Δεν συζητάμε αν είναι το καλύτερο. Αυτό εξάλλου είναι ταυτόχρονα εντελώς αντικειμενικό και εντελώς υποκειμενικό. Η σημαντικότητα, όμως, είναι μια απλή και ξεκάθαρη υπόθεση.
Στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας μια μπάντα από τα Γιάννενα ξεκινά να κατακτά την ελληνική σκηνή. Villagers of Ioannina City ή για συντομία VIC το όνομα αυτών. Υπάρχει μια αντίφαση ηχηρή μεταξύ πρώτης και τελευταίας λέξης. Μια αντίφαση που τρόπον τινά περικλείει ένα μεγάλο μέρος της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου. Την πάλη και την αγωνία των ανθρώπων που προσπαθούν να εγκλιματιστούν σε έναν τρόπο ζωής αστικό, ενώ ταυτόχρονα φέρουν μέσα τους την ανάγκη για κάτι πιο φυσικό, χτίζοντας μια ταυτότητα…μιξαρισμένη.
Μιξαρισμένος και ο ήχος των VIC. Παραδοσιακή ηπειρώτικη μουσική μπολιασμένη με heavy rock. Δεν ήταν οι πρώτοι που πάντρεψαν παραδοσιασκά με κάποιο νεώτερο, πιο δυτικό είδος. Όμως, αν η ελληνική παραδοσιακή είχε κάποιο heavy παρακλάδι, τότε σίγουρα αυτό θα ήταν η μουσική της Ηπείρου. Αργή, «βαρειά», σκληρή, όπως και ο τόπος από τον οποίο προήλθε. Δεν είναι τυχαίο που ταίριαξαν τόσο οι ρυθμοί, δε νομίζετε;
Φυσικά δεν ήταν οι πρώτοι που το έκαναν. Ήταν, όμως, οι μόνοι που είχαν τόση απήχηση. Γιατί ο κόσμος τους αγκάλιασε τόσο; Προς τί η παράκρουση στα live τους; Πώς γέμιζαν τα venues σ’ όλη την Ελλάδα, πώς γκρεμίστηκε το Gazi Music Hall και πώς έγινε sold out η Τεχνόπολη; Γιατί αυτούς; Δεν ήταν λίγοι όσο βιάστηκαν να αποδώσουν το hype τους στη «βλαχιά» του Έλληνα, που όταν ακούει κλαρίνα «βγαίνει ο πραγματικός του εαυτός», και τους διονυσιακούς χορευτικούς κύκλους που στήνονταν στις συναυλίες τους στην ψυχολογία της «απαίδευτης μάζας». Άλλοι τους μείωσαν λέγοντας πως δεν γράφουν μουσική, μονάχα διασκευάζουν.( Τι κι αν υπήρχε ήδη το “Age of Aquarius”; Τι κι αν είχαμε ήδη ακούσει το “Nova”; ) Ο κόσμος, όμως, είχε μια τελείως διαφορετική άποψη. Μπορεί όλα τα παραπάνω να ισχύουν, όμως ισχύει και κάτι που λίγοι θα κατανοήσουν κι ακόμα λιγότεροι θα παραδεχθούν. Ότι το κοινό ξέρει να ξεχωρίζει και το αυθεντικό, το ειλικρινές, το ανεπιτήδευτο. Κι αν υπήρχε ένα πράγμα που μπορούσες σίγουρα να δεις, αλλά κυρίως να νιώσεις, στις ζωντανές τους εμφανίσεις, αυτό ήταν η αγάπη (κόσμια) γι’αυτό που έπαιζαν. Καμία προσπάθεια για εξεζητημένα πράγματα: «παίζουμε αυτό που αγαπάμε με τον δικό μας τρόπο, τέλος».
Γιατί αυτούς; Η ερώτηση αυτή ήρθε να απαντηθεί τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν μετά από μια απουσία μερικών χρόνων, το συγκρότημα κυκλοφόρησε τον πρώτο ουσιαστικό του δίσκο, με εξ ολοκλήρου δική τους σύνθεση, τον “Age of Aquarius”. Οι κράχτες πάλι πολλοί. Η ουσία μία: είναι ο μόνος δίσκος που έχουμε ακούσει τα τελευταία πολλά χρόνια, που αντικειμενικά περιέχει το στοιχείο της μοναδικότητας ως προς τη σύνθεση, που δεν μπορείς να τον μπερδέψεις ούτε για ένα λεπτό με δουλειά άλλης μπάντας και που, διάολε, έχει κάτι να πει. Οι VIC πήραν την ελληνική παραδοσιακή μουσική και την μετέτρεψαν από μουσειακό είδος και παραπαίδι των συναυλιακών μας προτιμήσεων, σε ζωντανό οργανισμό με σύγχρονο χαρακτήρα. Όσα εξαιρετικά album κι αν ακούσεις- από άποψη σύνθεσης, θεματολογίας, αισθητικής- την ιδιαιτερότητα του “Age of Aquarius” δύσκολα θα την βρεις. Οι Villagers χρησιμοποίησαν το ηπειρώτικο στοιχείο, που τους καθιέρωσε, για να δημιουργήσουν έναν δικό τους ήχο, να μιλήσουν όχι για ματσίλα ή ντρόγκια ή σατανισμένες μαινάδες ή δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο catchy, αλλά για επιστροφή σε έναν τρόπο θεώρησης της ζωής και του κόσμου, πιο φυσικό, πιο ανθρώπινο, με περισσότερη αγάπη και ενσυναίσθηση. Definitely in for it!
Το album έχει αρχή, μέση και τέλος, ενιαία αισθητική, δεν πλατειάζει και ακούγεται one-take. Σίγουρα αν δεν ξεπεράσεις το κόμπλεξ του «κλαρίνου που ανήκει στα πανηγύρια και μου φέρνει αναγούλα» δεν μπορείς να το ακούσεις, αλλά αυτό είναι δικό σου θέμα και γούστο. Αξίζει, ωστόσο, να το ξανασκεφτείς την επόμενη φορά που θα πεις πως κάποιο ξένο συγκρότημα «σπέρνει», επειδή βάζουν στα κομμάτια τους γκάιντες ή μπάντζο (τυχαία επιλογή οργάνου). Εκεί γιατί είναι cool, αλήθεια; Γιατί πρέπει να σου έρθει από το εξωτερικό, κατά κύριο λόγο, για να το δεχθείς σαν legit προσθήκη; Τροφή για σκέψη. Μήπως είσαι ένας villager, που μένει μεν στην city, αλλά ακόμα δεν έχει αποτινάξει τα μικρονοϊκά κολλήματα του χωριού;
Σε δεύτερο επίπεδο, για να μην ξεφεύγω, το συγκρότημα έδωσε πίσω στον κόσμο, ό,τι αυτός του έδινε τόσα χρόνια. Σέβασμο. Η παρουσίαση του δίσκου αποτέλεσε ένα show κομβικής σημασίας για τα ελληνικά δεδομένα. Reality check: έχετε δει πολλές μπάντες που θα μπορούσαν να σας δίνουν κάτι παραπάνω από άποψη ποιότητας show και δεν το κάνουν. Κι αυτοί τα έδωσαν όλα. Η όλη παραγωγή ήταν σχεδόν εξωπραγματική: άψογος ήχος, άψογος φωτισμός, ένα (πρακτικά τρία) τεράστιο wall προβολής πολύ όμορφων visuals, σεταρισμένων με τους στίχους των τραγουδιών τους (περισσότερα από εκείνο το μαγικό βράδυ εδώ). Αντικειμενικά ήταν μία πάρα πολύ προσεγμένη δουλειά, που φανέρωσε την αγάπη (κόσμια) που έχουν οι ίδιοι γι’αυτό που κάνουν και την επαγγελματική τους αντίληψη. Ας είμαστε ειλικρινείς, όταν θέλεις να φτάσεις ψηλά-όπως κι αν το ορίζεις αυτό- το να δουλέψεις σκληρά είναι απαραίτητο. Δεν αρκεί το ταλέντο, δεν αρκεί να το θες πολύ, δεν αρκεί να το έχεις ονειρευτεί. Πρέπει να μελετήσεις και να δουλέψεις και να επενδύσεις ό,τι έχεις (χρόνο και χρήμα), άλλο περισσότερο κι άλλο λιγότερο. Με γνώμονα αυτό, το συγκρότημα από τα Γιάννενα δεν δημιούργησε το hype, αλλά το κέρδισε.
To “Age of Aquarius” είναι η νέα σελίδα της εγχώριας underground παραγωγής. Οι VIC μας έβαλαν να ξανακούσουμε τα παραδοσιακά μας τραγούδια, να επανατοποθετηθούμε ως προς τις ρίζες μας (village) και αγαπώντας τες πια, να τις ενώσουμε με ό,τι καινούριο ταυτιζόμαστε (city). Αυτή είναι η πιο σημαντική συνεισφορά τους και αυτό ανάγει το album τους σε κυκλοφορία-ορόσημο στην ελληνική δισκογραφία.