Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο John Carpenter θεωρείται ένας μεγάλος βιρτουόζος στη διαμόρφωση ατμόσφαιρας. Επιστρατεύει κάθε μέσον δυνατό, προκειμένου να ενισχύσει στον θεατή την αίσθηση της βίωσης στις ταινίες του. Τα soundtracks που συνθέτει άλλωστε, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της ατμόσφαιρας. Με εναρκτήριο έναυσμα τους φυσικούς ήχους που λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια της πλοκής, ξεδιπλώνονται τα επαναλαμβανόμενα, στοιχειωτικά soundtracks του δημιουργού.
Μια τεχνική , που ουκ ολίγες φορές επιλέγει ο Carpenter προκειμένου να αυξήσει την ένταση στον θεατή, είναι αυτή του ρυθμού-παλμού-καρδιοχτυπήματος. Κατ’αυτόν τον τρόπο οι θεατές, συγχρονίζονται συναισθηματικά με τα δρώμενα της ταινίας, ενώ παράλληλα διαισθάνονται το “mood” των πρωταγωνιστών, χωρίς να χρειάζεται να πραγματοποιηθούν περαιτέρω προσπάθειες για την επίτευξη αυτού.
Η ιδιοφυία του, ωστόσο, δεν περιορίζεται εκεί. Ο Carpenter, γνωρίζει πως να δημιουργεί μουσική μέσω της σιωπής. Χωρίς υπερβολικές φόρμες, χωρίς extravagant επενδύσεις, επιλέγει να αφήσει τους ήχους της ταινίας, να σταθούν αυτούσιοι, ως μουσική. Γυαλιά που σπάνε, επίμονα κορναρίσματα, φώτα που αναβοσβήνουν, τηλέφωνα που χτυπούν. Όλοι αυτοί οι καθημερινοί ήχοι, λαμβάνουν μια διαφορετική διάσταση που τους μετατρέπει από συνήθεις σε βαρυσήμαντους οιωνούς για την ξεδίπλωση της πλοκής.
Άλλωστε, το σινεμά και η μουσική όταν “παντρεύονται” με τον σωστό τρόπο, προσφέρουν στον θεατή μια ξεχωριστή εμπειρία. Συνεισφέρουν στη διείσδυση σε ένα νέο, ξεχωριστό, εφιαλτικό ή και πλήρως αλλοπρόσαλλο κόσμο. Ο John Carpenter με τις μουσικές επενδύσεις του κατορθώνει να προσδώσει βάθος, τόσο στα συναισθήματα του κοινού, όσο και στους πολύπλευρους πρωταγωνιστές του, οι οποίοι μεταμορφώνονται σε τρισδιάστατους ήρωες εγκλωβισμένους εναγωνίως στον καλτ κόσμο του ιδιοφυούς δημιουργού τους.