Το 8ο Music Highway Festival ήταν για ’μένα το πρώτο και έμελλε να με εκπλήξει ευχάριστα, κυρίως για την ελαφρά ανομοιογένεια των ειδών μουσικής που άκουσα, πράγμα που γεννά μέσα μου την ελπίδα πως μπαίνουμε πλέον σε μία εποχή «εκπαίδευσης» του κοινού σε μια πιο «καλοπροαίρετη» νοοτροπία απροκατάληπτης ακρόασης. Ένα φεστιβάλ, σαφώς, οφείλει να έχει ένα γενικό πλαίσιο ύφους, ωστόσο είναι πολύ όμορφο να παντρεύονται επί σκηνής είδη με συγγενή στοιχεία, αλλά διαφορετικά ηχοδρόμια και να προσφέρεται έτσι πληθώρα ερεθισμάτων στον ακροατή. Αυτό από μόνο του είναι ένα σημαντικό χαρακτηριστικό και πολύ χρήσιμο στη διαμόρφωση της ταυτότητας του κοινού μίας οποιασδήποτε σκηνής.
Ανταπόκριση: Μυρτώ Ραμμοπούλου / Φωτογραφίες: Σπύρος Φατούρος (περισσότερες εδώ)
Η έναρξη γίνεται με τους Golden Nugget να παρουσιάζουν τον πρώτο τους δίσκο, φέροντα το όνομά τους, σε μία hard rock διαδρομή ως το Τέξας, με βαριά μπασογραμμή, αλλά και ανάλαφρα jazzy πλήκτρα. Όσο έπαιζαν σχηματίστηκε στο μυαλό μου η φράση «funky ψυχεδέλεια», οπότε και την παραθέτω αυτούσια. Δουλεμένη μπάντα, που σου βγάζει αγνό rock n’ roll συναίσθημα. Δυναμική έναρξη και ωραίο mood, με το “Secret Black Town” να μου κεντρίζει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον!
Ακολουθούν οι Coyote’s Arrow, οι οποίοι αποδεικνύονται τίποτα λιγότερο από ενεργειακή βόμβα. Πεθαίνω για μπάντες που δίνουν την ψυχή τους στο show τους και κάνουν ακριβώς αυτό που αισθάνονται τη στιγμή που παίζουν, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι θα δεις κάποιον ξαπλωμένο στη σκηνή για 2-3 λεπτά ή ανεβασμένο -βασικά κρεμάμενο- από μια τράσσα! Ξεσηκωτικοί εξ’ αρχής με το “Testify”, κορυφώνουν στο «Go Down» και εκρήγνυνται στα επιλογικά “Operator” και “Coyote’s Arrow”, γεμίζοντας το Κύτταρο με το desert punk τους και με ξέγνοιαστα vibes, κάνοντας πολλούς να χορεύουν! Συγκρότημα που αξίζει να παρακολουθήσεις και να δεις. Έχω ξαναπεί γι’ αυτούς πως οι εμφανίσεις τους θυμίζουν καλοκαίρι με έναν αόριστο τρόπο και αυτό θα ξαναπώ. Σε ανεβάζουν και σε παρασέρνουν, γεννώντας μεν προβληματισμό, δίνοντας σου όμως ταυτόχρονα και απαντήσεις, αλλά και τη «διαφυγή» μέσω του φρενήρη και εκτονωτικού ρυθμού τους.
Συνέχεια με τους Sounds Like Barley σε άλλο κλίμα εντελώς. Blues-o-folk, Americana, αλλά και rock, μου θύμισαν soundtrack ταινίας του Tarantino. Σε λάθος σειρά στο line up, για τα δικά μου κριτήρια, καθώς άθελά τους, με την ταξιδιάρικη μουσική τους, έριξαν αρκετά την ενέργεια που είχε αποκτηθεί από τους προκατόχους τους. Δεν θα έλεγα ότι ήταν κι η καλύτερη μέρα τους τραγουδιστή τους, που, ωστόσο, όπου έβαζε γρέζι ήταν πολύ σωστός, κυρίως από άποψη συναισθηματικής ερμηνείας. Μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση το κομμάτι τους “Spiral”, μελαγχολικό και με κάτι θεατρικό παράλληλα, στοιχείο που θα έλεγα ότι χαρακτηρίζει ολόκληρη την εμφάνισή τους. Θα ήθελα να τους ξαναδώ υπό συνθήκη που θα μπορούσα να επικεντρωθώ περισσότερο στις μελωδίες τους έχοντας τη σωστή ενέργεια.
Μεσάνυχτα πλέον και στη σκηνή εμφανίζονται οι άτυποι headliners και διοργανωτές του φεστιβάλ, Mr. Highway Band. Τους βλέπω για πρώτη φορά και με κερδίζουν. Άψογη εμφάνιση on stage, πολύ καλοδουλεμένη μπάντα, χαρισματικός ο frontman τους, που κάλυψε με μεγάλη ευκολία σκληρά, αλλά και απαλά ηχοχρώματα, με ολόσωστη φωνητική τοποθέτηση και αβίαστα άνετη σκηνική παρουσία. Πολύ σωστά και τα δεύτερα φωνητικά. Στη σκηνή μαζί τους ανέβηκαν ο παλιός-αλλά-πάντα-μέλος κιθαρίστας τους Θύμιος Σπηλιωτόπουλος και ο Γιάννης Παχίδης με τη φυσαρμόνικά του για το “ Hard Place” και ο εξαιρετικός Πάνος Φωτάκος στην κιθάρα για το “No One Can Bring Me Down. Όλα αυτά κατά την παρουσίαση του τελευταίου τους δίσκου “ Is That Myself”. Δουλεμένο hard rock, με ενδιαφέροντα στοιχεία country, που παραπέμπουν σε κάτι πιο κλασσικό και σοφιστικέ. Εξαιρετικά τα “Revolution” και το προαναφερθέν “No One Can Bring Me Down”. Ακολουθεί το «δεύτερό» τους μέρος, το οποία ξεκινάει με μια απροσδόκητη εκτέλεση του “Fisherman’s Blues”, για την οποία ανέβηκε στη σκηνή ο βιολιστής Κώστας Νικολάου. Πραγματικά αυτή η μπάντα μπορεί να παίξει τα πάντα και μάλιστα να τα συνδέει τόσο όμορφα κάνοντας σε να κουνιέσαι διαρκώς περνώντας από τον ένα ρυθμό στον άλλο, χωρίς να το σκέφτεσαι καν. Στη σκηνή βρίσκεται ήδη και η πολύ γλυκειά και φωνάρα Μαργαρίτα Τρίκκα, που συνοδεύει την μπάντα ως τη διασκευή του “The Ghost of Tom Joad”, τραγουδιού του Bruce Springsteen, για το οποίο χαρακτηριστικά αναφέρουν ότι θα ήθελαν να έχουν γράψει αυτοί, δηλώνοντας ταυτόχρονα τη σαφή αντιφασιστική τους θέση.
Το σχεδόν δίωρο σετ τους κλείνει με το “The River and The Town”. Ίσως το setlist να ήταν λίγο φλύαρο, ωστόσο οι εξαιρετικές εκτελέσεις των κομματιών σε αποζημίωναν στο full.
Απολαυστική μουσική, πολύ καλοί μουσικοί και ενδιαφέρουσα διοργάνωση, που αξίζει να καθιερωθεί και να προσελκύσει όλο και περισσότερο κόσμο, που θα έρθει σε επαφή με συγκροτήματα, που δεν θα δεις σε οοοοόλα τα φεστιβάλ και θα σου δώσουν νέα ερεθίσματα! Ήταν εμφανής η προσπάθεια, η αισθητική και η αγάπη με την οποία στήθηκε το φεστιβάλ αυτό και σίγουρα κάτι τέτοιο αξίζει την υποστήριξη συγκροτημάτων και κοινού.