Οι επερχόμενες εμφανίσεις των Σουηδών Evergrey στη χώρα μας, είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να ξανακούσουμε τη δισκογραφία τους, να θυμηθούμε αγαπημένα κομμάτια και να ετοιμαστούμε ψυχολογικά να αντιμετωπίσουμε την πλειάδα συναισθημάτων με τα οποία θα ερθουμε σε αντιπαράθεση κατα τη διάρκεια του live.
Μεταφερόμαστε πίσω, στα μέσα των 90ς (αγαπημένη δεκαετία) όπου και σχηματίζεται το group από τον Τom S. Englund, κιθαρίστα, τραγουδιστή και αδιαμφησβήτητο αρχηγό και μοναδικό εναπομείνων μέλος. To πρώτο album κυκλοφορεί το 1998 υπο τον τίτλο “Τhe Dark Discovery” και θέτει τις βάσεις της μετέπειτα πορείας του σχήματος, μια πορεία η οποία έχει μείνει κατά βάση σταθερή έως τώρα. Σκοτεινό heavy/prog metal, με φορτωμένες ενορχηστρώσεις. Σίγουρα οχι και το πιό ευκολοάκουστο άκουσμα, μα πλήρως ανταποδοτικό αν του δώσεις την απαιτούμενη προσοχή. Αυτό δεν είναι άραγε και ένα από τα συστατικά του proggressive metal; Να βάλει τον εγκέφαλο σε ένα διαφορετικό μήκος κύματος από τις συμβατικές φόρμες που επιβάλλουν αυτοί που έχουν τη δύναμη να προωθούν οτι τους συμφέρει ώστε να ομογενοποιήσουν την ατομικότητα του κάθε ανθρώπου και να τον κάνει να εκπέμψει σε συχνότητες που θα τον εξελίξουν ως οντότητα. Κoμματάρες όπως τα “Blackened Dawn” και “December 26th” ξεχωρίζουν και προσφέρουν στο συγκρότημα την πρώτη βάση φανατικών οπαδών η οποία τους ακολουθεί έως σήμερα.
Την επόμενη χρονιά κυκλοφορεί το δεύτερο album με τον… χαρωπό τίτλο “Solitude, Dominance, Tragedy.” Στα χνάρια του πρώτου δίσκου και αυτό, θεμελιοποιεί τον ήχο των Σουηδών και αυξάνει το ενδιαφέρον του κόσμου προσφέροντας τους την απαραίτητη υποστήριξη για να συνεχίσουν να δισκογραφούν. Τα βασικά συστατικά του ηχου τους είναι και εδώ παρόντα (κοφτά heavy riffs, σκοτεινά πληκτρα, τεχνικά μερη, συναισθηματικά φορτισμένες ερμηνείες από τον Εnglud, γυναικεία φωνητικά) κάτι που έχει σαν αποτέλεσμα κομμάτια οπως τα “Solitude Within”, “Nosferatu”, “When Darkness Falls” να ξεχωρίζουν και να ισχυροποιούν τους Εvergrey αλλά παράλλληλα να τους χαρακτηρίζουν ως ‘Nevermore της Ευρώπης’ κάτι παντελώς ατυχο κατά τη γνώμη μου, μιας και οι ομοιότητες είναι λιγοστές και σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογούν τέτοιες συγκρίσεις. Καλύτερα πάντως να σε συγκρίνουν με κορυφαία ονόματα όπως Nevermore παρά με διαφόρους Γ’ κατηγορίας αντιγραφείς… Σαν αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας τους έρχεται η μεταγραφή στην Inside Out, μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες στο χώρο του progressive, καθώς και το αυξανόμενο touring.
To 2001 κυκλοφορεί το τρίτο album τους “Ιn Search of Truth” λίγες μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου (θυμάστε τι albums κυκλοφόρησαν εκείνη τη περίοδο? Δειγματολιπτικά: System of a Down – “Τoxicity”, Slayer – “God Hates Us All”…) και καθιερώνει το group ως μια υπολογίσημη μονάδα στο χωρο του heavy/prog. Πρόκειται για το πρώτο concept album της μπάντας και αφορά τον αγώνα ενός άντρα να ανακαλύψει τι κρύβεται πίσω απο κάποια όνειρα που έχει και που σχετίζονται με την απαγωγή του απο εξωγήινους. Mε λίγα λόγια, το concept ειναι βασισμένο πάνω στο βιβλίο “Communnion” του γνωστού στουs κύκλους των συνομοσιολόγων Whitley Strieber oπότε αν το συνδυάσετε και με το κλίμα της εποχής…
Στη συνέχεια και για τέσσερα χρόνια έχουμε και την πιο παραγωγική περίοδο των Εvergrey με 4 συνεχόμενες κυκλοφορίες. Tο “Recreation Day” του 2003, λιγότερο σκοτεινό ηχητικά από τις προηγούμενες κυκλοφορίες αυξάνει τις ταχύτητες και περιέχει κομμάτια κατάλληλα για live καταστάσεις (“Visions”, “I’m Sorry”). Πέρα απ τους κλασικούς “χαρωπούς” τίτλους (“End of Your Days”, “As I Lie Here Bleeding”), παράλληλα μας δειχνει και την προσωπική φιλοσοφία της μπάντας, η οποία ειναι ότι υπάρχει φως στο τέλος του τούνελ και γενικά μας προτρέπει στο ότι πρέπει να αγωνιζόμαστε καθημερινά για να αντιμετωπίζουμε τις δυσκολίες της ζωης και να μην τα παρατάμε.
Ακολουθησε μια περιοδεία στην Αμερική με τους Hate Eternal και Arch Enemy και αμέσως μετά, χωρίς να χάσουνε χρόνο, oι Σουηδοί ξαναμπαίνουν στο studio για να προετοιμάσουν το δεύτερο concept δίσκο τους, ο οποίος και κυκλοφορησε το 2004. Tο “Inner Circle”, όπως τιτλοφορείται, θεωρείται απο πολλούς το καλυτερο album του σχήματος και σίγουρα έχει τα στοιχεία που αποδεικνύουν μια τέτοια άποψη. Μιλάμε για ένα βαρύ concept (η ιστορία ενός ανθρώπου που μπλέκει στα γρανάζια μιας αίρεσης με αποτέλεσμα την καταστροφή της οικογένειας του και του ιδιου στο τέλος) με καινούργιο παραγωγό, καθώς έληξαν τη συνεργασία τους με τον Andy La Roque, που ειχε αναλάβει τη παραγωγή στα προηγούμενα albums. Oι μετοχές τους ανέβηκαν αρκετά με αυτην την κυκλοφορία και τους σταθεροποίησε στην ελίτ του σύγχρονου σκληρού ήχου.
Την επόμενη χρονιά, κυκλοφόρησε το “A Night to Remember” σε διπλό cd/dvd, γυρισμένο στη Σουηδία, όπου βρίσκουμε την μπάντα σε πολύ καλή φόρμα να παρουσιάζει τραγούδια από όλο το φάσμα της δισκογραφίας της.
Tο σερί συνεχώμενων κυκλοφοριών τελειώνει το 2006 με το “Μonday Μorning Αpocalypse”, με μια αλλαγή σε πιο easy listening φόρμες, απόρροια της συνεργασίας τους με τους Sanken Sandquist και Stefan Glauman, τους παραγωγούς των Rammstein, μεταξύ άλλων. Για την προώθηση του δίσκου περιόδευσαν στην Αμερική με In Flames, Nevermore, Throwdown, ενώ ήταν headliners στο ετήσιο ProgPower festival στην Ατλάντα των ΗΠΑ, στο οποίο φέτος εμφανίστηκαν και οι ‘δικοί μας’ Need, ένα από τα δύο support acts των Evergrey στην Αθήνα (μπράβο ρε παιδιά!).
Το “Tοrn Τoy” (2008) ακολουθεί το ύφος του προηγούμενου album και περιλαμβάνει συνθέσεις άκρως συναυλιακές με τα κλασικά πορωτικά riffs, τα παθιασμέμα refrains και το δυναμικό drumming να είναι παρόντα στη πλειονότητα του δίσκου, κάνοντας το ιδανικό άκουσμα για μια πρώτη
επαφή με το συγκρότημα.
Άλλη μια αλλαγή που πρέπει να σημειώσουμε, ειναι η υπογραφή συμβολαίου με την Steamhammer/SPV, με την οποία κυκλοφόρησαν το “Glorious Collision” toυ 2011, την πιο αδύναμη στιγμή της δισκογραφίας τους κατ΄ εμέ. Ένα άκουσμα στα “It Comes from Within” και “I’m Drowning Alone” φτάνει για να σας πείσει για τα ζόρια που πέρασε το group εκείνη τη περίοδο, κάτι που οδήγησε και στην αλλαγή 3 μελών, άλλο ενα χαρακτηριστικό των Εvergrey.
Όπως είδαμε όμως, ο Τom δε χαμπαριάζει απο κάτι τέτοια, με αποτέλεσμα την κυκλοφορία του φετινού “Ηymns for the Βroken”, μια δυναμική επιστροφή για την μπάντα, με πολύ καλές κριτικές, που τη φέρνει ξανά για live σε ελληνικά εδάφη.
Εμείς περιμένουμε με ανυπομονησία την επιστροφή τους και ελπίζουμε σε μια εμφάνιση αντάξια των δυνατοτήτων τους, που σίγουρα είναι αρκετές για να μας χαρίσουν ένα απολαυστικό live.