Δεύτερη μέρα στο Βερολίνο και το Νuclear War Now! Festival, η οποία συμπεριλάμβανε και δύο ‘δικές μας’ μπάντες: τους Death Courier και Varathron. Ας μπούμε όμως σε περισσότερες λεπτομέρειες…
Ανταπόκριση: Μιχάλης Μαρκουλάκης / Φωτογραφίες: Ντορίνα Τζώγιου
Αυτή τη φορά οι πόρτες άνοιξαν 12:30 και η συναυλία άρχισε 1:30. Την μέρα ξεκίνησαν οι Φινλανδοί Witchcraft (πρώην Black Feast), οι οπόιοι κατα μεγάλη μας έκπληξη ήταν 18 χρονών… πιτσιρίκια, ενώ η μπάντα είναι ενεργή από το 2009! Έχοντας έρθει προ καιρού σε επαφή με το τυπικό τους black/death που ακολουθεί τα βήματα των Beherit ήμουν πεπεισμένος ότι ότι επρόκειτω για βετεράνους. Όπως και να ‘χει αυτό δεν εμπόδισε το κοινό να τους ενθαρύνει και ιδιαίτερα τον frontman των Black Witchery ο οποιός ήταν κι αυτός ανάμεσα στο κοινό και κοπανιόταν περισσότερο από όλους. Το μεγαλύτερο μέρος της εμφάνισής τους ήταν διασκευές στους Beherit, Sarcófago, Blasphemy. Γενικώς ήταν εντάξει για προθέρμανση, αλλά όχι κάτι περισσότερο.
Εν συνεχεία, οι ‘δικοί μας’ Death Courier με μπόλικο παλιομοδίτικο death metal με τα καλύτερα τους τραγούδια από τις παλιές και τις καινούριες τους δουλειές. Δυστυχώς, παρά την άρτια επίδοσή τους, δεν έλαβαν την θερμή ανταπόκριση που τους άξιζε από το κοινό.
Οι πραγματικά άτυχοι της συναυλίας όμως ήταν οι Aμερικανοί Hellvetron, μία από τις μπάντες του κιθαρίστα των Black Witchery, που πραγματικά δεν ξέρω αν ο drummer που είχαν ήταν ο μόνιμός τους για τις studio ηχογραφήσεις/πρόβες ή της τελευταίας στιγμής session μέλος, λόγω κάποιας αδυναμίας προσέλυσης του μόνιμου, αλλά πραγματικά μόνο σε κουτί δημητριακών θα μπορούσες να πετύχεις τόσο κουλό drummer. Όχι μόνο έπαιζε με τους πήχεις του αντί για τους καρπούς του αλλά κρατούσε και τα drumsticks σαν κριτσίνια. Δεν είχε καθόλου δυναμικές, έβγαινε εκτός μέτρου και χανόταν στα γυρίσματα. Προς το τρίτο κομμάτι δε, του έπεσε το ένα drumstick μπροστά από το σετ και σταμάτησε αμέσως να παίζει και δεν είχε καν μεριμνήσει για εφεδρικά! Κρίμα, δίοτι οι Hellvetron είναι μια γαμάτη μπάντα, κι ενόσω οι υπόλοιποι έπαιζαν άριστα, o drummer τους το χάλασε, με αποτέλεσμα μετά από 20 λεπτά set, να αναγκαστούν να αποχωρήσουν.
Μετά τη στραβή των Hellvetron, στήθηκαν τα banner των Τσέχων Root όπως επίσης και ένας επιβλητικός, σκαλιστός με κρανία και κόκαλα, μαύρος θρόνος. Οι πιο εύθυμοι και ανάλαφροι στο line-up της συναύλιας με το επικό-heavy/black metal τους, μας έβαλαν σε άλλο κλίμα απ’ το σύνηθες. Ο frontman γνωστός και ως Big Boss, ήταν πραγματικός performer. Από τις κινήσεις του μέχρι τις εκφράσεις του και την επαφή με το κοινό, όλα ήταν… γραφικά – είχε όλο το attitude.
Στη συνέχεια, η σκηνή πήραν θέση ακόμη μεγαλύτεροι performers, κλέβοντας κατά ένα τρόπο την παράσταση. Και όχι μόνο από άποψη σκηνικής παρουσίας αλλά και μουσικά με το τελετουργικό και χαοτικό τους black/death σε στυλ Antediluvian, Portal, Mitochondrion, Grave Miasma. Ο λόγος για τους Σουηδούς Irkallian Oracle και το άρτιο θέαμα που μας προσέφεραν. Πολλά κεριά, ένα ντέφι, μια καμπάνα, ένα γουδί κι ένα σαμανικό τύμπανο κοσμούσαν τον μαύρο τελετουργικό πάγκο του frontman ο οποίος μαζί με τα υπόλοιπα μέλη ήταν καλλυμένος με μαύρα ράσα που κάλυπταν μέχρι και το πρόσωπό του. Υπερπαραγωγή σε όλα τα επίπεδα. Αρκετοί ήταν αυτοί που μετά το set τους έτρεξαν στους πάγκους του merch να αγοράσουν ένα βινύλιο ή μια μπλούζα.
Καθώς πλησιάζαμε προς το τέλος, το έδαφος στους headliners ήρθαν να προετοιμάσουν οι θρυλικοί Varathron με το χαρακτηρηστικό μυσταγωγικό τους black metal. Η μπάντα ήταν σε top φόρμα (ιδιαίτερα ο τραγουδιστής που βρυχόταν ανά τακτά χρονικά διαστήματα), έπαιξε τέλεια και το κοινό τους αποθέωσε καθ’ όλη τη διάρκεια της εμφάνισής τους, αποδεικνύοντας της ιστορικό αντίκτυπο της μπάντας στον underground χώρο. Δεν τα βλέπεις κάθε μέρα αυτά. Τέλος, να σημειώσουμε ότι το setlist βασίστηκε στις πρώτες τους κυρίως δουλειές.
Μετά λοιπόν από μία δυντατή ώρα Varathron, οι πολυαναμενόμενοι headliners ήταν οι Kαναδοί Revenge σε μια από τις λίγες εμφανίσεις τους και μάλιστα σε μια και μοναδική επετειακή συναυλία για τα 25 χρόνια από τη δημιουργία τους ως Conqueror, με τον Ryan Förster των Blasphemy στις κιθάρες, για να παίξουν κομμάτια από το ιστορικό τους “War, Cult, Supremacy” και να ισοπεδώσουν τα πάντα στο διάβα τους. Η εμφάνισή τους δολοφονική, το κοινό λυσσασμένο και η μπάντα επιθετική όσο καμία άλλη απ’ τις προηγούμενες (ειδικά ο drummer που σφυροκοπούσε τα drums σαν αντιαρματικό πολυβόλο). Δεκατέσσερα τραγούδια βάρβαρου, σιδηροδρομικού black/death εξαπέλυσαν, τα μισά ως Revenge και τα άλλα μισά ως Conqueror, με μια διασκευή στο Equimanthorn των Bathory ενδιάμεσα. Απερίγραπτη φάση!
Τελευταία και μη εξαιρετέα σημείωση είναι ότι σ’ όλο το φεστιβάλ δεν υπήρξε μπάντα όπου ο ήχος τους να μην ήταν άψογος και ρυθμισμένος στην τρίχα. Όλα τα όργανα και οι φωνές ακούγονταν πεντακάθαρα χωρίς να είναι σε εκωφαντικές εντάσεις που να βουήζουν τ’ αυτιά μετά, ενώ τα soundcheck εκτελoύνταν άρτια μέσα σε 10 λεπτά. Εις το επανιδείν!