Το απόγευμα της 18ης Μαΐου του 1980, προστίθεται ένα ματωμένο κεφάλαιο στην ιστορία της μουσικής. Ο Ian Curtis, στην αγνή ηλικία των 23 μόλις χρόνων, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του μέσα σε μία κουζίνα, «κάπου» στο Manchester της Αγγλίας, έχοντας πρώτα ακούσει το “The Idiot” του Iggy Pop. Ήταν μόλις μερικές ώρες προτού οι Joy Division ταξιδέψουν για το πρώτο τους tour εκτός Αμερικής. Η δόξα τους, καταφέρνει μέσα στα μόλις περίπου τέσσερα χρόνια ύπαρξής τους να εξασφαλίσει την ατέρμονη υστεροφημία της, χωρίς ωστόσο να προλάβει να γευτεί όσα σχεδίαζε να της προσφέρει η δεκαετία του ’80, που παρά τον ενθουσιώδη, απελευθερωμένο κι εξαγριωμένο χαρακτήρα της, στιγματίζεται από το τραγικό αυτό συμβάν. Κι όπως συμβαίνει με την τέχνη, έτσι και τα υπόλοιπα μέλη των Joy Division αποφασίζουν να μετουσιώσουν την τραγικότητα και τη θλίψη σε δημιουργία, δίνοντας ζωή σε ένα νέο εγχείρημα, που ακούει στο όνομα New Order.
New Order
Οι νεαροί Bernard Sumner, Peter Hook, Stephen Morris και το νέο μέλος και σύντροφος του Morris, που έρχεται να συμπληρώσει το κουαρτέτο, η Gillian Gilbert, ρισκάρουν βουτώντας στην αβεβαιότητα, με τον πόνο της απώλειας να κατέχει τα ινία, αλλά τη λαχτάρα για συνέχιση της ζωής και την ορμή της νεότητας, να φλερτάρουν με την πρωτοπορία και την εξέλιξη. Πράγματι, εάν κάποιος μπορεί να επικαλείται τον όρο της παρθενογένεσης, αυτοί είναι σίγουρα οι New Order. Στο κομβικό εκείνο σημείο κατά το οποίο η τεχνολογία αρχίζει δειλά να ακουμπάει στο πλευρό του ανθρώπου, έρχονται να πλάσουν μία ξεχωριστή ταυτότητα, που μέχρι και σήμερα παραμένει απαλλαγμένη από ταμπέλες κι απόλυτους προσδιορισμούς. Τα post-punk, electro-pop, synthpop, new wave, alternative dance rock και electronica στοιχεία τους, είναι εκείνα που θα τους ανακηρύξουν σε ένα από τα επιδραστικότερα συγκροτήματα όλων των εποχών. Μπορεί η τεχνολογία να επαναστατεί διαρκώς, μπορεί η “remastered” εκδοχή των παλαιότερων κομματιών τους να παίρνει τη θέση των αυθεντικών ηχογραφήσεων στη σημερινή εποχή του Spotify, ωστόσο η γοητεία των New Order θα βρίσκει πάντα τις ρίζες και τον ρομαντισμό της στην προσήλωσή τους να υλοποιήσουν αυτό που φαινομενικά φάνταζε ξένο κι ακατόρθωτο, με αβέβαιο σύμμαχο την παρουσία της ελλιπούς τεχνολογίας στα 80s. Αξίζει να σημειωθεί πως η μπάντα δημιούργησε τα δικά της όργανα για να ηχογραφήσει το Blue Monday. Εξαιτίας της δαπανηρής κι αρκετά περίπλοκης νέας τεχνολογίας των συνθεσάιζερ της δεκαετίας του ’80, ο Bernard Sumner, επιθυμώντας πραγματικά ένα sequencer να κάνει τα synths και τα τύμπανα να επικοινωνούν, αποφάσισε να το «χτίσει» ο ίδιος. Έτσι, προσέλαβε έναν επιστήμονα για να προγραμματίσει το νέο sequencer, χρησιμοποιώντας δυαδικό κώδικα!
Και φθάνουμε στο καίριο ετούτου σημείο της πορείας τους, κατά το οποίο ο μπασίστας κι ιδρυτικό μέλος, Peter Hook, επιδεικνύοντας μία αρκετά «ανεξέλεγκτη» συμπεριφορά, αποφασίζει να αποχωρήσει οριστικά από τους New Order, το 2007. Προτού αυτό συμβεί, στα τέλη του 2006, πριν από ένα show στο Buenos Aires Club στο Ciudad, ο Hook δηλώνει στην αργεντίνικη εφημερίδα Página/12: «Αυτή μπορεί να είναι η τελευταία μας συναυλία». Έξι μήνες αργότερα, ο Sumner κι ο Morris δηλώνουν απογοητευμένοι με την κίνηση του Hook, ο οποίος δεν είχε προσεγγίσει προσωπικά τα υπόλοιπα μέλη προτού καταφύγει σε αυτή την αναληθή γνωστοποίηση.
Με δέκα studio albums, εκ των οποίων παλαιότερο το Movement, που κυκλοφόρησε στις 13 Νοεμβρίου του 1981 και πιο πρόσφατο το Music Complete του 2015, με αναρίθμητες, έντονες συναυλιακές συγκινήσεις, αλλά και με τα εμβληματικά, “iconic” artworks, που κοσμούν τα covers τους, όπως εκείνα του Peter Saville για τα albums “Movement”, “Power, Corruption, Lies” (1983) και “Low-Life” (1985), οι επιδραστικοί New Order είναι έτοιμοι να βρεθούν στο Release Athens την Κυριακή 16 Ιουνίου, και να ξημερώσουν μία «Μπλε Δευτέρα», που θα μας βρει να χορεύουμε αγκαλιασμένοι στην Πλατεία Νερού. Από το 2011, όταν κι επανενώθηκαν, το line-up απαρτίζουν οι: Bernard Sumner, Stephen Morris, Gillian Gilbert, Phil Cunningham, και Tom Chapman, ο οποίος πήρε τη θέση του Peter Hook έπειτα από την αποχώρησή του.
Κι όπως είχε γράψει η Debby Miller σε άρθρο της το 1983 στο Rolling Stone: «Οι New Order εξακολουθούν να είναι σε μεγάλο βαθμό μία επέκταση των Joy Division: όπως τα εμβληματικά «αθόρυβα τοπία» σε σκούρα χρώματα, έτσι και η μουσική των New Order, παραμένει περισσότερο μία διάθεση, παρά μία μελωδία». F
Johnny Marr
Λίγο πριν ο ουρανός βαφτεί μπλε, ο σπουδαίος και μουσικά πολυπράγμων Johnny Marr, είναι έτοιμος να επιβεβαιώσει για πρώτη φορά μπροστά στο ελληνικό κοινό, αυτό για το οποίο έλαβε στις 19 Ιουλίου του 2012, επίτιμο διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο του Salford: «για τα εξαιρετικά επιτεύγματά του, τα οποία συνέβαλαν στην αλλαγή της φυσιογνωμίας της έως τότε βρετανικής κιθαριστικής μουσικής». Από το 1982 μέχρι το 1985, ως ιδρυτικό μέλος και κιθαρίστας των Smiths, ενός από τα σημαντικότερα συγκροτήματα της ανεξάρτητης βρετανικής μουσικής (indie) σκηνής, αφήνει το ανεξίτηλο στίγμα του, μέσα από τις παικτικές ικανότητες αλλά και τις συνθέσεις του, με τα albums “The Smiths” (1984), “Meat Is Murder” (1985), “The Queen Is Dead” (1986), “Strangeways, Here We Come” (1987) να φέρουν τη σφραγίδα του. Ο Ian Youngs των BBC News δε διστάζει μάλιστα να περιγράψει τους Smiths ως τη μπάντα που: «ενέπνευσε βαθιά αφοσίωση από οποιαδήποτε άλλη μπάντα από την εποχή των Beatles κι έπειτα», ενώ το 2002 το NME τους χαρακτηρίζει ως: «τους καλλιτέχνες που είχαν τη μεγαλύτερη επιρροή στο NME». Παρά τη διάλυσή τους, ο Johny Marr καταστρώνει σχέδια για το μέλλον. Μαζί με τον Bernard Sumner των New Order τον οποίο θα «ανταμώσει» στο Release Athens Festival, σχηματίζουν τους Electronic το 1989, ενώ δουλεύει ακόμη με τους The, τους Pretenders, τους Modest Mouse, τον Paul McCartney, τους 7 Worlds Collide και τον Hans Zimmer. Στα solo πονήματά τους συγκαταλέγονται το “Boomslang” μαζί με τους The Healers (2003), το “The Messenger” (2013), το “Playland” (2014) και το “Call The Comet” (2018), που άγγιξε το no7 των UK charts.
Το βράδυ της Κυριακής, το setlist της ψυχής των Smiths θα αποτελείται από κομμάτια αναδυόμενα από κάθε περίοδο της εκτροχιασμένης πορείας του, από τις προσωπικές του δουλειές (“Easy Money”, “Hey Angel”, “The Messenger”, “Rise”) μέχρι τους δίσκους των Smiths, με τραγούδια, όπως τα “Bigmouth Strikes Again”, “How Soon Is Now?”, “There Is A Light That Never Goes Out”, “The Headmaster Ritual”, “Last Night I Dreamt That Somebody Loved Me”, “You Just Haven’t Earned It Yet Baby”, “Panic, ενώ και οι Electronic θα έχουν την τιμητική τους, με συνθέσεις όπως το “Getting Away With It” και “Get The Message”.
Morcheeba
Το βρετανικό αίμα φαίνεται πως «κοχλάζει» κι έτσι το απόγευμα της Κυριακής, εκτός από τους New Order και τον Johny Marr, θα δούμε επί σκηνής τους Morcheeba, μία από τις σπουδαιότερες μπάντες του trip-hop ρεύματος. Από το 1995 όταν και ιδρύθηκαν στο Λονδίνο, μέχρι και σήμερα, μετρούν εννέα δίσκους στο ιστορικό τους, με πιο πρόσφατο το “Blaze Away” που κυκλοφόρησε την 1η Ιουνίου του 2018, έπειτα από πέντε χρόνια αποχής από τη δισκογραφία. Οι πρεσβευτές του ηλεκτρονικού ήχου, καταφέρνουν με έναν αρμονικό τρόπο να εισέρχονται στη σφαίρα του mainstream πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα, χωρίς ωστόσο να προδίδουν την εναλλακτική αισθητική τους. Με την αιθέρια φωνή της Skye Edwards να καθοδηγεί, και τον Ross Godfrey να την συνοδεύει (δίχως την συμμετοχή του αδελφού του Paul και ιδρυτικού μέλους, από το 2014, όταν και αποχώρησε), οι Morcheeba ετοιμάζονται να διαποτίσουν την ατμόσφαιρα με ένα κράμα blues, dub-reggae, electro και hip-hop επιρροών, όπως αυτές θα αποτυπωθούν μέσα από τα κομμάτια τους, με χαρακτηριστικά τα “Trigger Hippie”, “The Sea”, “Blindfold”, “Shoulder Holster”, “Part of the Process”, “Rome Wasn’t Built in a Day”, “Otherwise”, “Enjoy the Ride”, “Undress Me Now” και “Blood Like Lemonade”.
Fontaines D.C.
«Αρκετή από τη μουσική μας, ακούγεται στ’ αυτιά μου σαν τα λεωφορεία και τα τρένα και τις ορδές των ανθρώπων σε συγκεκριμένους δρόμους του Δουβλίνου», αναφέρει μεταξύ άλλων σε συνέντευξή του στη Guardian, ο frontman των Ιρλανδών Fontaines D.C., Grian Chatten, ενώ NME και Guardian δίνουν 5/5 στο ολόφρεσκο ντεμπούτο τους, που κυκλοφόρησε στις 12 Απριλίου του 2019. Ο τύπος σπεύδει να συγχαρεί τον Grian Chatten για την διατήρηση της ιρλανδικής προφοράς, που έρχεται να κουμπώσει ιδανικά με το περιεχόμενο των κοινωνικοποιημένων στίχων και την punk αισθητική τους. Εάν θα επιχειρούσαμε να προσδιορίσουμε τον ήχο τους, τότε θα μιλούσαμε σίγουρα για μία σύζευξη του post-punk και του garage rock, περιτυλιγμένη από μία τραχιά, θαρραλέα κι αποθρασυμένη αίσθηση του ρυθμού και της αφήγησης. Η πρώτη κυκλοφορία των Fontaines D.C, αφήνει στ’ αυτιά μας αυτή την ακατέργαστη, ζωντανή, άνευ παραγωγής αίσθηση, που σκιαγραφεί ιδανικά την καλλιτεχνική φύση και τις αρχές των Ιρλανδών, που επιθυμούν η μουσική τους να φτάνει στ’ αυτιά του ακροατή στη φυσική της μορφή, με τα λάθη της, μα πάντα με τις αλήθειες της, όπως αρμόζει σε έναν «ζωντανό οργανισμό». Το μόνο που απομένει, είναι να επιβεβαιώσουμε από κοντά στις 16 Ιουνίου, ότι αυτό το νέο μεγάλο ρεύμα του post-punk ήχου, που βρίσκει τη βρετανική σκηνή στο “momentum” της, θα ανοίξει τον δρόμο στους Fontaines, για να αποδείξουν πως πέραν μίας τυπικής, νεανικής εξέγερσης που ξέσπασε, αποτελούν κομμάτι των πρώτων ημερών μιας νέας, μεγάλης ελπίδας για το punk του μέλλοντος.
Ta Toy Boy
Το line-up της Κυριακής, θα συμπληρώσουν οι δικοί μας, Θεσσαλονικείς εκπρόσωποι της indie pop, Ta Toy Boy, δηλαδή ο Γιώργος Μπέγκας, ο Ηλίας Σμήλιος και ο Γιάννης Λιανόπουλος, που ανυπομονούν να μας ξεσηκώσουν με το γρήγορο tempo τους και με συνθέσεις, που ενώ θα μπορούσαν να είναι βγαλμένες από την Sarah Records, κάπου μεταξύ 1987-1995, πατούν ωστόσο γερά στο σύγχρονο ύφος των indie μελωδιών. Το ντεμπούτο τους ακούει στο όνομα “This Town” (2018).