse” βγαίνει από τους βασικούς ρυθμούς των Doomocracy στα προηγούμενα κομμάτια και βαδίζει σε πιο “ανατολίτικα” riffs και φωνητικά, που σχεδόν θυμίζουν Myrath. Ιδιαίτερα ενδιαφέρων πειραματισμός, με δυνατό αποτέλεσμα. Ψίγματα αυτής της “ανατολίτικής” χροιάς παρατηρούμε και στο επόμενο κομμάτι, κάτι το οποίο δίνει μια αρμονικότατη μουσική ροή στον δίσκο. Ενώ κινούνται σε doom ατραπούς, τα γρήγορα γυρίσματα και riffs δίνουν κάτι “παραπάνω” στον δίσκο, σαν να διευρύνουν τους μουσικούς ορίζοντες της μπάντας. Η δυναμική του album σε κάποια σημεία ίσως παραείναι γρήγορη αλλά είναι -αγγλιστί-: bloody great! Στο τελευταίο κομμάτι του album οι Doomocracy κλείνουν αυτό το κεφάλαιο με απλούς αρπισμούς, που θυμίζουν ακουστικά lives από μπάντες μεγαθήρια κατά την δεκαετία του ’80. Μετά όμως από το δεύτερο λεπτό του κομματιού τα κρουστά δίνουν και πάλι την ώθηση για την εξέλιξη ενός αποκαλυπτικού και καθώς πρέπει doom επιλόγου.
Η παραγωγή για τον συγκεκριμένο δίσκο αγγίζει -ίσως- τα όρια της τελειότητας. Έβαλαν όλοι κομμάτι του εαυτού τους μέσα στο album και αυτό φαίνεται σε κάθε μέτρο, σε κάθε λεπτό! Προσωπικά μετά από τον δίσκο τα standards μου για τους Doomocracy ανέβηκαν πολλά σκαλοπάτια.